Ετήσιο πάρτι βίας

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​α ρεπορτάζ που υποδέχθηκαν το ξημέρωμα της περασμένης Κυριακής, δυστυχώς, ήταν τα απολύτως αναμενόμενα. Ναι, είχαν καεί γειτονιές, παρ’ ολίγον και καταστήματα με κόσμο μέσα. Οι μολότοφ είχαν αφήσει παντού τα σημάδια του άγριου ξεσπάσματος μιας βίας, που εισχώρησε παντού, σε ιδιωτικούς χώρους, στο εσωτερικό πολυκατοικιών, κατέστρεψε περιουσίες, όχι δα και τίποτε πολυτελείς, μικροαστικές, καθημερινών ανθρώπων, εισόδους σπιτιών και ασανσέρ στην περιοχή των Εξαρχείων, εκεί όπου διαμένει ακριβώς η κατηγορία των ανθρώπων η οποία δεν διαθέτει εύκολα χρήματα για να αποκαταστήσει τις καταστροφές.

Το αίσθημα φρίκης συμπληρώνει η πληροφορία από τον ρεπόρτερ ότι μεταξύ των καταστροφέων βρίσκονταν ομάδες 13χρονων και 14χρονων παιδιών, με κουκούλες στο κεφάλι και φωτιά στο χέρι, εξαγριωμένων τιμωρών. Αλήθεια τίνος; Γονιών, δασκάλων, της κοινωνίας που δεν γνωρίζουν, αλλά έμαθαν να μισούν από γονείς και δασκάλους, τους οποίους στην πραγματικότητα μισούν; Και αν μιλάμε γι’ αυτές τις ηλικίες εξαγριωμένων καταστροφέων σήμερα, τότε πριν από έξι χρόνια, όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, θα ’ταν 6-7 χρόνων μωρά. Μεγάλωσαν επομένως εισπράττοντας μίσος και εκπαιδεύτηκαν στην ανταπόδοσή του. Είναι μια εξήγηση. Παιδιά χωρίς παιδική ηλικία ή, για την ακρίβεια, παγιδευμένα για πάντα σε μια απροσδιόριστη ηλικία, μπεμπεκόμορφη, που συνδυάζει παιδιακίσια ανευθυνότητα και το χολερικό μίσος ενήλικης αποτυχίας.

Δεν πρόλαβαν να αποτύχουν. Δεν πρόλαβαν να βάλουν στόχους. Στην πραγματικότητα δεν έχουν καν εικόνα του εαυτού τους, εισπράττουν εκείνη την οποία διαμορφώνουν τα Μέσα γι’ αυτούς ως συμμέτοχους στις καταστροφές. Προφανώς θεωρούν μέσα από αυτές, έστω για λίγο, τους εαυτούς τους «ήρωες» μιας ζωής, την οποία όμως δεν έζησαν. Θύματα μιας επικοινωνιακής φαντασμαγορίας ετήσιου τρόμου, η οποία είναι επόμενο να τους ασκεί τη γοητεία της δύναμης. Αναρωτιέται άραγε κανείς ποια μπορεί να είναι η επόμενη ημέρα παιδιών που μοιάζει να ’χουν στριμωχτεί σε μιντιακές εικόνες για να πάρουν την τρομακτική μορφή των τιμωρών, η οποία βολεύει πολιτικές ρητορείες παντός είδους και κυρίως αυτόκλητων προστατών τους.

Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς τους τελευταίους από στυγνούς εκμεταλλευτές, για τους οποίους ανασύρουμε ένα παράδειγμα από τον Βίκτωρα Ουγκώ. Σύμφωνα με αναφορές του συγγραφέα («Ο άνθρωπος που γελά») στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, υπήρχαν ορισμένες μυστικές αδελφότητες, οι comprachicos, οι οποίες επιδίδονταν στο εμπόριο παιδιών με τα οποία τροφοδοτούσαν τις Αυλές βασιλιάδων και σουλτάνων. Αγόραζαν δηλαδή παιδιά από πάμφτωχες οικογένειες και αν πιστέψουμε διάφορες ανατριχιαστικές μαρτυρίες, που αναφέρει ο Ουγκώ, τα έκλειναν σε ειδικά δοχεία για να εμποδίσουν την ανάπτυξή τους και κατόπιν μοσχοπουλούσαν αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα με τις ορθοπεδικές κακώσεις ως λιλιπούτειους γελωτοποιούς. Η εξέλιξη του πολιτισμού κατάργησε τέτοιου είδους εγκλήματα. Οι δημοκρατίες ποινικοποίησαν την εκμετάλλευση της παιδικής ηλικίας, ενώ την περιέβαλαν και με πλέγμα από προστατευτικά δικαιώματα.

Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς, αν με έναν τρόπο υποχθόνιο, ανεξέλεγκτο, έγιναν σταδιακά μεταλλάξεις των ηλικιών, με τα παιδιά να σηκώνουν στους ώμους τους βάρη που δεν τους αναλογούν και τα οποία εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξή τους με αποτέλεσμα και ως ενήλικοι να παραμένουν καθηλωμένοι στην ανωριμότητα.

Μοιάζει με τη μεγαλύτερη παραδοξότητα της εποχής, αλλά δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί ότι το φαινόμενο «επαναστατημένα νιάτα» επανέρχεται με τον ίδιο τρόπο, μέσα από τις ίδιες μιντιακές αφηγήσεις, οι οποίες ηρωοποιούν τη νεανική αντίδραση, σύμφυτη άλλωστε με την ηλικία, ταυτίζοντάς την με ώριμη πολιτική επιλογή. Μια παγίδα για όλες τις ηλικίες, οι οποίες μοιάζει μάλλον να έχουν συμπτυχθεί σε δύο, την παιδική και του γήρατος. Με την τελευταία να χαρακτηρίζει μόνον «απόμαχους», περιθωριοποιημένους και εντέλει άφαντους από τις οθόνες, στις οποίες αντανακλώνται οι στρεβλώσεις της πραγματικότητας.

Βρεθήκαμε τις ημέρες αυτές απέναντι σε δύο φαινόμενα, αυτό της καταστροφής του κέντρου της πόλης σαν υποτιθέμενη εκδήλωση μνήμης στη δολοφονία από αστυνομικό ενός εφήβου, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, και στην απεργία πείνας του φίλου του, Νίκου Ρωμανού, με αίτημα την άδεια από τη φυλακή, όπου βρίσκεται καταδικασμένος για ένοπλη ληστεία, προκειμένου να σπουδάσει. Στο επίκεντρο και των δύο μία και μόνη αξία, η υπέρτατη, αυτή της ζωής, να αμφισβητείται, να τίθεται προς διαπραγμάτευση, προς πολιτική εκμετάλλευση, να ηρωοποιείται η άρνησή της και αυτό να θεωρείται πράξη αντίστασης στο έγκλημα της αφαίρεσής της. Γιατί και η εκτόξευση μολότοφ από παιδικά χέρια άρνηση της ζωής είναι.

Αρνηση της ζωής είναι και για τον τόπο ολόκληρο η ετήσια επανάληψη του τρόμου, την ίδια εποχή, με το ίδιο τελετουργικό, σαν να είμαστε παγιδευμένοι στη σφαίρα του χρόνου, ακίνητοι, καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τον χειρότερο εαυτό μας, σαν να μην υπάρχει εξέλιξη άλλη από την τεχνολογία της φεϊσμπουκικής επικοινωνίας να προστίθεται σε αυτή της απευθείας μετάδοσης των καναλιών προς τέρψιν των καταναλωτών της μιντιακής δημοκρατίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή