Σχετικότητα και αναξιοπιστία

Σχετικότητα και αναξιοπιστία

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται ότι θέλει να κρατήσει την Ελλάδα στη Ζώνη του Ευρώ, ενώ η κυβέρνηση κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα οδηγήσει τη χώρα εκτός κοινού νομίσματος. Η πλειοψηφία των Ελλήνων αγωνιά να παραμείνει στο ευρώ. Ο Μάριο Ντράγκι λέει ότι δεν θα υπάρξει διάσπαση της Ευρωζώνης, προσθέτοντας, «Γι’ αυτό δεν υπάρχει Σχέδιο Β΄». Ολοένα και περισσότεροι παράγοντες και αναλυτές πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον απειλή για το ευρωσύστημα, υπονοώντας ότι το ευρώ θα άντεχε την αποχώρησή μας, την ώρα που άλλοι πιστεύουν ότι τυχόν ανατροπή στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει νέες πολιτικές στην Ευρώπη. Ο,τι και αν λέει ο καθένας, σε αυτήν την υπόθεση όλα είναι σχετικά. Και εδώ παρουσιάζεται άλλος ένας κίνδυνος στη μεγάλη ασυνεννοησία μας με τους εταίρους και δανειστές: εμείς είμαστε εξοικειωμένοι με τη σχετικότητα των δηλώσεων των πολιτικών μας, οι ξένοι τις έπαιρναν τοις μετρητοίς, τώρα δεν τις πιστεύουν.

Οταν ο Τσίπρας λέει ότι στόχος του είναι να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, αυτό που εννοεί είναι ότι εάν συμβεί το μοιραίο δεν θα φταίει το κόμμα του, ασχέτως της πολιτικής που θα ακολουθήσει, επειδή είχε τις καλύτερες προθέσεις. Λιγότερη «ελληνική» και σαφώς πιο προτεσταντική στην ευθύτητά της είναι η θέση της «εσωτερικής αντιπολίτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ, που δηλώνει ότι η συμμετοχή στο ευρώ δεν είναι το παν. Και εδώ φαίνεται μια σημαντική ελληνική ουδετερότητα – ενώ οι περισσότεροι Ελληνες θέλουν να παραμείνουν στο ευρώ, πολλοί θα ψηφίσουν με γνώμονα όχι αυτά που λένε τα κόμματα, αλλά βάσει της αίσθησης που έχουν για το τι θα κάνουν τα κόμματα. Δηλαδή, παρά την ασυνεννοησία εντός ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουν ότι το κόμμα θα πράξει σωστά όταν βρεθεί στην εξουσία.

Το διαζύγιο μεταξύ αντιπολιτευτικών λόγων και κυβερνητικών πράξεων επήλθε με την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981, όταν οι υποσχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για έξοδο από το ΝΑΤΟ, για την εκδίωξη των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ και για την αποτροπή της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση) «μεταλλάχθηκαν» σε μια πιο ρεαλιστική πολιτική. Ο λαός έμαθε να ψηφίζει αυτούς που του έλεγαν αυτά που ήθελε να ακούσει, αλλά δεν ήθελε εφαρμογή πολιτικών που θα είχαν προσωπικό κόστος για τους ίδιους. Ο Κώστας Καραμανλής απεδείχθη καλός μαθητής του Ανδρέα Παπανδρέου, «διαβάζοντας» σωστά, το 2004, ότι ο λαός ζητούσε την «επανίδρυση του κράτους» αλλά όχι στον βαθμό που θα τάραζε τα νερά. Λέγοντας μεγάλες κουβέντες και πράττοντας τα ελάχιστα, ο Καραμανλής πέτυχε να οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία σε δύο εκλογικές νίκες.

Η «επανίδρυση του κράτους» που υποσχέθηκε ο Καραμανλής, όμως, έπρεπε να περιμένει την κατάρρευση της οικονομίας και το Μνημόνιο που συνδύαζε νέα δάνεια με μεταρρυθμίσεις και λιτότητα. Και εδώ η αναξιοπιστία των λόγων των πολιτικών έπαιξε πάλι τον καταστροφικό της ρόλο. Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου ξεκίνησε τη θητεία του πιστεύοντας όσα έλεγε ως αντιπολίτευση («λεφτά υπάρχουν»), πριν αναγκαστεί να ακολουθήσει την πατροπαράδοτη πορεία όπου κυβερνήσεις υπόσχονται εφαρμογή των συμπεφωνημένων, αλλά κάνουν όσα μπορούν να μετριάσουν το αποτέλεσμα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών και τη δυσπιστία των ξένων. Τα κόμματα που κυβέρνησαν από το 2009 αποδέχτηκαν πολλές απαιτήσεις των ξένων χωρίς πολλή διαπραγμάτευση και μετά έκαναν λίγα· κατάφεραν να δυσαρεστήσουν όλες τις πλευρές, χωρίς να πετύχουν την ανάκαμψη της οικονομίας και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης. Για όσους γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα, αυτό δεν ήταν έκπληξη. Οι ξένοι έμαθαν αυτήν την πτυχή του δημόσιου διαλόγου και επιμένουν σε πράξεις και αποτελέσματα, χωρίς να ακούν επιχειρήματα για τα δικά τους λάθη – αυτό θα το βρει μπροστά της και η επόμενη κυβέρνηση, όποια και αν είναι.

Η χαλαρή σχέση μεταξύ λόγων και πράξεων ξεκινά από την πολιτική αλλά εξαπλώνεται σε κάθε συναλλαγή μεταξύ πολίτη και κράτους. Προθεσμίες καταπατούνται, αυθαίρετα νομιμοποιούνται, ποινές ακυρώνονται, θεσμοί υπολειτουργούν, η μία φορολογική ρύθμιση ακολουθεί την άλλη. Το σύστημα είναι στημένο με τρόπο που δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία σε όσους την έχουν ανάγκη, αλλά ενισχύει την αναξιοπιστία και την αφερεγγυότητα για να βολέψει μερικούς. Η πλειονότητα τηρεί τους νόμους, πληρώνει φόρους, μονίμως σηκώνει το βάρος της αναξιοπιστίας του κράτους. Καλείται να ψηφίσει με βάση την ελπίδα ότι θα επιλέξει σωστά, χωρίς όμως να πιστεύει όσα ακούει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή