Η παιδεία παίζει

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν ρωτούσε κάποιος «Τι σχολείο θέλετε για τα παιδιά σας;» η πλειονότητα θα απαντούσε: «Πάντως όχι αυτό που έχουμε». Είναι ζήτημα εθνικής δυστροπίας; Μπορεί. Μην ξεχνάμε πως αν οι Ελληνες δεν ήσαν τόσο δύστροποι στη διάρκεια των αιώνων, το πιθανότερο είναι πως θα είχαν αφομοιωθεί από κάποιον απ’ τους κατακτητές τους. Ή μήπως είναι ζήτημα «πολιτισμού», υπερβολικών απαιτήσεων γιατί «εμείς, ως Ελληνες, κρίνουμε ότι η παιδεία μας είναι το υπέρτατο αγαθό» – τουλάχιστον έτσι διαβεβαιώνουμε εαυτούς είτε όταν κουτσομπολεύουμε στη Βουλή είτε όταν αγορεύουμε στα μεταμεσονύκτια λαθροκάναλα. Ε ναι, την παιδεία μας την έχουμε μες στην καρδιά μας, είναι κομμάτι της ψυχής μας και επειδή ακριβώς την έχουμε μες στην καρδιά μας και είναι κομμάτι της ψυχής μας, κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτήν.

Περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές ασχολούνται κάθε χρόνο με περίπου ενάμισι εκατομμύριο βλαστούς της ελληνικής οικογένειας. Αν υπολογίσουμε ότι το ενάμισι εκατομμύριο διαθέτει και από δύο γονείς, φτάνουμε στα περίπου τρία εκατομμύρια ενδιαφερομένους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών απολαμβάνουν το κοινωνικό αγαθό που τους προσφέρει η ελληνική πολιτεία: το δημόσιο δωρεάν σχολείο. Ή μάλλον το δημόσιο σχολείο που παριστάνει πως είναι δωρεάν, αφού τα παιδιά που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους πρέπει να παρακολουθούν και φροντιστήρια, που μόνο δωρεάν δεν είναι.

Στα χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας έγιναν έντεκα βασικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, εκτεταμένου δημόσιου σχολιασμού και όλες αφορούσαν τις εξετάσεις αποφοίτησης από τη μέση και εισαγωγής στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Εγιναν και μερικές τροποποιήσεις στα σχολικά βιβλία ή στη διδακτέα ύλη που δεν απασχόλησαν κανέναν παρά μόνον τους λεγόμενους «ειδικούς». Με μία εξαίρεση, ένα κακογραμμένο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, το οποίο επειδή ήταν κακογραμμένο και γεμάτο λάθη βοήθησε τη συγγραφέα του να εκλεγεί βουλευτής.

Τον βασικό όγκο της διδασκαλίας στο γυμνάσιο και στο λύκειο τον αποτελούν τα φιλολογικά μαθήματα και τα μαθηματικά. Αν άθροιζε κάποιος τις ώρες που το μέσο Ελληνόπουλο έχει διδαχθεί την αρχαία ελληνική στο σχολείο, κανονικά θα έπρεπε να μπορεί να διαβάζει το «Συμπόσιο» στο πρωτότυπο πριν κοιμηθεί. Ως καλώς γνωρίζουμε δεν είναι η περίπτωση. Γιατί; Γιατί στην πραγματικότητα η διδασκαλία και το ενδιαφέρον για αρχαία ελληνικά, γλώσσα και πολιτισμό είναι προσχηματικό. Οι ώρες της διδασκαλίας ορίζονται από τον αριθμό των φιλολόγων που έχουν προσληφθεί στο Δημόσιο, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους φιλολόγους είτε δεν είναι σε θέση να τα διδάξουν είτε, αν και τα ξέρουν, θεωρούν πως δεν πρέπει τα παιδιά να χάνουν χρόνο μαθαίνοντας αρχαία. Για κάποιον λόγο διδάσκονται και μερικά λατινικά, από τα οποία κανείς δεν θυμάται ούτε να κλίνει το rosa την επομένη.

Τα Ελληνόπουλα διδάσκονται και Ιστορία. Η ιστορία της χώρας τους είναι μακραίωνη κι έτσι περνούν αρκετές ώρες της ζωής τους αποστηθίζοντας χρονολογίες και ονόματα από την αρχαία εποχή, το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους. Κατά παράδοξο τρόπο, την Ιστορία αυτή δεν τη διδάσκουν ιστορικοί. Τη διδάσκουν φιλόλογοι, ενίοτε δε και καθηγητές ξένων γλωσσών, ανάλογα με τις ανάγκες που δημιούργησαν οι προσλήψεις διδακτικού προσωπικού. Επειδή η εμβέλεια των ελληνικών είναι μικρή στον σύγχρονο κόσμο, τα παιδιά μαθαίνουν και ξένες γλώσσες. Ετσι μπορούν άνετα να καταλάβουν φράσεις όπως Me Tarzan you Jane, ακόμη κι αν είναι στα ξένα.

Το συμπέρασμα είναι απλό: το ελληνικό σχολείο παραμένει ένας δυσκίνητος απολιθωμένος οργανισμός χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό, χωρίς παιδεία δηλαδή, ένα υποχρεωτικό πέρασμα που επιτρέπει τη συντήρηση θέσεων εργασίας. Εξάλλου, αυτό είναι το βασικό μέλημα των εκπαιδευτικών και των πολιτικών ηγεσιών που έχουν αναλάβει κατά καιρούς τη διαχείρισή του. Ενώ παραμένει προσηλωμένο στις ανθρωπιστικές σπουδές, δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στον ρόλο του γιατί στην πραγματικότητα δεν το ενδιαφέρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές. Αρνούμαι να πιστέψω όσους μου λένε ότι μετά από δύο αιώνες δεν μπορεί να βρεθεί ένας σύγχρονος τρόπος διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και της Ιστορίας.

Οταν στην υπόλοιπη Ευρώπη οι ανθρωπιστικές σπουδές υποχωρούν, η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατρέψει τον αναχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος σε όπλο. Να τις ενισχύσει, να τις εκσυγχρονίσει και, αν μη τι άλλο, αν δεν μπορεί να γίνει ανταγωνιστική στην αστροφυσική ή στους υπολογιστές, ας γίνει ανταγωνιστική σε αυτόν τον τομέα, που πάντα αποτελούσε τον συνεκτικό κρίκο της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ξέχασα όμως. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης δεν είναι πώς διδάσκεται η Ιστορία αλλά η λειτουργία των πρότυπων σχολείων και η «αριστεία» – κατά τον κ. Μπαλτά τουλάχιστον. Κατά τον κ. Κουράκη, δε, είναι το ΑΣΕΠ, με το οποίο διορίζονταν οι εκπαιδευτικοί και ο τρόπος επιλογής των διευθυντών.

Η εκπαίδευση δεν εντάσσεται στα μνημονιακά μέτρα. Τη διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα το ελληνικό βαθύ κράτος, υπό τη σκέπη ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να λέγονται πολιτικοί επειδή εξελέγησαν στις τελευταίες εκλογές. Σε αγαστή συνεργασία με μια κοινωνία πολιτών, οι οποίοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για την παιδεία, επειδή οι ίδιοι δεν την απέκτησαν ποτέ. Και κατά τα άλλα κοκορεύονται και για τη γλώσσα τους και για τον πολιτισμό τους και νομίζουν πως παράδοση είναι να μπορείς να σκας βαρελότα το βράδυ της Ανάστασης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή