Οταν ο Τζο Κόκερ ήταν νέος

3' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​το «Sgt Pepper’s» ήταν το μοναδικό τραγούδι που ακουγόταν με τη φωνή του Ρίνγκο Σταρ. Ηταν από τα τριαντατριάρια που είχαν λιώσει στο πικάπ μου μαζί με το «Περιβόλι του τρελού» του Σαββόπουλου και το «Times they’re a changing» του Ντίλαν. Το «With a little help from my friends», όμως, μας μάγεψε με την εκτέλεση του Τζο Κόκερ στο Γούντστοκ. Το τριήμερο φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1969, η ταινία όμως πρέπει να προβλήθηκε το 1970 ή το 1971 στον κινηματογράφο Παλλάς στην Αθήνα. Κυκλοφορούσε πως θα γίνονταν επεισόδια, ώς την τελευταία στιγμή δεν ήταν σίγουρο ότι θα γίνει η προβολή ή θα την απαγορεύσει η λογοκρισία της δικτατορίας, ως εκ τούτου πήγα σκαστός από το σπίτι. Οπως και σκαστός από το σπίτι είχα πάει τον Απρίλιο του 1967 στη συναυλία των Στόουνς στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, τότε όμως λόγω ηλικίας και εξαιτίας του γεγονότος πως η συναυλία έγινε Δευτέρα, άρα την επομένη είχαμε σχολείο. Οι Στόουνς τραγούδησαν Δευτέρα, τη συναυλία διέκοψε η αστυνομία όταν ο Τζάγκερ, τραγουδώντας το «Lady Jane» αν θυμάμαι καλά, πέταξε ένα κόκκινο γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο στο κοινό, και τα ξημερώματα της Παρασκευής βγήκαν τα τανκς στους δρόμους. Στο Παλλάς, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, η προβολή διακόπηκε, έπεσαν και κάτι σφαλιάρες από την αστυνομία, έγιναν και προσαγωγές αν θυμάμαι καλά, εμείς όμως με την παρέα το σκάσαμε και γυρίσαμε σπίτι κάνοντας πως δεν συμβαίνει τίποτε, έτοιμοι όμως για όλα. Θυμάμαι ότι με είχε εντυπωσιάσει παρ’ όλ’ αυτά το τραγούδι του Κόκερ, όπως και η κιθάρα του Χέντριξ, και όποτε τα άκουγα έκτοτε θυμόμουν πως πρωτακούγοντάς τα αισθανόμουν «έτοιμος για όλα». Το θυμήθηκα προχθές όταν άκουσα πως πέθανε στα εβδομήντα του. Δεν ήξερα καν ότι ζούσε ακόμη και ότι τον ταλαιπωρούσε ο καρκίνος.

Μακριά από μένα κάθε νοσταλγική διάθεση για την εποχή της εφηβείας μου και τον τότε αλλοπρόσαλλο εαυτό μου. Απλώς, καθώς τα θυμήθηκα όλ’ αυτά μου ήρθε στον νου και η τότε Ελλάδα, μια χώρα αποκομμένη από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μια χώρα που έβλεπε ό,τι γινόταν εκεί έξω σχεδόν σαν μαγικό. Και κατά παράδοξο τρόπο, ενώ η χώρα ήταν αποκομμένη, ενώ το διαβατήριο ήταν εξίσου πολύτιμο αγαθό με το συνάλλαγμα, εμείς ήμασταν με το βλέμμα στραμμένο προς τα κει. Η μουσική ροκ, το γαλλικό «νέο κύμα» στον κινηματογράφο ήταν για εμάς, τους εφήβους του καιρού εκείνου, ανάσες ελευθερίας, ή μάλλον κάτι παραπάνω, σκηνές από το έργο που παιζόταν στον σύγχρονο κόσμο, στην εποχή μας, και από το οποίο εμείς ήμασταν αποκλεισμένοι. Πόσο γελοίοι μάς φαίνονταν τότε οι συνταγματάρχες που προσπαθούσαν να ψηλώσουν μέσα στις στολές τους όταν τους συγκρίναμε με τα είδωλά μας, τους μαλλιάδες με τις κιθάρες.

Μέσα στον μισό αιώνα που κύλησε από τότε, η Ελλάδα έχει γίνει μια άλλη χώρα. Και αν σήμερα με όσα συμβαίνουν γύρω μας, εμείς που ζήσαμε την τότε Ελλάδα, μας πιάνει κάθε τόσο πανικός είναι γιατί δεν θέλουμε με τίποτε να ξαναζήσουμε τους όρους της τότε απομόνωσής μας. Είναι ο χειρότερος εφιάλτης να αισθανθούμε και πάλι εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό μας, ακόμη κι αν οι σημερινές μαριονέτες δεν θα ντυθούν συνταγματάρχες. Και όταν αυτά τα βλαμμένα μιλάνε σήμερα για χούντα, το μόνο που εννοούν είναι πως κάποιοι τους ρίχνουν σφαλιάρες για να μην τα κάνουν λίμπα από τα νεύρα τους. Διότι όπως έλεγε και ο Τσαρούχης, οι Ελληνες γονείς κάνουν τα παιδιά τους νευρικά, μάλλον γιατί είναι οι ίδιοι νευρικοί. Ημασταν κι εμείς νευρικοί τότε, μόνο που είχαμε τη ροκ και απορροφούσε πολλούς από τους σπασμούς των νεύρων μας. Γιατί ξέραμε πως υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος απ’ αυτόν που ζούσαμε. Και η Ελλάδα βρήκε τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο και, ευτυχώς για εμάς και για εκείνην, η Ιστορία δεν κάνει ποτέ πίσω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή