Συμβιβασμός με την πραγματικότητα

Συμβιβασμός με την πραγματικότητα

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αναζωπύρωση της έντασης στην Ουκρανία επαναφέρει τα σενάρια εμπλοκής της Ρωσίας σε μία ευρύτερη σύρραξη με την άμεση ή έμμεση συμμετοχή και της Δύσης. Αναμφίβολα, δεινότερη όλων κρίνεται η θέση του Κιέβου.

Αυτή τη στιγμή το Πρωτόκολλο του Μινσκ βρίσκεται στον αέρα, καθότι δεν έχουν τηρηθεί οι σχετικές δεσμεύσεις, ενώ προ εβδομάδος καταγγέλθηκε από τους αυτονομιστές, οι οποίοι εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις. Αλλωστε, η αρχική συμφωνία εξυπηρετούσε αποκλειστικά την εξαγορά χρόνου ώστε το κάθε μέρος να αποτιμούσε την κατάσταση: η μεν Ουκρανία τις συνέπειες παράλυσης του ανατολικού κομματιού της χώρας, η δε Ρωσία τον βαθμό δέσμευσης της Δύσης και τα όρια διατήρησης αδιαίρετης στάσης έναντί της. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, αποτέλεσε και χρυσή ευκαιρία ανασύνταξης και επανεξοπλισμού.

Παράλληλα, οι δύο πλευρές δεν έχουν μετατοπιστεί από τις αρχικές τους θέσεις παρά μόνο προβαίνουν σε τακτικούς ελιγμούς κυρίως για να μεταθέσουν τις ευθύνες αποτυχίας σεβασμού της εκεχειρίας. Οσο, πάντως, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γύρω από το καθεστώς της Ανατολικής Ουκρανίας, ένα συνειδητό ατύχημα ή μία αστοχία, σε συνθήκες έντονης πόλωσης, μπορεί να οδηγήσουν τις εξελίξεις σε ανεξέλεγκτη αποσταθεροποίηση.

Η ουκρανική κυβέρνηση φλέρταρε -μέχρι πρόσφατα- με την ιδέα μαζικής ανακατάληψης του συνόλου των περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές. Ο Ποροσένκο, που δείχνει μεν σχετική μετριοπάθεια, ωστόσο γίνεται αποδέκτης συνεχών πιέσεων για οριστική επούλωση της εγχώριας «πληγής», αντιλαμβάνεται ότι σε περίπτωση μη ανάληψης δράσης, το τωρινό στάτους (παγωμένης διένεξης) θα εδραιωθεί υπέρ των ρωσόφιλων, ιδίως στον απόηχο των νέων επιθέσεών τους στη Μαριούπολη. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα κληθεί στο μέλλον να διαπραγματευθεί από θέση αδυναμίας και έναντι μιας δυνάμει (έστω και υβριδικής) κρατικής υπόστασης. Αυτό θα σημάνει το τέλος της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του Κιέβου, όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ενώ θα αποτελέσει το δεύτερο και μεγαλύτερο πλήγμα μετά την απώλεια της Κριμαίας. Οι εν λόγω περιοχές συμβάλλουν καθοριστικά στο ουκρανικό ΑΕΠ και διατηρούν σημαντικό κομμάτι της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, την οποία έχει ανάγκη για να εξέλθει των οικονομικών της αδιεξόδων.

Αν πάλι επιλεγεί ο δρόμος της ένοπλης σύγκρουσης, πέρα από το αβέβαιο αποτέλεσμα (δεδομένης της ρωσικής εμπλοκής και υποστήριξης), το Κίεβο θα βρεθεί απέναντι σε έναν εχθρικό ανατολικό περίγυρο, ενώ ο αντίκτυπος στην οικονομία θα είναι καταστροφικός. Η Μόσχα σε απάντηση, αν δεν εισβάλει για να προστατέψει τα δικαιώματα του ρωσόφωνου πληθυσμού και τα συμφέροντά της, θα χρησιμοποιήσει όλους τους μοχλούς πίεσης που απορρέουν από τον καίριο ρόλο της στο οικονομικό γίγνεσθαι -ενέργεια, εμπόριο, επενδύσεις- προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τη γειτονική χώρα. Η Ουκρανία κινδυνεύει, ακόμη και αν επικρατήσει στρατιωτικά (ιδιαίτερα αμφίβολο), να φαλκιδεύσει επί μακρόν τις προοπτικές ανάκαμψης και σταθεροποίησής της. Οι δυτικοί της εταίροι, ακόμη και στο αναιμικό ενδεχόμενο να θελήσουν να αναλάβουν το τεράστιο κόστος στήριξης της Ουκρανίας, δεν μπορούν στο προβλεπτό μέλλον να υποκαταστήσουν τη δεσπόζουσα θέση της Ρωσίας. Ενώ και το βάθος των μεταρρυθμίσεων που θα απαιτηθεί για την εκταμίευση χρημάτων θα προκαλέσει τριγμούς στο κοινωνικό οικοδόμημα ενός κράτους με δομές σοβιετικού τύπου.

Η σταδιακή εξομάλυνση θα επέλθει μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι τα όποια πρόσκαιρα οφέλη (π.χ. δαιμονοποίηση Μόσχας ή εδαφική επέκταση αυτονομιστών) εξουδετερώνονται από την αδυναμία εξεύρεσης οριστικής λύσης με επακόλουθο, προϊόντος του χρόνου, να πολλαπλασιάζεται η ζημιά, ακόμη και αν προσωρινά υπάρχει η αίσθηση ότι αυτή είναι διαχειρίσιμη ή πως η αμοιβαιότητά της θα εξαναγκάσει την άλλη πλευρά να οπισθοχωρήσει πρώτη. Στην παρούσα φάση πρέπει να αποφασιστεί μία βιώσιμη κατάπαυση του πυρός ώστε να δοθεί η δυνατότητα αναζήτησης μιας συμφωνίας παράλληλων υποχωρήσεων με μονιμότερα χαρακτηριστικά, στη βάση των αδήριτων πραγματικοτήτων αλλά και της ακεραιότητας της σημερινής Ουκρανίας. Παρότι μονόδρομος, αυτό το σενάριο απομακρύνεται αισθητά, εξαιτίας του συνεχώς διευρυνόμενου ψυχολογικού χάσματος μεταξύ των εμπλεκομένων.

Η δε πολιτικοοικονομική περιθωριοποίηση της Ρωσίας αντί να την μετριάσει την έχει «πεισμώσει», καθιστώντας την περισσότερο απρόβλεπτη. Στριμωγμένη καθώς είναι βλέπει ξένο δάκτυλο στη συνεχιζόμενη κλιμάκωση και επιχειρεί να μεγιστοποιήσει το κόστος για τα έτερα μέρη, ενώ κρίνει ότι τυχόν υπαναχώρησή της χωρίς πρακτικό αντίκρισμα θα αναδείξει την ανικανότητά της να προασπιστεί τα συμφέροντά της στον μετασοβιετικό χώρο. Εφόσον, λοιπόν, οι κυρώσεις αποδεικνύονται μεν αποδοτικές αλλά ανεπαρκείς ως εργαλείο αλλαγής στάσης, χρειάζεται μία συνδυαστική (και ενιαία) πολιτική κινήτρων και αντίμετρων προκειμένου να προσφερθεί στη Μόσχα διέξοδος μέσω ενός «έντιμου συμβιβασμού». Ειδάλλως, το μέλλον προμηνύεται ζοφερό.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή