Το σημείο ισορροπίας

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Οι εκλογές της Κυριακής αποτελούν ένα κομβικό σημείο με καθοριστική σημασία για το μέλλον της χώρας. Τα δύο αδυσώπητα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα εξής: Πρώτον, ποιο θα είναι το «σημείο ισορροπίας», το σημείο δηλαδή στο οποίο θα σταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση για τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, πώς θα φθάσουμε ώς εκεί.

Θεωρώ πως βρισκόμαστε μπροστά σε δύο εναλλακτικά σημεία ισορροπίας. Το πρώτο είναι η πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Το δεύτερο είναι η σύγκρουση με την Ε.Ε. και η έξοδος από το ευρώ, αφού χωρίς συμφωνία παύει η οικονομική στήριξη της χώρας και των τραπεζών και δίχως πρόσβαση στις αγορές οδηγούμαστε στην άτακτη χρεοκοπία και στην ανάγκη εκτύπωσης νομίσματος για να «πληρωθούν» μισθοί και συντάξεις. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση για το γιατί η εξέλιξη αυτή θα είναι καταστροφική για τη χώρα. Αλλο σημείο ισορροπίας πέρα από τα δύο αυτά δεν βλέπω.

Το πρώτο σημείο ισορροπίας θα προκύψει μέσα από κάποιου είδους αναδιαπραγμάτευση που θα καταλήξει, αν όλα πάνε καλά, σε κάποια επιμήκυνση του ελληνικού χρέους και μείωση των επιτοκίων. Αν, μάλιστα, τα πράγματα πάνε εξαιρετικά καλά, τότε είναι πιθανό να μειωθεί και το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος που πρέπει να παράγει η χώρα. Μια τέτοια συμφωνία, όμως, δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να μην συμπεριλαμβάνει και σειρά δεσμεύσεων σε σχέση με την εφαρμοστέα οικονομική πολιτική ως προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ., ένα νέο μνημόνιο δηλαδή. Ελαφρύνσεις και διευκολύνσεις δεν γίνονται ποτέ δίχως αντίστοιχες υποχρεώσεις. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας θα παραμείνουν σφιχτά, καθώς η ζημιά που προκάλεσαν ήδη οι εκλογές στην οικονομία είναι μεγάλη, ενδεχομένως και τεράστια: άνω των 5 δισ. φυγή καταθέσεων, κατάρρευση της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, πάγωμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, τα πράγματα, αν καταλήξουμε εκεί, δεν θα αλλάξουν ριζικά και δεν πρόκειται να υπάρξει «αριστερή οικονομική πολιτική». Αυτό που μπορεί να υπάρξει θα είναι μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική με περισσότερη πρόνοια για τους χτυπημένους της κρίσης.

Αυτό το σημείο ισορροπίας αποτελεί εν δυνάμει θετική εξέλιξη. Θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετική εξέλιξη αν ο πρωθυπουργός φανεί έξυπνος, δεχθεί όλα όσα του προσφερθούν (αν του προσφερθούν), εφαρμόσει το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καλύτερα απ’ ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ασχοληθεί σοβαρά με το πρόβλημα της διαπλοκής, καρπωθεί το ουσιαστικό έργο των προηγούμενων ετών (την τεράστια, δηλαδή, δημοσιονομική προσαρμογή) και εκμεταλλευθεί το φθηνό ευρώ, το φθηνό πετρέλαιο και τις νέες οικονομικές πολιτικές της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έρχονται. Αν θέλετε τη γνώμη μου, πάντως, δεν πιστεύω πως θα φανεί τόσο έξυπνος. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ και θα αποφύγουμε τα χειρότερα. Θα γίνουν κάποιες θετικές αλλαγές, αλλά θα πάμε πίσω σε πολλά άλλα ζητήματα μικρής άμεσης οικονομικής σημασίας αλλά μεγάλης μελλοντικής βαρύτητας, όπως π.χ. η Παιδεία. Θα συμβεί, δηλαδή, κάτι αντίστοιχο με αυτό που έγινε με το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, όταν ορισμένες θετικές και απαραίτητες αλλαγές και η απομάκρυνση από τις αρχικές ακραίες θέσεις (έξω από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ) συνδυάστηκαν με τη μακροπρόθεσμη ναρκοθέτηση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας μέσω του λαϊκισμού και του δανεισμού. Ακόμη, όμως, και μια τέτοια εξέλιξη είναι προτιμότερη από την καταστροφή της άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ.

Πώς, όμως, φθάνουμε σ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Οι χειρισμοί είναι λεπτοί και απαιτούν προσεκτικό συνδυασμό κατάλληλων διαπραγματευτικών τακτικών και γνώση του περιβάλλοντος. Εχω την εντύπωση, για να το πω λεπτά, πως και τα δύο αποτελούν στοιχεία εν ανεπαρκεία στη νέα κυβέρνηση. Και δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς πως οι γκάφες και οι μπλόφες της ελληνικής πλευράς εύκολα μπορεί να μετατραπούν σε όπλα στα χέρια των ακραίων Βορείων που επιθυμούν να καταστήσουν την Ελλάδα παράδειγμα προς αποφυγή. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο μετά τη διαπίστωση πως ο χρόνος είναι απίστευτα συμπυκνωμένος. Την περασμένη Κυριακή έγραφα πως θα ζήσουμε ένα περίεργο μείγμα 1981 και 2009. Για πολλούς, η εντύπωση της πρώτης εβδομάδας προσεγγίζει περισσότερο το 1981, με τα διάφορα συμβολικά μέτρα, τις φιλόδοξες δηλώσεις των νέων υπουργών και τη γενικότερη αίσθηση πως ξεκινά κάτι άγνωστο μεν, αλλά καινούργιο και φρέσκο. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει πως ξαναζούμε συγχρόνως και το 2009. Αν από την αφέλεια του Οκτωβρίου του 2009 (με την πράσινη ανάπτυξη, τα υβριδικά αυτοκίνητα κ.λπ.) ώς την προσγείωση του Καστελλόριζου πέρασαν εφτά ολόκληροι μήνες, η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να αποφασίσει αν θα βιώσει το δικό του Καστελλόριζο, θα έρθει πολύ σύντομα, κατά πάσα πιθανότητα γύρω στα τέλη του Φεβρουαρίου, με την κρίσιμη συνάντηση του Eurogroup. Τότε θα μάθουμε ποιο θα είναι το σημείο ισορροπίας και τι ακριβώς μας επιφυλάσσει το μέλλον.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή