«Βιοτεχνία υαλικών»

2' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη γωνία της οδού Πειραιώς με την Ιερά Οδό, στέκεται η «Βιοτεχνία Υαλικών» της φαντασίας. Ξαναδιάβασα αυτό το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα σε μια όμορφη έκδοση του «Κέδρου» από το 1978 (γ΄ έκδοση) με τα σχέδια της Ερικας Ευαγγελίδου. Κρουστό το χαρτί, βαρύ, με αίσθηση που σπάνια βρίσκεις πια. Χέυδεν 12, έμενε τότε ο Μένης Κουμανταρέας, όπως διαβάζω στα στοιχεία του κόπιραϊτ, στην καρδιά της αστικής Αθήνας της νεότητάς του. Συχνά αναφερόταν στην ακτίνα της πλατείας Βικτωρίας και μπορεί κανείς να τον φανταστεί λυγερό νεαρό στην 3ης Σεπτεμβρίου ή στην Πατησίων τα χρόνια του ’50.

Στις σελίδες της «Βιοτεχνίας Υαλικών», που γράφτηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, αναδύεται σε πολλές σελίδες το Γκάζι, μέσα σε ατμούς μνήμης. Βγαίνει όλη η υγρασία και η θαμπάδα της πίσω πόλης, στο υπογάστριο του Κεραμεικού, στις παρυφές του Ρουφ, στα ίχνη των αρχαίων δρόμων. Μια Αθήνα αρχέγονη, αδιάλειπτη, ακύμαντη και διαχρονική. Ερχεται στον νου το Γκαζοχώρι όπως το είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης για το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ-Ηρακλής το 1965, λίγα χρόνια πριν γράψει ο Μένης Κουμανταρέας τη δική του «Βιοτεχνία Υαλικών» (1971-74), που «στεγαζόταν στο ισόγειο ενός δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος έχει φυτέψει ένα παρκάκι». Ηταν μια πολύ φτωχή περιοχή, κανείς δεν πήγαινε εκεί αν δεν είχε δουλειά, έναν φίλο ή συγγενή. Ποιος να φανταζόταν τότε ότι η Ιερά Οδός θα είχε νυχτερινά κέντρα και μπράβους και το Γκάζι θα ήταν αυτό που είναι;

Εκεί όπου βρίσκεται η Τεχνόπολη, υπήρχε μια άλλη υπερρεαλιστική πόλη, όπου «μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες, οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε κατοχή». Βυτιοφόρα και νταλίκες «μάστιζαν την περιοχή», προς τα στενά του Ρουφ, «πηγμένα από συνεργεία αυτοκινήτων», ακολουθούσαν πάντα «οι αναθυμιάσεις από το Γκάζι».

Αυτή η πόλη, δυο βήματα από το Θησείο ή την Ομόνοια, είναι ακόμη θαμμένη, σαν αρχαιότητες σε κατάχωση, κάτω από τη σύγχρονη ζωή, ή δίπλα, σαν σπάραγμα μιας άλλης αστικής εμπειρίας. Εκείνο το Γκάζι της «Βιοτεχνίας Υαλικών» προκαλεί μελαγχολία, αλλά εκλύει και μια ατμόσφαιρα ποίησης σε ένα καθεστώς σιωπής, όπως το βλέπουμε από την τωρινή συγκυρία, που έχει σβήσει τις φωνές όσων πέρασαν. Με τη γειτνίαση του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού, αιωρείται μια αίσθηση αστικού τοπίου, ζωντανών και τεθνεώτων, σε ένα αμάλγαμα χρονικής παλινδρόμησης. Τις διαδρομές των Αθηναίων, σαν «τη διαδρομή ενός άνθους την περιγράφει μόνο η σιωπή», όπως λέει ο ποιητής Χρήστος Αναγνωστόπουλος («Ενα παιδί λευκαίνει το ποίημα», εκδ. Ροδακιό). Αλλά ο Κουμανταρέας δεν μιλάει για τη σιωπή, αν και την υπονοεί με βουβές εντάσεις. Εξυφαίνει ένα αστικό ανάπτυγμα με πυκνούς κόμπους και μιλάει επί της ουσίας για μια βαθιά ανθρωπογεωγραφία με αρχιτεκτονική που βασίζεται στις νοητές συντεταγμένες της Αθήνας: Πειραιώς, Πατησίων, Συγγρού, Φιλελλήνων. Αναφορές στη γωνία Πιπίνου και Αχαρνών, «το σπίτι που είχαν νοικιάσει με τον πατέρα της, το μπαλκόνι με τα γεράνια τα καλοκαίρια», γεννούν σπασμό. Σαν βρυχηθμός φτάνει ο ήχος της Αθήνας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή