Εμείς και η Ευρώπη

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Ισως το πιο περίεργο πράγμα για εμένα από όσα θαυμαστά και «ιστορικά» συμβαίνουν γύρω μας αυτό τον καιρό, είναι το γεγονός ότι πολλοί είναι αυτοί ανάμεσά μας που νιώθουν χαρά και υπερηφάνεια, επειδή «η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος». Επειδή, όπως το θέτουν χαρακτηριστικά, «επιτέλους μιλούν για εμάς».

Το συναίσθημα αυτό είναι κατανοητό, αφού η ψυχολογική πίεση τόσων ετών πρέπει να εκτονωθεί. Είναι όμως και εντελώς άσχετο με την πραγματικότητα, διότι βασίζεται σε μια περίπλοκη πλάνη, που οι ρίζες της φθάνουν πολύ βαθιά. Θυμίζει κάπως αυτό το συναίσθημα τη «χαρά του τζιχαντιστή», που συνδυάζει την ευφορία της αποφασιστικής δράσης με την προσμονή των ηδονών που υπόσχεται ο Αλλάχ στην αιώνια ζωή. Με τη βασική διαφορά, βέβαια, ότι ο τζιχαντιστής που ανατινάζεται ξέρει από την αρχή ότι η δράση του θα καταλήξει στον θάνατό του, ενώ οι περισσότεροι από τους δικούς μας που περπατούν με το κεφάλι ψηλά αυτές τις μέρες, ούτε υποψιάζονται ποιο μπορεί να είναι το τέλος του παιχνιδιού.

Η ικανοποίηση όλων αυτών των ανθρώπων συνδέεται –αν όχι στα μάτια τα δικά τους, οπωσδήποτε στα μάτια των εταίρων μας– με τα χαρακτηριστικά της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση για να «διαπραγματευθεί» με τους Ευρωπαίους. Χρησιμοποίησα τα εισαγωγικά προηγουμένως, διότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για διαπραγμάτευση, αλλά για μια εξυπνακίστικη προσπάθεια ανατροπής των κανόνων, προσπάθεια η οποία βασίζεται σε σαθρά επιχειρήματα.

Διαπραγμάτευση έντιμη από τη μεριά μας θα ήταν αν η ελληνική κυβέρνηση παρουσίαζε ευθέως στην άλλη πλευρά την επιθυμία της να απαλλαγεί από συγκεκριμένες υποχρεώσεις ήδη συμφωνημένες με την προηγούμενη κυβέρνηση, προσφέροντας συγχρόνως ανταλλάγματα (με τη μορφή δράσεων, προγραμμάτων, μεταρρυθμίσεων) που θα ενίσχυαν την κοινή προσπάθεια για τη σωτηρία της Ελλάδας. Μια τέτοια συνετή και ρεαλιστική προσέγγιση, πιστεύω ότι οι εταίροι μας θα τη συζητούσαν, εφόσον ήταν επεξεργασμένη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, που θα προσέδιδε αξιοπιστία στις καλές προθέσεις της ελληνικής πλευράς, οι Ευρωπαίοι θα αξιολογούσαν θετικά για τα συμφέροντά μας την πρόσφατη ετυμηγορία της κάλπης. Αντιθέτως, τώρα βλέπουν μια κυβέρνηση που εκπροσωπεί το 42% του 65% του εκλογικού σώματος της Ελλάδας (που με τη σειρά του δεν είναι παρά το 1,9% του ευρωπαϊκού πληθυσμού) να προσπαθεί, με θράσος και έπαρση, να πείσει την Ευρώπη ότι η επανάσταση στην Ε.Ε. είναι προς το συμφέρον της.

Επικαλείται η κυβέρνηση, λ.χ., το δικαίωμα της χώρας στην ισοτιμία και την αλληλεγγύη εντός της Ε.Ε., ξεχνώντας τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται αυτό. Καταγγέλλει «εκβιασμό» εις βάρος της, ενώ αν δεν κάνω λάθος, μάλλον εμείς είμαστε εκείνοι που επιχειρούμε απελπισμένα τον εκβιασμό εις βάρος της άλλης πλευράς, αφού εμείς πάμε να ασκήσουμε πίεση με μέσα και μεθόδους εκτός των κανόνων του παιχνιδιού – οι άλλοι δεν έχουν ξεφύγει καθόλου από αυτούς.

Ολα αυτά δείχνουν ότι, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Ευρώπη, η βασική διαφορά μεταξύ των τωρινών και των προηγούμενων είναι μία: οι προηγούμενοι ήταν οι κακοί μαθητές που πήγαιναν στον δάσκαλο, του κλαίγονταν, τον παρακαλούσαν, τραβούσαν και κανένα επιδέξιο γλειψιματάκι και έτσι επιβίωναν. Οι τωρινοί είναι οι απαράδεκτοι μαθητές, που πάνε στον δάσκαλο και ευθέως απαιτούν από αυτόν να τους δώσει προαγωγικό βαθμό, με μόνο επιχείρημα το θράσος και τη γοητεία τους. Τους καταλαβαίνω, γιατί έτσι λειτουργούσαν (και εξακολουθούν να λειτουργούν) τα πανεπιστήμια μέσα στα οποία ξεκίνησαν την πολιτική καριέρα τους, αλλά η ιδέα ότι η Ε.Ε. μπορεί να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είναι επικίνδυνα ανόητη.

Το χειρότερο, λοιπόν, που θα μπορούσε να συμβεί, αν εξακολουθήσει να κλιμακώνεται η ένταση στις σχέσεις μας με την Ευρώπη και μάλιστα εφόσον η ένταση συμβαδίζει με το λαϊκό αίσθημα, είναι ότι θα τεθεί μοιραία κάποια στιγμή το ζήτημα στην ουσία του, δηλαδή στην πολιτισμική του διάσταση: τη σύγκρουση του ελληνικού καταφερτζίδικου βολονταρισμού με τον ευρωπαϊκό πραγματισμό. Τότε θα τεθεί το ερώτημα τι είδους ευρωπαϊκή χώρα είμαστε, επιτέλους, όταν η πολιτική που μας κάνει να νιώθουμε περηφάνια συνοψίζεται με τη φράση «σας συμφέρει, Ευρωπαίοι, να μας ζείτε και να πληρώνετε τα χρέη μας» – και η απάντηση που θα δοθεί ούτε μας συμφέρει ούτε μας αρέσει…

Κατρούγκαλοι και Καραγκούνηδες

Μέσα στα τόσα συνταρακτικά που συμβαίνουν, ίσως δεν προσέξατε τον νέο εκπρόσωπο τύπου της Ν.Δ., Κώστα Καραγκούνη. Καλή επιλογή, αφού προφανώς είναι εύστροφος άνθρωπος και, όσο να ’ναι, θες έναν Καραγκούνη για να αντισταθμίσεις έναν Κατρούγκαλο από την άλλη πλευρά. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια, ας τα πούμε «προβληματάκια». Κατ’ αρχάς, το αγριωπό βλέμμα: το βλέμμα που σου κόβει τα ήπατα, κατά το λεγόμενο. Εντάξει, αυτό δεν αλλάζει, ας το πάρουμε ως δεδομένο. Ούτε και έχει νόημα να το κρίνουμε, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πέρασε στη ζωή του ο άνθρωπος. Η όψη του, όμως, μπορεί να συμμαζευτεί κάπως με λίγο στάιλινγκ. Δεν είναι δυνατόν, λ.χ., να βγαίνει με την κοντή ψαλιδισμένη φράντζα του χτενισμένη προς τα κάτω, λες και είναι δεκάχρονο της δεκαετίας του 1970 σε χωριό (κεφαλοχώρι, έστω…) της Αιτωλίας.

Από μια άλλη πλευρά, βέβαια, την καλλιτεχνική, το χτένισμα ταιριάζει απόλυτα με το βλέμμα και του δίνει τύπο και χαρακτήρα. Προσωπικώς, λ.χ., μου θυμίζει αγριεμένο νεαρό θεολόγο. (Ηταν ένας ειδικός τύπος εκπαιδευτικού αυτός, στα δικά μου σχολικά χρόνια, την εποχή που ήκμαζαν οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις.) Αμφιβάλλω, όμως, αν ο συγκεκριμένος τύπος, όσο τέλεια και αν τον ενσαρκώνει ο Καραγκούνης, είναι ο κατάλληλος για να προσελκύσει κάποιο ενδιαφέρον στις θέσεις της Ν.Δ…

Β΄ υπαρχηγός

Χαράς Ευαγγέλια στους λάτρεις των αναπαλαιώσεων! Εκτός από Α΄ υπαρχηγό, το κόμμα των Νεοκαραμανλικών απέκτησε και Β΄ υπαρχηγό. Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης ανακοίνωσε ότι αν ο Κώστας Καραμανλής ή η Ντόρα Μπακογιάννη δεν θα έχουν υποψηφιότητα για την ηγεσία της Ν.Δ., θα τη διεκδικήσει ξανά ο ίδιος. Θα αναρωτηθείτε και δικαίως: «Και ποιος είναι αυτός ο Ψωμιάδης;». Μεγάλη ιστορία, πού να σας εξηγώ τώρα…

Για όσους δίνουν σημασία

Πρώτα ήταν η Μαρίν Λεπέν που εκδήλωσε τη χαρά της για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) στις εκλογές. Επειτα, αν το προσέξατε, ήλθε η πρώτη ανακοίνωση που εξέδωσε ποτέ η Χρυσή Αυγή, στην οποία επαινεί (συγκρατημένα, βέβαια) μια ελληνική κυβέρνηση. Ακολούθησε το «θαύμα» της μεταστροφής του Γιώργου Καρατζαφέρη υπέρ της κυβέρνησης Τσίπρα, την οποία εκθειάζει καθημερινά από τον σταθμό του σε βαθμό γελοιότητας. (Π.χ., έχει εξελιχθεί σε αληθινή «Βαρουφίτσα», παρομοιάζοντας τον Γ. Βαρουφάκη με τον Πέτρο Κωστόπουλο και άλλα τέτοια φαιδρά…) Τέλος, μόλις προ τριών ημερών, είχαμε τον Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιο, τον πλέον απροκάλυπτα ακροδεξιό μητροπολίτη, να υμνεί με επιστολή του την κυβέρνηση Τσίπρα. Τι να περιμένουμε στη συνέχεια, ούτε που τολμώ να το φαντασθώ. Να είναι άραγε ο Σεραφείμ Πειραιώς;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή