Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά τις αποκαλύψεις της «Κ», η οικία Τσοχατζόπουλου ανήκει ακόμη στη σύζυγο του πρώην υπουργού, ο Λάκης Γαβαλάς ζητάει να ξεχρεώσει και δεν τον αφήνουν, ενώ οι μίζες από τα εξοπλιστικά χρειάστηκαν υπουργική παρέμβαση για να μπουν στα κρατικά ταμεία.
ΕΡΕΥΝΕΣ 23.11.2014 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ENRI CANAJ,ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οταν την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου ανακοίνωνε το σχέδιο νόμου ποινικής συνδιαλλαγής, ουσιαστικά μιλούσε για τη δημιουργία μιας σειράς κινήτρων (ευνοϊκή ποινική μεταχείριση) για όσους επιστρέφουν καταχρασθέντα χρήματα στο Δημόσιο. «Πρόκειται για μία ακόμη κίνηση με γνώμονα την επιστροφή “μαύρου χρήματος” στο κράτος», εξηγούσαν στελέχη του υπουργείου. «Μιλάμε για εκατομμύρια ευρώ στα δημόσια ταμεία», τόνιζαν οι ίδιες πηγές. Ερευνα της «Κ» στις υπηρεσίες των υπουργείων Οικονομικών και Δικαιοσύνης δείχνει, όμως, πως η αξιοποίηση των χρημάτων ή των ακινήτων που έχουν δεσμευθεί από το ίδιο το κράτος, ακόμη και σε πολύκροτες υποθέσεις όπως αυτή του πρώην υπουργού Ακη Τσοχατζόπουλου ή γνωστών επιχειρηματιών όπως ο Λάκης Γαβαλάς, μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Ανελαστικοί νόμοι, δικαστικές αποφάσεις που παίρνουν χρόνια να τελεσιδικήσουν, αλλά και γραφειοκρατικά –πολλές φορές παράλογα– εμπόδια που βάζει το ίδιο το κράτος στον εαυτό του, έχουν ως αποτέλεσμα να καθυστερεί αδικαιολόγητα η αξιοποίηση εκατομμυρίων ευρώ.
«Ολα ξεκίνησαν επειδή ήθελαν ζεστό χρήμα», θυμάται ένας από τους δικαστές που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αρχική διαμόρφωση του σχεδίου νόμου ποινικής συνδιαλλαγής επί των ημερών Ρουπακιώτη, το 2012. Τότε, υποθέσεις διαφθοράς και οικονομικά εγκλήματα με κατηγορουμένους πολιτικούς και γνωστούς επιχειρηματίες έπαιρναν για πρώτη φορά τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Παράλληλα, ξεκινούσε η συζήτηση για το πώς θα αξιοποιηθούν καλύτερα τα χρήματα που θα δεσμεύονταν. «Το υπουργείο Οικονομικών, που ουσιαστικά είχε “παραγγείλει” από εμάς τον νόμο, ήθελε να μπορεί να έχει γρηγορότερη πρόσβαση στα καταχρασθέντα χρήματα», λέει ο δικαστικός λειτουργός που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Θυμάμαι πως –στην αρχή τουλάχιστον– υπήρχε αυτό που λέμε πολιτική βούληση. Είχαμε τότε συζητήσει πολλά – ακόμη και διαδικασίες για να αξιοποιούνται καλύτερα τα δεσμευμένα ακίνητα».
Στο πνεύμα της εποχής, ο τότε επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, Χάρης Θεοχάρης, αποφάσισε την αναδιοργάνωση των πλειστηριασμών του Δημοσίου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή εκπλειστηριάζονταν κάθε χρόνο το πολύ δύο ακίνητα οφειλετών που είχαν δεσμευθεί από τις εφορίες για χρέη. Ο κ. Θεοχάρης με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης έδωσε τότε εντολή να συγκεντρωθούν τα πιο εμπορικά ακίνητα των μεγαλύτερων οφειλετών, ενώ παράλληλα επανασχεδίασε την ιστοσελίδα της υπηρεσίας: φωτογραφίες, πληροφορίες για τα ακίνητα, οτιδήποτε θα έκανε την υπηρεσία προσιτή σε πιθανούς αγοραστές.
Ο πρώτος πλειστηριασμός με τα νέα δεδομένα είχε ανακοινωθεί για τον Ιούλιο του 2013: έξι ακίνητα-φιλέτα οφειλετών, οι οποίοι συνολικά χρωστούσαν 95 εκατ. Δεύτερο στη λίστα ήταν το εξοχικό του Λάκη Γαβαλά στην παραλία της Φτελιάς στη Μύκονο, με τιμή εκκίνησης 960.000 ευρώ. Ο,τι τελικά έπιανε στον πλειστηριασμό θα πήγαινε προς εξυπηρέτηση των χρεών του κ. Γαβαλά προς το Δημόσιο – συνολικά 12.671.000 ευρώ.
Το υποθηκοφυλακείο Μυκόνου, όμως, ενημέρωσε την ομάδα του κ. Θεοχάρη, λίγες εβδομάδες πριν από τον πλειστηριασμό, πως δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει το συγκεκριμένο ακίνητο, δεδομένου ότι είχε δεσμευθεί από μιαν άλλη υπηρεσία του κράτους: την Αρχή της Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Ο κ. Θεοχάρης θεώρησε πως επρόκειτο για κάτι γραφειοκρατικό που θα μπορούσε να προσπεράσει εύκολα, όπως δείχνει και το έγγραφο που έστειλε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ζητώντας διευκρινίσεις για το «εάν στην απαγόρευση εκποίησης εμπίπτει και η διενέργεια πλειστηριασμού από το ίδιο το Δημόσιο».
Το Νομικό Συμβούλιο του απάντησε ταχύτατα πως πράγματι το συγκεκριμένο ακίνητο είχε δεσμευθεί από την Αρχή και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε κανείς –ούτε το ίδιο Δημόσιο– να το εκποιήσει. Μοναδικός τρόπος, σημείωναν οι δικαστικοί στην απάντησή τους, θα ήταν να βγει η αμετάκλητη απόφαση και τότε να δημευθεί. Ο κ. Θεοχάρης επέμεινε. Μάλιστα, σε έγγραφο που έχει στην κατοχή της η «Κ» ζητάει να επανεξεταστεί το αίτημά του, αφού, όπως γράφει, «με την ερμηνεία της απαγόρευσης εκποίησης και για το Δημόσιο βλάπτεται υπέρμετρα το δημόσιο συμφέρον».
«Είναι οξύμωρο», σχολίαζαν τότε στελέχη του ΥΠΟΙΚ που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση. «Από τη μια να λες πως ο στόχος είναι να δημευθεί, αλλά όταν δίνεται η δυνατότητα, να μη μπορείς να το αξιοποιήσεις». Η απάντηση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ήταν και πάλι αρνητική. Η συγκεκριμένη Αρχή δεσμεύει λογαριασμούς και ακίνητα ως προϊόντα εγκλήματος, όχι χρέη. Η εκποίηση προτού τελεσιδικήσει η απόφαση θα άνοιγε άλλα –συνταγματικά– προβλήματα για το κράτος. «Αν το εκπλειστηριάσεις, πώς θα αποζημιώσεις κάποιον που ενδεχομένως θα αθωωθεί μετέπειτα; Αν θέλετε γρήγορα τα λεφτά, πρέπει να επισπεύσετε τις ποινικές διαδικασίες. Δεν υπάρχουν άλλες εύκολες λύσεις», εξηγούσε ο κ. Παναγιώτης Νικολούδης, πρόεδρος της Αρχής, σε σχετικές συζητήσεις με στελέχη του ΥΠΟΙΚ.
Σε συνέχεια εκείνων των συζητήσεων και βάσει της απόφασης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το σπίτι του Λάκη Γαβαλά στη Μύκονο μοιράστηκε φέτος τον Αύγουστο, από την τωρινή γενική γραμματεία Εσόδων κ. Σαββαΐδου, εγκύκλιος προς όλες τις εφορίες της χώρας η οποία απαγορεύει την εκποίηση ακινήτων που έχει προηγουμένως δεσμεύσει η Αρχή.
Ο κ. Νικολούδης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ανέλαβε πρόεδρος της Aρχής τον Οκτώβριο του 2010 και με την ομάδα του έδωσαν από την αρχή μάχες για να ανακαλύψουν και να δεσμεύσουν περιουσίες πριν χαθούν εντέχνως τα ίχνη τους. Παρότι οι ύποπτοι συνήθως έχουν «εξειδικευμένη» γνώση στο «ξέπλυμα», η ομάδα Νικολούδη έχει καταφέρει να δεσμεύσει –μόνο για το 2014– 148 εκατ. ευρώ σε κινητή και ακίνητη περιουσία. Η μόνη περίπτωση, όμως, κατά την οποία ακολουθεί εκποίηση μετά τη δέσμευση είναι τα κατασχεθέντα αυτοκίνητα από υποθέσεις ναρκωτικών. Εκεί, υπερίσχυσε η λογική και ο νόμος άλλαξε, αφού συνυπολογίστηκε ότι η αξία των αυτοκινήτων –μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση– έχει πλέον μηδενιστεί.
Ολα τα άλλα, συνολικά 881 εκατ. ευρώ από το 2011, οπότε πρωτολειτούργησε η Αρχή υπό τον κ. Νικολούδη, και μέχρι σήμερα (πλην αυτών που αποδεσμεύθηκαν σε υποθέσεις όπου τελικά δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη) συν τα χρήματα που έχουν με τη σειρά τους δεσμεύσει οι ανακριτές διαφθοράς (πάνω από 400 εκατ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι αξίες των εκατοντάδων δεσμευμένων ακινήτων) περιμένουν αμετάκλητες αποφάσεις.
Το ποσό ξεπερνάει κατά πολύ το 1 δισ. ευρώ, αλλά κανείς δεν έχει εικόνα για το πότε αυτά τα χρήματα θα μπουν στα ταμεία του κράτους.
Το ακίνητο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ιδιοκτησίας της συζύγου του πρώην υπουργού Ακη Τσοχατζόπουλου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η ύποπτη διαδρομή της κυριότητάς του μέσω δύο offshore εταιρειών, που διαχειρίζονταν άνθρωποι εμπιστοσύνης του πρώην υπουργού, μέχρι να φτάσει στην ιδιοκτησία της κ. Σταμάτη αποκαλύφθηκε από την «Κ» στις 30 Μαΐου του 2010. Σύμφωνα με το βιβλίο κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Αθηνών, το ακίνητο δεσμεύθηκε υπέρ του Δημοσίου δύο χρόνια μετά, στις 25 Απριλίου 2012.
Παρ’ όλα αυτά, η κ. Σταμάτη μέχρι σήμερα δεν έχει απολέσει την κυριότητά του. Εάν δεν εκρατείτο, θα είχε κάθε δικαίωμα να κατοικεί σε αυτό, δεν θα μπορούσε, όμως, να το πουλήσει.
Το Δημόσιο θα πάρει τα κλειδιά του διαμερίσματος μόνο όταν η δικαστική υπόθεση κλείσει. Το γεγονός ότι ο Ακης Τσοχατζόπουλος –ως εγγυητής του δανείου που φαίνεται να έχει πάρει η κ. Σταμάτη για την αγορά– έχει κάνει στον Αρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης, ώστε να ακυρωθεί η δέσμευση –επιμένοντας ακόμη και σήμερα πως η αγορά του έγινε με απολύτως νόμιμες διαδικασίες και χρήματα– σημαίνει πως η δήμευση έχει... μέλλον.
Αυτό λογικά σκέφτηκε και η κόρη του πρώην υπουργού, Αρετή Τσοχατζοπούλου –πλέον καταδικασμένη πρωτοδίκως για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα– και αποφάσισε πέρυσι τον Ιούλιο μέσα από τη φυλακή να δωρίσει όλη την ακίνητη περιουσία της στο Δημόσιο.
«Μα είναι ήδη δεσμευμένα», είπε η πρόεδρος της έδρας στον δικηγόρο της. «Πράγματι», απάντησε εκείνος, «αλλά έτσι θα μπορεί το Δημόσιο να τα αξιοποιήσει μια ώρα αρχύτερα». Στην προκειμένη περίπτωση, κάποια χρόνια αρχύτερα.
Ο πρώτος που –δημοσίως τουλάχιστον– είχε ζητήσει να επιστρέψει περιουσιακά στοιχεία ήταν ο επιχειρηματίας Λάκης Γαβαλάς. Μέσα στη φυλακή συνέταξε συμβολαιογραφική πράξη παραχωρώντας στο Δημόσιο το ακίνητό του στην Κάντζα. Ο ίδιος θεωρούσε πως με αυτήν την πράξη θα ξεχρέωνε όλα του τα χρέη προς το Δημόσιο, αφού ο τότε περιφερειάρχης Γ. Σγουρός είχε δηλώσει πως ενδιαφερόταν να αγοράσει το ακίνητο από το κράτος για 17 εκατ. ευρώ, ώστε να μεταστεγαστούν εκεί όλες οι υπηρεσίες της περιφέρειας.
«Είναι καιρός η δημόσια διοίκηση να αποκτήσει ευελιξία και να αξιοποιήσει μεθόδους που είναι διαδεδομένες στον ιδιωτικό τομέα εδώ και χρόνια», είχε πει ο κ. Σγουρός στο περιφερειακό συμβούλιο.
Η έρευνα της «Κ» δείχνει, όμως, πως αποδοχή των συμβολαιογραφικών πράξεων είτε του Λ. Γαβαλά, είτε της Αρετής Τσοχατζοπούλου δεν έγινε ποτέ από το Δημόσιο. Τα ακίνητα σε Κάντζα και Αθήνα παραμένουν αναξιοποίητα.
Ο κ. Νικολούδης –που είχε δεσμεύσει το ακίνητο του κ. Γαβαλά– είχε, μάλιστα, προσπαθήσει να βοηθήσει προσωπικά ώστε να προχωρήσει η μεταβίβαση του ακινήτου στην Κάντζα. Eλλείψει μερικών γραμμών στη νομοθεσία που θα έδιναν μια εύκολη λύση, προσπάθησε να βρει ένα νόμιμο ελιγμό για αίσιο τέλος. Αρχικά πρότεινε στον κ. Γαβαλά να δανειστεί από κάποιον 17 εκατ., να ξεχρεώσει την εφορία, να άρει τη δέσμευση και να προβεί άμεσα στην αγοραπωλησία. «Μα ποιος θα με εμπιστευθεί;», του είχε απαντήσει ο επιχειρηματίας. Επειτα πρότεινε να γίνει ένα προσύμφωνο, να πληρωθεί πρώτα το τίμημα, να αποδεσμευθεί το ακίνητο και στη συνέχεια να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία. Για τον κ. Σγουρό, όμως, ήταν επιβεβλημένο να κάνει τη συναλλαγή απευθείας με το κράτος. Και το κράτος δεν ήταν σε θέση να προβεί σε οποιονδήποτε ελιγμό, με αποτέλεσμα να ναυαγήσει μια κίνηση που θα ήταν προς το συμφέρον όλων.
Για πολλούς από τους ανθρώπους με τους οποίους μίλησε η «Κ» και έχουν χειριστεί αυτές τις υποθέσεις για το ΥΠΟΙΚ, ο λόγος είναι ένας: η ισχύουσα νομοθεσία –παρότι μη συμφέρουσα– είναι «βολική» για ένα δυσκίνητο κράτος που δεν έχει τον μηχανισμό να διαχειριστεί ακίνητη περιουσία. Αποτέλεσμα, να αρνείται ακόμη και να αποδεχθεί αυτά που δικαιωματικά του ανήκουν.
ακόμη και σε περιπτώσεις λιγότερο περίπλοκες όμως, όπως μια απλή αποδοχή καταχρασθέντων χρημάτων, το δημόσιο έχει δυσκολία να συντονίσει και να πράξει τα αυτονόητα.
Ηταν φθινόπωρο του 2013 όταν ο δικηγόρος ενός αξιωματικού του στρατού –που ήθελε τότε να διατηρήσει την ανωνυμία του– πέρασε την πόρτα των ανακριτών που χειρίζονταν την υπόθεση των υποβρυχίων. «Ο πελάτης μου θέλει να επιστρέψει στο Δημόσιο 400.0000 ευρώ». Οι ανακριτές έκαναν κάποια τηλεφωνήματα προσπαθώντας να βρουν τον τρόπο να πραγματοποιηθεί η επιστροφή, αλλά ο δικηγόρος έφυγε άπρακτος.
Οταν, λίγους μήνες αργότερα, ο Αντώνης Κάντας μέσω των δικηγόρων του έκανε την ίδια πρόταση για 7,5 εκατ. ευρώ από λογαριασμό του στη Σιγκαπούρη, δεδομένου ότι τα χρήματα κινδύνευαν να δεσμευθούν από τρίτη χώρα, δεν υπήρχε χρόνος για γραφειοκρατικές δικαιολογίες. Επικοινώνησαν απευθείας με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ο οποίος δέχθηκε να βοηθήσει. Με εντολή του άνοιξε λογαριασμός στην Τράπεζα της Ελλάδος. Παραμονή Χριστουγέννων μπήκαν τα πρώτα 7 εκατομμύρια. Μέχρι και τον Ιούλιο του 2014, σύμφωνα με το εξτρέ του λογαριασμού, εκτός από τον κ. Κάντα, οκτώ ακόμη άτομα –προσωπικά ή μέσω εταιρειών τους– κατέθεσαν συνολικά 34 εκατ. ευρώ. Από αυτά, 29 εκατ. έχουν ήδη διατεθεί για χρηματοδότηση δράσεων των υπουργείων Παιδείας, Υγείας και Εργασίας.
Τι μέλλει γενέσθαι; Η ψήφιση του νόμου για την ποινική συνδιαλλαγή έχει στόχο να μπουν και άλλα τέτοια χρήματα στον λογαριασμό του κράτους. Μέχρι όμως το κράτος να καταφέρει να συντονίσει την προσπάθεια για την αξιοποίηση των δεσμευμένων, το τι τελικά μπαίνει στα ταμεία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόθεση των κατηγορουμένων να συνδιαλλαγούν με αυτό...
ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ (ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ) ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ
Ρεπορτάζ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ
Φωτογραφία: ENRI CANAJ, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Γραφικά Βίντεο: ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΜΟΥΡΗΣ
Σχεδίαση: VALENTINA VILLEGAS NIKAS
Για την Kαθημερινή και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 23.11.2014