Το κλειδί της ανάπτυξης

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους διάσωσης της Ελλάδας αποδυνάμωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα προκαλώντας εκροή καταθέσεων και έφεραν την Ελλάδα κοντά στην έξοδο από το ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν μία οξεία επιδείνωση τόσο της δημοσιονομικής θέσης της χώρας όσο και του επενδυτικού κλίματος.

Υποθέτοντας ότι η Ελλάδα θα επιβιώσει από αυτόν τον βαρύ αυτοτραυματισμό, το ερώτημα παραμένει: μπορεί μακροπρόθεσμα να παραμείνει στην Ευρωζώνη; Αυτό εξαρτάται από το αν θα θεσμοθετηθούν οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στη χώρα να συγκλίνει με τους εταίρους της. Η δημοσιονομική κρίση και το χρέος, που τώρα περιορίζουν ασφυκτικά τις επιλογές οικονομικής πολιτικής, δεν είναι τα πραγματικά αίτια του μαρασμού. Προέκυψαν κυρίως λόγω των πελατειακών πολιτικών ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980 και των βαθιά ριζωμένων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.

Στην αρχή της κρίσης, η παραγωγικότητα ανά ανθρωποώρα στη χώρα δεν ξεπερνούσε το 75% του μ.ο. της Ε.Ε., γεννώντας τεράστια εμπορικά ελλείμματα, που το 2009 έφτασαν το 14% του ΑΕΠ. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή, παρά την προσαρμογή των μισθών. Παρότι το εμπορικό έλλειμμα εξανεμίστηκε, τα 3/4 της προσαρμογής αυτής επετεύχθη μέσω μείωσης εισαγωγών αντί για αύξηση εξαγωγών.

Αυτά είναι συμπτώματα μιας οικονομίας που δεν παράγει πολλά αγαθά και υπηρεσίες τα οποία ζητούν οι καταναλωτές, στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Αν αυτό το δεδομένο δεν αλλάξει, η Ελλάδα δεν θα ανακάμψει και το χάσμα που την χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη θα μεγαλώσει. Για να αποφευχθούν περαιτέρω εμπορικά ελλείμματα, που δεν μπορούν πλέον να χρηματοδοτηθούν μέσω δανεισμού, θα υπάρξει συνεχής πίεση των μισθών προς τα κάτω, που θα καταστήσει τη ζωή εντός της Ευρωζώνης αβίωτη. Η οικονομική πολιτική, συνεπώς, πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην προσέλκυση επενδύσεων, οι οποίες θα οδηγήσουν στην παραγωγή υψηλής ποιότητας αγαθών και υπηρεσιών. Οι επενδυτές τοποθετούν τα χρήματά τους όπου θεωρούν ότι θα έχουν τις καλύτερες αποδόσεις. Ασφυκτικά κανονιστικά πλαίσια, αλλά και αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Χρειάζονται παρεμβάσεις που θα μετατρέψουν την Ελλάδα σε ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ παράλληλα θα θεμελιώσουν ένα σύστημα πρόνοιας που θα αμβλύνει τις συνέπειες για εργαζόμενους σε κλάδους που πλήττονται.

Η κυβέρνηση έχει προτείνει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που επικεντρώνεται στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Πρόκειται για κρίσιμο ζήτημα, αλλά από μόνο του δεν θα οδηγήσει στις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται. Μία σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια συνεπάγεται παρεμβάσεις: 

• Στη λειτουργία της Δικαιοσύνης: Οι επενδύσεις απαιτούν συμβόλαια που είναι εκτελέσιμα. Αυτό προϋποθέτει ένα ταχυκίνητο και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, με τις γνώσεις για την κατανόηση σύνθετων συμβατικών συμφωνιών. Η μέση υπόθεση σήμερα χρειάζεται τουλάχιστον τρία χρόνια για να τελεσιδικήσει, γεγονός που καθιστά τα συμβόλαια μη εκτελέσιμα.

• Στην αγορά εργασίας: Είναι ζωτικής σημασίας να μπορεί μία επιχείρηση να προσαρμόζει με τον τρόπο που επιθυμεί το μέγεθος του προσωπικού της. Διαφορετικά, το κόστος παραγωγής σε περιόδους μειωμένης ζήτησης καθίσταται πολύ υψηλό, οδηγώντας σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα, αχρείαστα λουκέτα και μειωμένες επενδύσεις. 

• Στον δημόσιο τομέα: Ενα διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό Δημόσιο εμποδίζει τις επενδύσεις και στηρίζει μη αποτελεσματικούς παραγωγούς, οι οποίοι ευνοούνται στις δημόσιες προμήθειες χάρη σε δωροδοκίες και διασυνδέσεις. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και έργων, αυξάνει το κόστος τους και εξωθεί εκτός αγοράς τους πιο αποτελεσματικούς παραγωγούς, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, η Ελλάδα θεωρείται -μαζί με την Ιταλία και τη Ρουμανία- η πιο διεφθαρμένη χώρα στην Ε.Ε.

• Στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων: Οι κάθε λογής περιορισμοί στο εμπόριο, όπως τα κλειστά επαγγέλματα, η απαγόρευση εμπορικής δραστηριότητας τις Κυριακές και οι φραγμοί εισόδου περιστέλλουν την οικονομική δραστηριότητα. Ολοι αυτοί οι περιορισμοί έχουν οδηγήσει σε μία τεράστια διόγκωση της σκιώδους οικονομίας, που καταπνίγει την ανάπτυξη.  

Τέλος, πρέπει να επενδύσουμε επειγόντως στην Παιδεία, η οποία έχει υπονομευθεί συστηματικά. Τα στοιχεία της PISA τοποθετούν την Ελλάδα χαμηλότερα από όλες τις χώρες της Ε.Ε. πλην της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η Ελλάδα δεν έχει ούτε ένα πανεπιστήμιο στα 300 καλύτερα του κόσμου. H μαζική διαρροή εγκεφάλων που έχει προκύψει εξαιτίας αυτού πρέπει να αντιστραφεί άμεσα. Αν δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα που οικοδόμησε τη μεταπολεμική της ανάπτυξη πάνω στη διεύρυνση της Παιδείας, θα μείνει χωρίς τους ανθρώπινους πόρους που χρειάζεται για να υποστηρίξει επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, και θα καταδικάσει τον εαυτό της σε ένα μόνιμο τέλμα.

* Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή