Καλλιόπη Καρβούνη: Eπιστρέφει με ένα λεύκωμα που αποθεώνει τα ελληνικά νιάτα

Καλλιόπη Καρβούνη: Eπιστρέφει με ένα λεύκωμα που αποθεώνει τα ελληνικά νιάτα

6' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Καλλιόπη Καρβούνη δεν κρύβει ότι ανέκαθεν αισθανόταν τα όρια της Ελλάδας να την περιορίζουν: «Από μικρή ένιωθα να πνίγομαι. Είχα ένα βαλιτσάκι δίπλα στην πόρτα κι έλεγα ότι θα φύγω αμέσως μόλις τελειώσω το λύκειο. Το έκανα!». Η καριέρα της δικαίωσε την αποφασιστικότητα του κοριτσιού που ξεκίνησε ως fashioneditor σε έναν από τους πιο σημαντικούς τίτλους περιοδικών του κόσμου, και εξελίχθηκε σε φωτογράφο αναγνωρίσιμη μόνο με το μικρό της όνομα –Calliope. Το πλούσιο αρχείο της θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για αρκετά λευκώματα, ωστόσο η ίδια δεν ενδιαφέρεταιγια ανθολογίες του παρελθόντος. «Όταν θα είμαι γριά ή θα έχω πεθάνει, ας το κάνουν άλλοι για μένα», λέει. «Εγώ τώρα θέλω να υλοποιήσω κάποια οράματά μου, τα οποία πηγάζουν από την ψυχή μου και την αγάπη μου για την Ελλάδα».

Μπροστά μας βρίσκονται τα δύο της λευκώματα, το υπέροχο «Παραδοσιακές Φορεσιές», στο οποίο η Calliope φωτογράφισε Έλληνες με ιστορικές ενδυμασίες από τη συλλογή του Λυκείου των Ελληνίδων, και το ολοκαίνουριο «Children of the Light», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Skira και θα παρουσιαστεί τον Ιανουάριο στο Μουσείο της Ακρόπολης. «Πιστεύω στα νέα παιδιά, είναι η ελπίδα και το μέλλον μας», εξηγεί με πάθος η διεθνής φωτογράφος για «Τα παιδιά του φωτός» που την ενέπνευσαν. Μέσα από το φακό της, με τη δική της μοναδική ματιά μεταφέρει την εικόνα της πατρίδας της -ιδεατή, ρομαντική, ελπιδοφόρα- στις άκρες του πλανήτη. Οι στίχοι της Οδύσσειας του Ομήρου συνδιαλέγονται με κορίτσια και αγόρια της νιότης, σε ένα συμβολικό ταξίδι προς την ενηλικίωση, προς την Ελλάδα του αύριο.

Με βαθιά αγάπη για τη χώρα που γεννήθηκε και τον ελληνικό πολιτισμό, και με το ρομαντισμό του νοσταλγού,η Calliope δημιούργησε, πέρα από ένα υπέροχο λεύκωμα, ένα «δώρο» για τις γενιές που έρχονται, γεμάτο ελπίδα και έμπνευση, υπενθυμίζοντας μία Ελλάδα φωτεινή, ζαλιστικά λαμπερή, πλημμυρισμένη από το φως του Απόλλωνα. Η ομορφιά της νιότης -ανεπιτήδευτη, αληθινή, τρυφερή, αθώα, αυθεντική, φρέσκια– που η Calliope «βλέπει» στους νέους -Έλληνες, κάθε κοινωνικής τάξης- ενώνει, σχεδόν ποιητικά, κάτω από το «φως του ήλιου», το παρελθόν με το μέλλον σε «φωτογραφίες που συμβαίνουν σε έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζεις/αλλά γνωρίζεις, όπως εύστοχα γράφει ο Νικόλας Νιάρχος στον πρόλογο. «Ήθελα ένα διεθνή εκδοτικό οίκο ώστε να προβληθεί η Ελλάδα στο εξωτερικό», εξηγεί η φωτογράφος για την επιλογή του ιταλικού οίκου Skiraστην έκδοση του λευκώματος που έρχεται -σαν φυσική συνέχεια του πρώτου της βιβλίου «Παραδοσιακές Φορεσιές», μία διαδρομή στις παραδόσεις και τις ρίζες του Ελληνισμού- να ατενίσει με ελπίδα το μέλλον. «Ήθελα να υπενθυμίσουμε ποιοι είμαστε, να προβάλουμε την κληρονομιά και την κουλτούρα μας. Σε μια εποχή κρίσης θέλησα να δώσω έναν τόνο αισιοδοξίας και ομορφιάς, φρεσκάδας και ποιότητας. Ελπίζω στα παιδιά του αύριο και γι’ αυτό τους αφιερώνω αυτό το βιβλίο», εξηγεί. Η διαδρομή διήρκεσε δύο χρόνια, πιστή σε ένα αρχικό όραμα που βγήκε αβίαστα, πηγαία, μέσα από μνήμες και αναφορές ελληνικές.

Μετά το λεύκωμα, η κουβέντα περνάει στο άλλο επαγγελματικό εγχείρημά της, το μαγικό της βασίλειο στην καρδιά του Κολωνακίου, την boutique «The World of Queen Calliope». Πώς αποφάσισε να μπει στην περιπέτεια μιας εμπορικής επιχείρησης;

«Παρά την κρίση, γυρίσαμε με τον άντρα μου από τη Νέα Υόρκη για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας ως Έλληνες. Ωστόσο, η εδώ πραγματικότητα δεν επιτρέπει σε κάποιον σαν εμένα να εκφραστεί καλλιτεχνικά και να καλύπτεται συνάμα οικονομικά. Στη ζωή μου έχω μάθει να είμαι ανεξάρτητη από μικρή, οπότε αποφάσισα να εκφράσω από διαφορετική σκοπιά την αγάπη μου για τη μόδα, την οποία μέχρι τότε αναδείκνυα ως φωτογράφος», εξηγεί. Η επιλογή της επωνυμίας ήταν κάτι σαν παιχνίδι: «Μικρή, παίζοντας με τα ξαδέρφια μου, έλεγα “Είμαι βασίλισσα”, γιατί έτσι αισθανόμουν. Το βρήκα διασκεδαστικό να κάνω φίρμα το “Βασίλισσα Καλλιόπη”. Μετά ζωγράφισα σε μια ακουαρέλα το logo, βάζοντας και το μάτι στη μέση- γιατί από μάτι άλλο τίποτα! Εμπνέομαι από την αγαπημένη μου Ινδία και από τάσεις όπως το έθνικ και το boho, ενώ πολλά από τα ρούχα και τα αξεσουάρ που διαθέτω φτιάχνονται εδώ.Παρόλο που τέτοιου είδους μαγαζιά κάνουν θραύση στο Σεν Τροπέ, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, το κοινό εδώ δεν είναι εξίσου ζεστό. Λίγες Ελληνίδες τολμούννα είναι διαφορετικές, προτιμούν τα μεγάλα brands, νομίζω επειδή έτσι αισθάνονται πιο ασφαλείς». Η αναγνωρισιμότητα που έχει κατακτήσει χάρη στην καριέρα της στη φωτογραφία, παραδέχεται ότι την έχει βοηθήσει στο νέο της εγχείρημα: «Ακόμα και από την επαρχία έρχονται γυναίκες με πολλή αγάπη και θαυμασμό, για να με γνωρίσουν και να ψωνίσουν. Είναι κάτι που με συγκινεί και το εκτιμώ αφάνταστα».

Ξεκινήσαμε να μιλάμε για δουλειές, όμως ο βασικός άξονας στη ζωή της είναι άλλος – οι πεντάχρονες κόρες της. «Το να είσαι γονιός είναι μαγεία, δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο. Βέβαια, το να έχεις δίδυμα κοριτσάκια και να είσαι εργαζόμενη γυναίκα δεν είναι αστείο! Τα παιδιά απαιτούν χρόνο και ενέργεια. Προσπαθώ να τα ισορροπώ όλα, έχω και τη βοήθεια της μητέρας μου-που είναι αγία! Εγώ είμαι εδώ για να τις στηρίζω όσο χρειαστούν. Μετά, όπως τα πουλιά, πρέπει να πετάξουν. Ο σύζυγός μου είναι καταπληκτικός, έχει τεράστια υπομονή με τα παιδιά, σε αντίθεση με μένα. Τον θαυμάζω και γι’ αυτό, εκτός όλων των άλλων».

Σε πείσμα όσων έχουν σταθεί κατά καιρούς στη διαφορά ηλικίας τους, εκείνη δεν αισθάνθηκε ποτέ άβολα: «Μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος θα σκεφτούμε την ηλικία; Με τον άντρα μου είμαστε δυο νεανικές ψυχές, που πιστεύουν σε μια εσωτερική οντότητα. Θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο μεγάλος, πολύ πιο μικρός, τι σημασία έχει; Δεν έχουμε ανασφάλειες, ούτε είμαστε κτητικοί». Η δική της επιθυμία να ανοίξει φτερά αμέσως μόλις ενηλικιώθηκε την είχε οδηγήσει από τη γενέτειρά της, την Αθήνα, στην Ιταλία: «Πήγα στο Μιλάνο κι έτυχε να γνωρίσω τη διευθύντρια της ιταλικής Vogue, η οποία μου πρότεινε αμέσως θέση fashion editor. Δούλευα πολύ σκληρά, όμως “ανέπνεα” κάτι σπουδαίο, κάτι μοναδικό, που δεν μπορούσα να αφήσω ανεκμετάλλευτο, κι ας μου φαινόταν το Μιλάνο άσχημο και αφιλόξενο. Εμείς οι Αιγόκεροι είμαστε careerpeople. Κάποια στιγμή είπα πως ήθελα να φωτογραφίζω, μου έδωσαν την ευκαιρία, κι η μια δουλειά έφερε την άλλη. Επόμενο βήμα ήταν η Νέα Υόρκη. Γενικά, χάρηκα την καριέρα μου, ταξίδεψα στον κόσμο, γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, δούλεψα με τέλεια μοντέλα, έκανα πράγματα υψηλής ποιότητας, και αισθάνομαι τυχερή γι’ αυτό. Τίποτα δεν μου χαρίστηκε. Τώρα είναι η εποχή της ωριμότητας, που θα κάνω άλλα πράγματα – θα μεγαλώσω τα παιδιά μου, θα είμαι πιο κοντά στους γονείς μου, θα κάνω βιβλία, εκθέσεις… ίσως κάποια στιγμή ασχοληθώ και με την πολιτική, για να προσφέρω στην πατρίδα μου».

Το ενδιαφέρον που εκφράζει για τα κοινά με εκπλήσσει και ρωτάω τη γνώμη της για το πολιτικό τοπίο της χώρας. «Ποτέ δεν μου φαινόταν καλό, θα μου φανεί σήμερα;» απαντάει αφοπλιστικά. «Η κρίση, όμως, μας δίνει μια τεράστια ευκαιρία για αναγέννηση. Φτάνει πια με τη βλακεία, την κοντοφθαλμία και την απληστία.Πρέπει να σκεφτόμαστε το γενικό καλό, γιατί το γενικό καλό είναι και δικό μας καλό». Μιλάει για το μέλλον των παιδιών της και αναφέρεται στις αρχές που θέλει να τους μεταδώσει: «Συμπόνια – βασικότατο. Σεβασμό για τους άλλους, ταπεινοφροσύνη, αυτοπεποίθηση, αγάπη για τις τέχνες… Καθαρή ψυχή!». Στο παρελθόν έχει αναφερθεί στις προσπάθειες που κατέβαλε προκειμένου να γίνει μητέρα με εξωσωματική , όπως και για τη δοκιμασία που πέρασε πριν από έναν περίπου χρόνο με την υγεία της. Τη ρωτάω για το τελευταίο διστακτικά, και με ξαφνιάζει. «Μαστεκτομή, διπλή», λέει χωρίς περιστροφές. «Συμβαίνει σε πολλές γυναίκες, κι εγώ το πήρα με ελαφριά καρδιά. Είπα “μας έτυχε, το αντιμετωπίζουμε, και τελείωσε. Δεν θα φοβηθώ, δεν θα γκρινιάξω, δεν θα το παίξω θύμα. Δόξα τω Θεώ, πέρασε κι αυτό. Κοιτάμε μπροστά. Έχω περάσει τόσα στη ζωή μου, που έχω γίνει πάρα πολύ δυνατή. Καμιά φορά μόνο μελαγχολώ, γιατί μου λείπει η Νέα Υόρκη, τα σπουδαία ερεθίσματα που είχα στη δουλειά και στην τέχνη, οπότε κάνω ταξίδια για να φορτίζω μπαταρίες. Το έχω ανάγκη. Η Ελλάδα είναι μικρή, ίσως γι’ αυτό ο ένας τρώγεται με τον άλλο. Οι φίλοι που πραγματικά με αγαπάνε νομίζω ότι είναι στο εξωτερικό. Εδώ έχω πολλούς γνωστούς, αλλά δεν ξέρω τελικά αν έχω πολλούς φίλους, ούτε αισθάνομαι την άνεση που έχω έξω από την Ελλάδα, αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή