«SNL», πολύ σκληρό για να πεθάνει

«SNL», πολύ σκληρό για να πεθάνει

6' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από 2-3 χρόνια έτυχε να παρακολουθήσω ένα επεισόδιο του «Saturday Night Live» (SNL) και ειδικότερα την εισαγωγή του, η οποία περιλάμβανε ένα σκετς με «πρωταγωνιστή» τον Μπαράκ Ομπάμα. Ο ηθοποιός που τον υποδυόταν απαριθμούσε απελπισμένος όλους εκείνους -οργανισμούς και φυσικά πρόσωπα- που έχουν περισσότερη ισχύ από τον ίδιο στις ΗΠΑ. Ο συνδυασμός έξυπνου χιούμορ και σαφούς πολιτικού σχολίου ήταν από τους πιο επιτυχημένους που έχω δει ποτέ.

Τι είναι όμως το «SNL»―όπως συχνά το αποκαλούν οι Αμερικανοί; Συνοπτικά, μιλάμε για ένα από τα παλαιότερα, πιο επιτυχημένα και (κυρίως) πρωτοποριακά χιουμοριστικά σόου της αμερικανικής τηλεόρασης· μια από εκείνες τις εκπομπές που οι τηλεοπτικοί παραγωγοί ανά τον κόσμο συνεχώς «κρυφοκοιτάζουν» για να παίρνουν ιδέες. Κάθε εβδομαδιαίο επεισόδιο τυπικά περιλαμβάνει έναν οικοδεσπότη από τον κόσμο του θεάματος, ο οποίος συνήθως βρίσκεται με κάποια αφορμή στην επικαιρότητα, άλλον έναν καλεσμένο από τον χώρο της μουσικής που θα παίξει (αυστηρώς) ζωντανά μερικά από τα κομμάτια του στη διάρκεια του σόου και βέβαια δεκάδες μικρά και μεγαλύτερα κωμικά σκετς, τα οποία εκτελούνται από τη μόνιμη ομάδα της εκπομπής με τη βοήθεια πολλές φορές και του εκάστοτε οικοδεσπότη.

Σημείο αναφοράς

Το «SNL» πριν από λίγες εβδομάδες γιόρτασε τα τεσσαρακοστά του γενέθλια με ένα σχεδόν τετράωρο επετειακό επεισόδιο, γεμάτο λαμπερούς καλεσμένους, χιούμορ, εκπλήξεις και παράπονα, όπως ταιριάζει δηλαδή σε τέτοιες περιστάσεις. Η μεγάλη ωστόσο σημασία του σόου δεν έγκειται στην επιτυχία του· άλλωστε οι τηλεθεάσεις που καταγράφει δεν είναι και τόσο μεγάλες για τα αμερικανικά δεδομένα. Το «SNL» είναι σημείο αναφοράς για δύο κυρίως λόγους: ο πρώτος είναι ο πολιτικός και κοινωνικός του χαρακτήρας, ακόμα κι αν αυτός φθίνει την τελευταία δεκαετία, ειδικά μετά τις επιθέσεις της 9/11. Παρ’ όλα αυτά το λεγόμενο «SNL Effect» είναι ακόμα ζωντανό. Οπως έδειξε σχετική έρευνα που διεξήχθη μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, στις οποίες το «SNL» είχε πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ του Ομπάμα, πάνω από το 60% των τηλεθεατών του ψήφισε τον νυν πρόεδρο, ενώ το 15% παραδέχθηκε πως το σόου τούς επηρέασε με καθοριστικό τρόπο σε αυτή τους την επιλογή.

Λαμπερά ονόματα

Ο δεύτερος λόγος, που έχει και ιστορικό χαρακτήρα, σχετίζεται με την καλλιτεχνική ταυτότητα της εκπομπής. Μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια παρουσίας, το «SNL» έχει πετύχει να αναδείξει δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, σχετικά άγνωστους ώς τότε κωμικούς, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν αστέρες πρώτου μεγέθους. Ηδη το πρώτο καστ του 1975 περιλάμβανε ονόματα όπως οι Τζον Μπελούσι και Νταν Ακρόιντ, οι οποίοι λίγα χρόνια μετά έγιναν πασίγνωστοι μεταφέροντας πολλές ιδέες του σόου στην κλασική καλτ ταινία «The Blues Brothers», με τον δεύτερο να κάνει κάτι παρόμοιο και το 1984 με τους πρώτους «Ghostbusters».

Οπως ήταν φυσικό, μετά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, το σόου απέκτησε τη φήμη πως αναδεικνύει νέους σταρ, με συνέπεια οι ενθουσιώδεις και φιλόδοξοι νέοι κωμικοί να κάνουν «ουρά» για να μπουν στη μόνιμη ομάδα του. Ετσι, με την πάροδο των ετών σημερινοί σταρ, όπως οι Μπιλ Μάρεϊ, Εντι Μέρφι, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Ανταμ Σάντλερ, Γούιλ Φέρελ, Τζίμι Φάλον, Τίνα Φέι, Τζούλια Λούι Ντράιφους και πολλοί άλλοι, πέρασαν για περισσότερο ή λιγότερο διάστημα από το vintage πάλκο του «SNL». Ταυτόχρονα μετριούνται στα δάχτυλα οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ οι οποίοι δεν έχουν αναλάβει έστω για μία φορά τον ρόλο του οικοδεσπότη, με κάποιους από αυτούς, όπως ο Τομ Χανκς, να το κάνουν σε 5 ή και 10 περιπτώσεις.

Σημαντική πάντως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι και η μουσική διάσταση της εκπομπής. Οι καλεσμένοι μουσικοί, είτε πρόκειται για μεμονωμένους καλλιτέχνες είτε για συγκροτήματα, είναι συνήθως ονόματα πρώτης γραμμής -και σε αυτόν τον τομέα έχουν παρελάσει οι πάντες- ή οι σταρ της ημέρας, όπως αναδεικνύονται από τις αμερικανικές και τις παγκόσμιες λίστες επιτυχιών. Εκτός αυτού, το «SNL» έχει τη δική του πολύ ικανή μπάντα, τη λεγόμενη The Live Band, η οποία επίσης έχει αναδείξει πλήθος μουσικών στον χώρο κυρίως της ευρύτερης ροκ και της τζαζ σκηνής. Πρώτος μουσικός διευθυντής μάλιστα της μπάντας ήταν ο σπουδαίος και βραβευμένος με 3 Οσκαρ συνθέτης Ντέιβιντ Σορ, γνωστός για τις μουσικές του επενδύσεις σε ταινίες όπως ο «Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» και το «Aviator».

Μια πανκ εκδοχή του παραδοσιακού βαριετέ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

Saturday Night Dead! Η δυσοίωνη αυτή διακήρυξη έχει γίνει η επικεφαλίδα πολλών άρθρων που έσπευσαν κατά καιρούς να νεκρολογήσουν το «Saturday Night Live» ή μάλλον να το εκτελέσουν, με την κατηγορία ότι «δεν είναι τόσο αστείο / προχωρημένο / καίριο όσο ήταν κάποτε». Η «θανατίλα» που έχει συνοδεύσει τέτοια κείμενα, εκτός από το προφανές λογοπαίγνιο με τον τίτλο του αειθαλούς σώου, δεν έχει να κάνει με μακάβρια προδιάθεση, αλλά με τη συντεχνιακή αργκό της αμερικανικής κωμωδίας, σύμφωνα με την οποία το καλό αστείο «σκοτώνει» και το κακό σκετς «πεθαίνει» (συχνά δε, μπορεί να «σκοτώνει» στις πρόβες και να «πεθαίνει» στον αέρα).

Το «SNL», όμως, που φέτος συμπλήρωσε 40 χρόνια έντονης ζωής στο εθνικό δίκτυο NBC, έχει αποδειχθεί αν όχι άτρωτο -έφτασε κάποιες φορές πολύ κοντά στην ευθανασία-, οπωσδήποτε εξαιρετικά ανθεκτικό στο πέρασμα του χρόνου, ο οποίος ως γνωστόν είναι ιδιαίτερα σκληρός με την κωμωδία. Τίποτα δεν γερνάει τόσο γρήγορα όσο ένα αστείο, ειδικά όταν αλλάζουν ραγδαία οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που το προκάλεσαν. Η εκπομπή όμως, που ξεκίνησε σαν πείραμα στην τηλεοπτική «ζώνη νεκροταφείου» (μετά τις έντεκα τη νύχτα) το 1975, εξελίχθηκε σε θεσμό, ιδέα (με οπαδικούς όρους), αίρεση (με πρόωρα χαμένους οσιομάρτυρες), brand πρωτοποριακής κωμωδίας και κέντρο εκπαίδευσης μερικών από τους πιο διάσημους σταρ του πλανήτη. «Κάτι μεταξύ καλοκαιρινής κατασκήνωσης και στρατοπέδου συγκέντρωσης», είχε χαρακτηρίσει τα στούντιο του «SNL» στο κέντρο του Μανχάταν η Αν Μπετς, μια εκ των αμέτρητων συγγραφέων που έχουν περάσει από εκεί, ενώ ο διάσημος κωμικός Μάικ Μάγερς, λίγο πριν αποχωρήσει από το καστ, είχε δηλώσει ότι δεν ήξερε αν βρίσκεται στο «Πλοίο της αγάπης» ή στο υποβρύχιο του «Das Boot».

Οταν ο δημιουργός, «ψυχή και πνεύμα» της εκπομπής, Λορν Μάικλς (πραγματικό όνομα Λορν Λίποβιτς, για όσους θέλουν να επιβεβαιώσουν τη στερεοτυπική σύνδεση μεταξύ αμερικανικής κωμωδίας και εβραϊκής καταγωγής) κατέθεσε την πρόταση στο κανάλι, η ιδέα του ήταν απλή: νέοι, ανερχόμενοι κωμικοί με «ασεβές», ψαγμένο χιούμορ και ελεύθερη θεματολογία, και ανάμεσα στα σκετς καλεσμένοι να παίξουν την πρόσφατη δουλειά τους, επίλεκτοι εκπρόσωποι της δισκογραφίας. Και όλα αυτά ζωντανά «κι όποιον πάρει ο Χάρος». Ουσιαστικά ήταν (και είναι) μια σύγχρονη, «πανκ» (το πανκ υπήρχε ήδη στην ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης όταν γεννήθηκε η εκπομπή) εκδοχή του παραδοσιακού βαριετέ / μπουρλέσκ, είδος μαζικής ψυχαγωγίας που υπήρξε για το αμερικανικό θέατρο ό,τι το χρονογραφικό διήγημα για την αμερικανική λογοτεχνία. Ηταν επίσης η πρώτη τηλεοπτική εκπομπή που απευθυνόταν συνειδητά στα παιδιά που μεγάλωσαν με την τηλεόραση, αλλά συγχρόνως ήταν εξοικειωμένοι ενήλικοι με τους κώδικες της αντικουλτούρας των ’60s, ενώ οι συντελεστές αδιαφορούσαν για την ανταπόκριση της συντηρητικής μάζας θεατών αλλά και για την έντονη δυσαρέσκεια που έδειξαν από την πρώτη ημέρα μετάδοσης πολλά διευθυντικά στελέχη του καναλιού. Τα σκετς ήταν συχνά εντελώς ιδιοσυγκρασιακά, «καμένα» (όπως και πολλοί από τους συγγραφείς και τους ερμηνευτές), «αμερικάνικα» που λέγαμε κάποτε. Η επίδραση όμως του «SNL» -που καθιέρωσε νέα αισθητικά στάνταρ στην κωμωδία ξεχειλώνοντας τα όρια του μέσου- στα αμερικανικά «ήθη και έθιμα» υπήρξε αδιαμφισβήτητη.

Από σαράντα κύματα

Το «Daily Show» φέρ’ ειπείν του Τζον Στιούαρτ -η πιο επιτυχημένη σύγχρονη εκπομπή πολιτικής σάτιρας- έχει τις ρίζες του στο κλασικό εβδομαδιαίο σκετς του «SNL», Weekend Report. Και δεν έχουν δίκιο οι εκπρόσωποι κάθε νέας γενιάς θεατών (και κριτικών) που λένε ότι «δεν είναι τόσο αστείο όσο παλιά». Ποτέ δεν ήταν πολύ αστείο, με την έννοια ενός λεπτού, πνευματώδους χιούμορ που αποστρέφεται τον μηδενισμό, τη χοντροκοπιά, την ακρότητα. Καταφέρνει όμως εδώ και σαράντα χρόνια -περνώντας από σαράντα κύματα- να πιάνει πολλές από τις βαθιές υποκρισίες και κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις της αμερικανικής κουλτούρας και να τις μετατρέπει σε τρελή φάρσα και καθαρτήρια εκτόνωση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή