Μετέωρη η ελληνική συμμετοχή στον διαγωνισμό PISA

Μετέωρη η ελληνική συμμετοχή στον διαγωνισμό PISA

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με απoβολή από τον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ κινδυνεύει η Ελλάδα, αφού ο νυν υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς και ο αναπληρωτής του Τάσος Κουράκης -πανεπιστημιακοί και οι δύο- δείχνουν να ακολουθούν ουσιαστικά την πρακτική του συναδέλφου τους και πρώην υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, που είχε αδιαφορήσει. Παρότι ο (επίσης πανεπιστημιακός) υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης ζητεί την αξιοποίηση της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δηλώνει ότι ο διαγωνισμός δεν έχει αξιολογηθεί εάν έχει αποδώσει, δίνοντας έτσι τροφή στους συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ και των τοπικών ΕΛΜΕ να κηρύξουν πόλεμο στον διαγωνισμό για ιδεολογικούς λόγους και να στηρίζουν το μποϊκοτάζ του. Ομως, εάν δεν υπάρξει ικανός αριθμός μαθητών που θα συμμετάσχει στον διαγωνισμό -ξεκίνησε τη Δευτέρα από ομάδα σχολείων, ο προγραμματισμός είναι για συνολικά 231 σχολεία και 6.300 μαθητές-, τότε ο ΟΟΣΑ θα θεωρήσει άκυρη την ελληνική συμμετοχή. Ωστόσο, ακόμη κι αν εξασφαλισθεί η συμμετοχή των μαθητών, υπάρχει κίνδυνος να μη διορθωθούν τα γραπτά, ελλείψει χρημάτων για πληρωμή διορθωτών. Στο πλαίσιο αυτό -των ιδεολογικών κωλυμάτων κατά των οργανισμών της Δύσης, στην προκειμένη περίπτωση κατά του ΟΟΣΑ-, μάλλον είναι εύκολη δικαιολογία ότι «δεν έχουμε λεφτά» όπως ανέφεραν χθες στην «Κ» υψηλόβαθμες πηγές του υπουργείου Παιδείας. Το συνολικό κόστος του διαγωνισμού ανέρχεται σε 15.000 ευρώ.

Ειδικότερα, η έρευνα PISA «αξιολογεί κατά πόσο οι γνώσεις και οι δεξιότητές των 15χρονων μαθητών στην Κατανόηση Κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες είναι σημαντικές για την πλήρη και ενεργό συμμετοχή τους στις σύγχρονες κοινωνίες» όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ. Ο διαγωνισμός γίνεται από το 2000 ανά τριετία και το 2012 μετείχαν 65 χώρες (34 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 31 συνεργαζόμενες) που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% της παγκόσμιας οικονομίας.

Το πρώτο καμπανάκι του ΟΟΣΑ προς την Ελλάδα για τον διαγωνισμό του 2015 ήταν πέρυσι τέτοια εποχή, επειδή το υπουργείο Παιδείας ολιγώρησε στην προετοιμασία της πιλοτικής φάσης του διαγωνισμού. Υστερα από κυβερνητική υπόδειξη υψηλού επιπέδου, η τότε ηγεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου κινήθηκε άμεσα ώστε το πρόβλημα να λυθεί. Βεβαίως, η τότε κυβέρνηση δεν είχε ιδεολογικά κωλύματα κατά του PISA.

Κάτι που συμβαίνει με μερίδα της νυν κυβέρνησης. Ετσι, συνδικαλιστές της ΟΛΜE έχουν αρχίσει βομβαρδισμό του PISA, και στον χορό μπήκαν και τοπικές ενώσεις καθηγητών (ΕΛΜΕ).

Επικρίσεις

Ενδεικτικά, η ΕΛΜΕ Καρδίτσας ανέφερε ότι «ο PISA είναι κομμένος στα μέτρα του ΟΟΣΑ, υπηρετεί τις αρχές του και μας έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός λόγω της γνωστής "εργαλειοθήκης" του, η οποία επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Την εφαρμογή των πολιτικών προτάσεων του ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία πέντε χρόνια: συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη "αξιολόγηση" για την κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών, μισθολογική καθήλωση, απολύσεις». Επικριτική θέση κατά του PISA έχουν διατυπώσει πρόσφατα και η Ε΄ ΕΛΜΕ Αθήνας και η Α΄ ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής. Βέβαια, οι ΕΛΜΕ καλύπτονται από τη θέση της ΟΛΜΕ που έχει τοποθετηθεί «αρνητικά απέναντι στον διαγωνισμό και τη χρήση των αποτελεσμάτων των μαθητών μας, τόσο απ’ τους ιθύνοντες, όσο και από τα ΜΜΕ, ως εργαλεία δυσφήμησης του έργου του εκπαιδευτικού και του Δημόσιου σχολείου».

Είναι γεγονός ότι από την πρώτη υλοποίησή του PISA το 2000, η Ελλάδα δεν έχει ξεκολλήσει από το τέλμα της μετριότητας. Ενδεικτικά, το 2012 η Ελλάδα στα τρία γνωστικά αντικείμενα (Μαθηματικά, Κατανόηση Κειμένου, Φυσικές Επιστήμες) κατέλαβε τη 42η θέση επί συνολικά 65 χωρών και την τέταρτη χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομως, ουδέποτε οι Ελληνες πολιτικοί μελέτησαν σε βάθος τα αποτελέσματα του PISA για αλλαγές στην ελληνική εκπαίδευση. Και αυτό παρότι όλοι παραδέχονται τις στρεβλώσεις της (παπαγαλία, φροντιστήρια κ.λπ.). Ομως, όπως ανέφερε στην «Κ» η Χρύσα Σοφιανοπούλου, εθνική διαχειρίστρια του PISA και επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, «το Α και το Ω του PISA δεν είναι η κατάταξη των χωρών. Η σημαντική συμβολή του στο πεδίο της εκπαιδευτικής έρευνας είναι ότι αξιολογεί ένα πολύ μεγάλο εύρος μαθησιακών αποτελεσμάτων και του πλαισίου τους, συμπεριλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, μετρήσεις των επιδόσεων, μετρήσεις κοινωνικών διαστάσεων, στάσεων και κινήτρων των μαθητών, θεμάτων ίσης μεταχείρισης και γονικής στήριξης. Δίνει την ευκαιρία σε όσους χαράσσουν εκπαιδευτική πολιτική, αν βεβαίως μελετήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας, τουλάχιστον να αναστοχαστούν για τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή