Η δεύτερη «κρίση του Βερολίνου»

Η δεύτερη «κρίση του Βερολίνου»

7' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα από τα σπουδαιότερα ζητήματα που απασχόλησαν τη διεθνή διπλωματία την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το γερμανικό. Το 1948/49 η άλλοτε πρωτεύουσα του Ράιχ μαγνήτισε το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης, όταν η Σοβιετική Ενωση επέβαλε τον οδικό και σιδηροδρομικό αποκλεισμό του δυτικού της τμήματος, προκαλώντας τη βρετανοαμερικανική αντίδραση με τη δημιουργία της αερογέφυρας. Η συνακόλουθη ίδρυση δύο γερμανικών κρατών, της «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (ΟΔΓ) και της «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» (ΓΛΔ), επιβεβαίωσε όχι μόνο τη διαίρεση του Βερολίνου σε τρεις δυτικούς και έναν ανατολικό τομέα, αλλά τον χωρισμό της Ευρώπης σε δύο εχθρικούς συνασπισμούς με εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά συστήματα.

Σε πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, η υπεροχή της Δυτικής έναντι της Ανατολικής Γερμανίας ήταν ορατή «διά γυμνού οφθαλμού». Το οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε στην ΟΔΓ δεν βρήκε αντίστοιχη εφαρμογή στην ανατολική πλευρά των γερμανο-γερμανικών συνόρων. Το αντίθετο μάλιστα· με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ενωσης το «Σοσιαλιστικό Ενωτικό Κόμμα Γερμανίας» (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands, SED) εγκαθίδρυσε ένα δικτατορικό καθεστώς το οποίο, εκτός από την απαγόρευση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών και την περιφρόνηση που έδειξε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, απέτυχε να φέρει την οικονομία σε «δυτικούς» ρυθμούς και να βελτιώσει αισθητά το βιοτικό επίπεδο του ανατολικογερμανικού λαού. Το αποτέλεσμα ήταν η διόγκωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας που εκδηλώθηκε με την εργατική εξέγερση στο Ανατολικό Βερολίνο (17 Ιουνίου 1953) και τη φυγή χιλιάδων –νεαρών επί το πλείστον– Ανατολικογερμανών στη Δυτική Γερμανία. Η πληθυσμιακή αυτή έξοδος, κυρίως μέσω του Δυτικού Βερολίνου, προσέλαβε σταδιακά μαζικό χαρακτήρα, στερώντας την οικονομία της ΓΛΔ από πολύτιμο εργατικό δυναμικό και απειλώντας το κομμουνιστικό καθεστώς με αποσταθεροποίηση – αν όχι με κατάρρευση. Από τον Σεπτέμβριο του 1949 μέχρι τον Αύγουστο του 1961 κάπου 2,5 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί γύρισαν την πλάτη τους στο «κράτος των εργατών και αγροτών», εντείνοντας τις ανησυχίες των ιθυνόντων του SED. Το Βερολίνο δεν έπαυε να αποτελεί νησίδα ελευθερίας στο εσωτερικό του ανατολικού μπλοκ. Ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης ήταν ένα «αγκάθι στα πλευρά» της Μόσχας, που έπρεπε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατό.

«Πόλη ουδέτερη και αφοπλισμένη, υπό την εγγύηση του ΟΗΕ»

Για τη Σοβιετική Ενωση, που είχε αναλάβει την «προστασία» του καθεστώτος Ούλμπριχτ έναντι των «ιμπεριαλιστών», η κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν. Για οικονομικούς αλλά και για λόγους στρατηγικής και γοήτρου η Μόσχα είχε επενδύσει στην ύπαρξη της ΓΛΔ. Αν και ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ είχε εγκαινιάσει με τη μυστική του ομιλία στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (25 Φεβρουαρίου 1956) την πολιτική της αποσταλινοποίησης, και παρά την επιδίωξή του να βελτιώσει τις σχέσεις της χώρας του με τις Ηνωμένες Πολιτείες (στο πλαίσιο του νέου σοβιετικού δόγματος της «ειρηνικής συνύπαρξης» του σοσιαλιστικού με το καπιταλιστικό στρατόπεδο), η πολιτική που υιοθέτησε στο γερμανικό ζήτημα ήταν συγκρουσιακή.

Σύμφωνα με τον Χρουστσόφ το διοικητικό καθεστώς του Βερολίνου ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» της Δύσης. Σε ομιλία του στη Μόσχα, στις 10 Νοεμβρίου 1958, τόνισε πως οι «ιμπεριαλιστές» είχαν μετατρέψει το Βερολίνο σε μόνιμη πηγή διεθνών εντάσεων, ενώ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ο μιλιταρισμός «σήκωνε πάλι κεφάλι». Συγχρόνως, συνέστησε στις δυτικές δυνάμεις να διευθετήσουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας τις σχέσεις τους με την Ανατολική Γερμανία και να υπογράψουν μαζί της συμφωνία για το καθεστώς της πρώην πρωτεύουσας του Ράιχ. Την ίδια στιγμή ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μόσχα προειδοποιούσε την κυβέρνησή του πως τα μέλη της Συμμαχίας θα έπρεπε να αναμένουν τους επόμενους μήνες μια μείζονα αντιπαράθεση (major showdown) με τη Σοβιετική Ενωση. Οπως έμελλε να αποδειχθεί, δεν είχε καθόλου άδικο.

Η διακοίνωση

Στις 27 Νοεμβρίου 1958 ο Σοβιετικός ηγέτης απέστειλε διακοίνωση στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία, από τις οποίες ζητούσε να ανακηρύξουν το Δυτικό Βερολίνο σε «ελεύθερη πόλη», ουδέτερη και αφοπλισμένη, υπό την εγγύηση των Ηνωμένων Εθνών, και να το εγκαταλείψουν μέσα σε έξι μήνες (αν οι διαπραγματεύσεις για την προτεινόμενη μετατροπή του καθεστώτος του Δυτικού Βερολίνου δεν είχαν αίσιο τέλος), απειλώντας πως σε διαφορετική περίπτωση θα υπέγραφε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τη ΓΛΔ και θα της μεταβίβαζε τη διοίκηση του Ανατολικού Βερολίνου και τον έλεγχο των συγκοινωνιών (και των συμμαχικών) μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και του Δυτικού Βερολίνου. Στην ουσία η Σοβιετική Ενωση πρότεινε την επίλυση του γερμανικού ζητήματος με την αναγνώριση τριών κρατικών οντοτήτων: της ΟΔΓ, της ΓΛΔ και της «ελεύθερης πόλης» του Βερολίνου, μιας «ουδέτερης νησίδας» ανάμεσα στα δύο άλλα γερμανικά κράτη, που αναπόφευκτα θα τελούσε υπό την ομηρία της ΓΛΔ.

Τι επιδίωκε όμως ο Χρουστσόφ με την αποστολή του «τελεσιγράφου»; Η πιθανότερη εξήγηση είναι πως η Σοβιετική Ενωση ήθελε να εξασφαλίσει τη διπλωματική αναβάθμιση της ΓΛΔ, γεγονός που ίσως θα επηρέαζε θετικά τη στάση του ανατολικογερμανικού πληθυσμού έναντι του καθεστώτος Ούλμπριχτ και θα έβαζε «φρένο» στη δυτικογερμανική επιρροή, και να εμποδίσει την εγκατάσταση ατομικών όπλων στη Δυτική Γερμανία.

Εξάλλου, το Δυτικό Βερολίνο δεν έπαυε να αποτελεί νησίδα ελευθερίας στο εσωτερικό του ανατολικού μπλοκ. Ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης ήταν ένα «αγκάθι στα πλευρά» της Μόσχας, που έπρεπε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατό.

Οι Δυτικές δυνάμεις «σηκώνουν το γάντι»

Οι Δυτικοί, όμως, δεν υπέκυψαν στο «τελεσίγραφο» του Χρουστσόφ, από το οποίο προκλήθηκε η δεύτερη κρίση του Βερολίνου, και «σήκωσαν το γάντι», κρίνοντας πως το τίμημα, η απώλεια του Δυτικού Βερολίνου, θα ήταν βαρύτατο· θα συνιστούσε ήττα σε συμβολικό και όχι μόνο επίπεδο. Με το ανακοινωθέν της υπουργικής συνόδου του ΝΑΤΟ στο Παρίσι (16 Δεκεμβρίου 1958) κατέστησαν σαφές προς τη Σοβιετική Ενωση και τη ΓΛΔ ότι δεν θα εγκατέλειπαν το Δυτικό Βερολίνο και πως αυτό θα συνέχιζε να αποτελεί μέρος της στρατιωτικής ζώνης προστασίας του ΝΑΤΟ. Την αντίθεσή της στο σοβιετικό «τελεσίγραφο» εξέφρασε και η κυβέρνηση Αντενάουερ. Το καθεστώς Ούλμπριχτ από την άλλη δεν έφερε επισήμως αντίρρηση· ωστόσο, η υπογραφή ξεχωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Σοβιετική Ενωση (και τα υπόλοιπα κράτη του ανατολικού συνασπισμού) και η μεταβίβαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Μόσχας επί του Βερολίνου (που περιλάμβαναν τον έλεγχο των συγκοινωνιών μεταξύ της ΟΔΓ και του Δυτικού Βερολίνου) στην Ανατολική Γερμανία ήταν η προτιμότερη λύση για το Πολιτικό Γραφείο του SED – και όχι η ανακήρυξη του Δυτικού Βερολίνου σε «ελεύθερη πόλη», διότι θα δυσκόλευε τον επιδιωκόμενο έλεγχό του από τις αρχές της ΓΛΔ.

Με ξεχωριστές διακοινώσεις προς τη Σοβιετική Ενωση (31 Δεκεμβρίου 1958) οι τρεις δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) ξεκαθάρισαν πως δεν ήταν διατεθειμένες να διαπραγματευτούν υπό την απειλή τελεσιγράφου και επιβεβαίωσαν την απόφασή τους να παραμείνουν στο Βερολίνο. Επίσης αρνήθηκαν την υποκατάσταση των σοβιετικών εξουσιών στο Ανατολικό Βερολίνο από τις αρχές της ΓΛΔ -που δεν τις αναγνώριζαν επισήμως- και απέρριψαν τη «δελεαστική» πρόταση της Μόσχας για την ανακήρυξη των δυτικών τομέων σε «ελεύθερη πόλη». Την ίδια περίπου απάντηση έδωσε με διακοίνωσή της προς τη Σοβιετική Ενωση (5 Ιανουαρίου 1959) η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία και απέρριψε το σοβιετικό σχέδιο της 10ης Ιανουαρίου 1959 για τη σύναψη ειρηνευτικής συνθήκης με τα δύο γερμανικά κράτη.

Ενώ κυλούσε ο χρόνος για την εκπνοή του «τελεσιγράφου», κορυφώθηκαν οι διεργασίες για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης και την αποφυγή ενός πολεμικού ενδεχομένου. Ωστόσο η διάσκεψη κορυφής των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων δυνάμεων στη Γενεύη (Μάιος – Αύγουστος 1959) οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, αφού οι δύο πλευρές παρέμειναν αμετακίνητες στις θέσεις τους. Την αρχική πρόθεση των Δυτικών να προβούν σε ορισμένες παραχωρήσεις (π.χ. μείωση των στρατευμάτων τους στο Βερολίνο σε έναν συμβολικό αριθμό και τερματισμό της προπαγάνδας τους έναντι των ουδετέρων χωρών) ακολούθησε η υπαναχώρηση.

Από την άλλη, οι Σοβιετικοί δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν τις απόψεις τους χωρίς να καταφύγουν στα όπλα. Ο καγκελάριος Αντενάουερ, τέλος, είχε κάνει την επιλογή του υπέρ της συνέχισης του ελεύθερου βίου που διήγε το δυτικογερμανικό κράτος υπό την προστασία των ΗΠΑ και της διατήρησης του status quo στην πρώην πρωτεύουσα.

Καλοκαίρι 1961, αναζωπύρωση και κορύφωση

Η κρίση αναζωπυρώθηκε ύστερα από το σοβιετικό υπόμνημα προς τη Δυτική Γερμανία τον Μάρτιο του 1961 και προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Κένεντι στις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους, το οποίο προέβλεπε τη σύγκληση ειρηνευτικής συνδιάσκεψης, τη σύναψη ειρηνευτικής συνθήκης με τις «δύο Γερμανίες» και, πάνω σε αυτή τη βάση, την επίλυση του ζητήματος του Δυτικού Βερολίνου ως «ελεύθερης πόλης». Από τη συνάντηση που είχε ο Χρουστσόφ με τον όχι και τόσο έμπειρο στα διπλωματικά Κένεντι στις 4 Ιουνίου στη Βιέννη δεν προέκυψαν απτά αποτελέσματα. Ο νεοεκλεγείς Αμερικανός πρόεδρος απέρριψε αποφασιστικά την αξίωση του «πονηρού χωριάτη» για τον τερματισμό του συμμαχικού καθεστώτος στο Βερολίνο με την ανακήρυξη, ύστερα από την υπογραφή ειρηνευτικής συνθήκης με τους Γερμανούς, των δυτικών τομέων σε «ελεύθερη και αποστρατιωτικοποιημένη πόλη».

Στη ραδιοφωνική και τηλεοπτική του ομιλία της 25ης Ιουλίου 1961 διακήρυξε τις τρεις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής του (three essentials): α) το δικαίωμα παραμονής των δυτικών δυνάμεων στο Δυτικό Βερολίνο, β) την ελεύθερή τους πρόσβαση στην πρώην γερμανική πρωτεύουσα και γ) την προστασία της ασφάλειας και των δικαιωμάτων των πολιτών του Δυτικού Βερολίνου.

Τελικά, το «τελεσίγραφο» παρήλθε δίχως η Σοβιετική Ενωση να πραγματοποιήσει τις απειλές της. Το καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου παρέμεινε άθικτο – προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτών του. Σε ό,τι αφορούσε το πρόβλημα της πληθυσμιακής αιμορραγίας της ΓΛΔ, αυτό θα αντιμετωπιζόταν με έναν άλλο τρόπο: με την ανέγερση του Τείχους, το οποίο κατά παράδοξο τρόπο θα εξασφάλιζε τη διατήρηση του status quo και θα έβαζε τέλος στη δεύτερη κρίση του Βερολίνου. Από την άλλη μεριά, το κλείσιμο των «συνόρων» συνιστούσε αναμφίβολα ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αφού με ανοικτά σύνορα ήταν αδύνατο να επιβιώσει το καθεστώς Ούλμπριχτ.

* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάσκων – σύμβουλος στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και συνεργάτης του ερευνητικού προγράμματος «Θαλής – Πανεπιστήμιο Μακεδονίας – Η Ελλάδα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο. Διεθνείς σχέσεις και εσωτερικές εξελίξεις».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή