Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος

Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας από τις εκλογές και όμως έχει κανείς την αίσθηση πως έχει περάσει ένα εξάμηνο. Ο χρόνος είναι απίστευτα συμπυκνωμένος. Το ζητούμενο είναι να καλυφθεί μέσα σε ένα μήνα η ψυχολογική και ουσιαστική απόσταση που κάλυψε μέσα σε οκτώ η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 2009-10, έτσι ώστε οι προθέσεις να εναρμονιστούν με τις πραγματικές δυνατότητες. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακόμη ποια θα είναι ακριβώς η μορφή αυτής της εναρμόνισης, μπορούμε όμως να κρίνουμε το στίγμα που έχει δώσει η κυβέρνηση στο μικρό μεν αυτό αλλά πυκνό διάστημα. Διακρίνω τρία πρόσωπα: ένα καλό, ένα κακό και ένα άσχημο. Το καθένα από αυτά μπορεί να αναλυθεί σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία.

Το πρώτο, και σημαντικότερο ίσως κατά τη γνώμη μου στοιχείο του καλού προσώπου της κυβέρνησης, είναι η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Προφανώς ούτε όλα τα πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ είναι νέα, ούτε όλα τα νέα πρόσωπά του είναι καλά (κάθε άλλο: πολλά μυαλά είναι σκουριασμένα, ανεξαρτήτως ηλικίας). Η ουσία όμως είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε φορέας μιας απαραίτητης ανανέωσης. Αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία είναι σαφές πως γίνεται αντιληπτή ως εκπρόσωπος του παλιού. Και όταν το παλιό τίθεται αντιμέτωπο με το νέο, δεν έχει και ιδιαίτερες ελπίδες επιτυχίας.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά συγκεκριμένες ενέργειες και εξαγγελίες (πολιτικός όρκος, ιθαγένεια κ.λπ.) που ήταν ώριμες, αλλά για διάφορους λόγους δεν είχαν προχωρήσει.

Το τρίτο, τέλος, στοιχείο είναι η συμβολή στη δημιουργία μιας θετικής αίσθησης και ενός κλίματος αισιοδοξίας· και η ψυχολογία έχει μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση ενός θετικού κοινωνικού και οικονομικού κλίματος. Το πρόβλημα βέβαια είναι το πώς οικοδομείται ένα τέτοιο συναίσθημα, αφού αν οι βάσεις του είναι σαθρές, τότε η απογοήτευση που αναπόφευκτα ακολουθεί ενισχύει τον κυνισμό.

Το πώς οικοδομείται αυτό το συναίσθημα παραπέμπει στο πρώτο στοιχείο του κακού προσώπου της σημερινής κυβέρνησης: έχτισε την επιτυχία της σε μεγάλο βαθμό πάνω σε ανακρίβειες και καλλιέργησε ψευδαισθήσεις με αποτέλεσμα να έχει αυτοπαγιδευτεί και να ταλαντεύεται ανάμεσα στην καταστροφή και σ’ ένα συμβιβασμό που επιχειρεί απεγνωσμένα να μεταμφιέσει. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα αναγκαστεί να διαχειριστεί τις συνέπειες της επιλογής αυτής, πράγμα καθόλου εύκολο. Από την άλλη, βέβαια, η επίτευξη ενός συμβιβασμού θα έχει και μια ευρύτερη παιδευτική λειτουργία, σε μια κοινωνία που δοξάζει τη συνέπεια και αντιμετωπίζει τον συμβιβασμό ως αδυναμία. Το δεύτερο στοιχείο αφορά την παντελή έλλειψη σχεδίου, τον ερασιτεχνισμό και τον επαρχιωτισμό με τον οποίο κινήθηκε η κυβέρνηση στο εξωτερικό, πράγμα που κατέγραψε το σύνολο σχεδόν των διεθνών ΜΜΕ. Το τρίτο, τέλος, στοιχείο σχετίζεται με μια σειρά κακών έως και τραγικών εξαγγελιών που προάγουν οικονομικά αντιαναπτυξιακές και κοινωνικά ισοπεδωτικές αντιλήψεις, με αναμφίβολο αποκορύφωμα τον χαρακτηρισμό από τον υπουργό Παιδείας της αριστείας ως ρετσινιάς.

Στην κορυφή των χαρακτηριστικών που συνθέτουν το άσχημο πρόσωπο της κυβέρνησης θα έθετα τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, ένα κόμμα που εκπροσωπεί ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα την τελευταία πενταετία, αν εξαιρέσει κανείς τη Χρυσή Αυγή. Το γεγονός μάλιστα πως η συμμαχία αυτή έγινε με τρόπο σχεδόν άμεσο και αυτόματο, προδίδει την ύπαρξη μιας ουσιαστικής συγγένειας ανάμεσα στα δύο κόμματα, που υπερβαίνει τη λογική του άξονα αριστερά-δεξιά και παραπέμπει στη βαθύτερη ουσία του αντιμνημονιακού λαϊκισμού.

Το ανησυχητικό στοιχείο εδώ είναι το γεγονός πως συμμαχίες τέτοιου τύπου υπήρξαν ιστορικά η κατεξοχήν σφραγίδα του φασισμού, τόσο στην αρχική μορφή που πήρε στην Ιταλία της δεκαετίας του 1920 όσο και στη Γερμανία, όπου το νεοπαγές τοπικό κίνημα υιοθέτησε μια ονομασία που αντικατόπτριζε την υβριδική του φύση: εθνικοσοσιαλισμός. Το άσχημο αυτό πρόσωπο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρήκε την κατεξοχήν έκφρασή του στο δεύτερο στοιχείο, τον σχηματισμό «επιτροπών στήριξης» και την οργάνωση «αυθόρμητων λαοσυνάξεων» στήριξης της κυβέρνησης, ένα φαινόμενο που συναντά κανείς σε αυταρχικά και ημιαυταρχικά τριτοκοσμικά καθεστώτα και όχι σε ώριμες δημοκρατίες. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς το τρίτο στοιχείο, την εμφάνιση μιας ρητορικής μίσους με τον στιγματισμό όσων αντιτίθεται στην πολιτική της κυβέρνησης ως «μαυραγορίτες» και προδότες, τότε τα πράγματα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά.

Αν η κατάσταση δεν εξελιχθεί ομαλά και η χώρα βυθιστεί μέσα σ’ ένα σπιράλ κατάρρευσης, τότε τα φαινόμενα αυτά είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε έναν επικίνδυνο πολιτικό εκτροχιασμό. Αν όμως τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά και καταλήξουμε σε ένα συμβιβασμό με τους δανειστές μας (είτε αυτοί ονομάζονται τρόικα είτε κάπως αλλιώς), τότε ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει το άσχημο πρόσωπο της κυβέρνησης θα μειωθεί και τα φαινόμενα αυτά θα μείνουν στην ιστορία ως γελοία και περιθωριακά. Στην περίπτωση αυτή, θα μας δοθεί η δυνατότητα να κρίνουμε το πώς θα διαμορφωθεί η σχέση ανάμεσα στο καλό και το κακό πρόσωπο της κυβέρνησης.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή