Τ. Μπουλμέτης: «Ευνουχίζει την επιθυμία το πολιτικό σύστημα»

Τ. Μπουλμέτης: «Ευνουχίζει την επιθυμία το πολιτικό σύστημα»

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκ πρώτης όψεως το κατάστημα Λαζαρίδης με «Βαλίτσες – Ζώνες», στη στοά της Ακαδημίας 96, δεν έχει τίποτα περίεργο. Κομψότατες δερμάτινες τσάντες στη βιτρίνα και προσεγμένες αποσκευές για ταξίδια. Μόνον όταν αρχίζει ο διάλογος του καταστηματάρχη με τον πελάτη, υποψιάζεσαι ότι κάτι συμβαίνει με τον χρόνο. Ο υποψήφιος αγοραστής, απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του πωλητή, δηλώνει ότι θα ταξιδέψει στη Φρανκφούρτη με πούλμαν. Απ’ όλες τις επιλογές που του προσφέρονται προτιμά την κόκκινη βαλίτσα της βιτρίνας, που, καθώς πληροφορούμαστε, είναι η αγαπημένη του Ωνάση – φωτογραφία του υπάρχει εξάλλου στην προθήκη. Είναι ακριβή, στοιχίζει πάνω από 400 δραχμές, αλλά θα την αγοράσει σε καλύτερη τιμή…

Εξω από το κατάστημα η κίνηση είναι σχετικά πυκνή. Ενας καφετζής, ένας κύριος που μεταφέρει μπομπίνες, κυρίες με μαλλιά κομμωτηρίου και ρούχα εποχής. Βρισκόμαστε στο 1968, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, εκτός από την κίνηση στην Ακαδημίας που είναι απελπιστική και δηλώνει με αμείλικτο τρόπο την πραγματική χρονολογία: Απρίλιος του 2015. Ο ηχολήπτης Μαρίνος Αθανασόπουλος (από τους βετεράνους) με διαβεβαιώνει ότι στην «πρεμιέρα της ταινίας θα ψάχνω να ακούσω κάποιον ήχο»! Η Ελλάδα του ’60 και του 2015 μπλέκονται αξεδιάλυτα.

Στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο Τάσος Μπουλμέτης παρακολουθεί το γύρισμα φορώντας ακουστικά και ζητώντας από τον Ταξιάρχη Χάνο (καταστηματάρχη) και τον Ερρίκο Λίτση (πελάτη) να επαναλάβουν την ίδια σκηνή, πολλές φορές, σε μια προσπάθεια να έχει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό από τους κομπάρσους, που κάνουν τα περάσματα, τον θόρυβο της Ακαδημίας, την ερμηνεία των ηθοποιών. Η ψηφιακή τεχνολογία λύνει «μαγικά» πολλά προβλήματα, όμως ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει αναντικατάστατος.

Η ατμόσφαιρα στη «Στοά του Χόλιγουντ» (όπως έχει απομείνει να ονομάζεται λόγω του, παρηκμασμένου πια, «Μεγάρου της Εβδομης Τέχνης», όπου για πολλές δεκαετίες στεγάζονταν όλες σχεδόν οι ελληνικές εταιρείες παραγωγής ταινιών) είναι υγρή και αλλόκοτη. Το συνεργείο του «Νοτιά», της νέας ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη, έχει ανασυστήσει κατά τόπους την Αθήνα της δεκαετίας του ’60 – ’70. Τα υπόλοιπα θα αναλάβει η τεχνολογία. Η σκηνοθέτις Μαργαρίτα Μαντά εκτελεί χρέη βοηθού. Μπορεί η ταινία της «Για πάντα» να προβάλλεται σε ξένα φεστιβάλ και να βραβεύεται, η ίδια όμως επιστρέφει σε αυτό που είναι βιοποριστική εργασία: τον ρόλο της βοηθού, κρατώντας με μεγάλη επιμέλεια και ακρίβεια σημειώσεις.

Στον πέμπτο όροφο του Μεγάρου βρίσκεται το «βασίλειο» της ενδυματολόγου Εύας Νάθενα· ένα ευρύχωρο βεστιάριο με ταξινομημένα ρούχα και αξεσουάρ «εποχής». Αφηγείται ενθουσιασμένη τη συνάντησή της με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, που εμφανίζεται ως γκεστ σταρ στην ταινία, στον ρόλο μιας, φελινικής εμπνεύσεως, καφετζούς.

Στην είσοδο του κτιρίου, οι κομπάρσοι, ντυμένοι και μακιγιαρισμένοι στην τρίχα, περιμένουν υπομονετικά όσες ώρες χρειάζεται για να κάνουν το σύντομο, σιωπηλό, πέρασμά τους. Μια, δυο… 22 φορές. Οσες είναι απαραίτητο. Πριν από την κρίση, το ημερομίσθιό τους έφτανε τα 50 ευρώ. Τώρα έχει περιοριστεί στο μισό και ίσως λιγότερο. Η συζήτηση μας με τον Τάσο Μπουλμέτη γίνεται στις σύντομες παύσεις (όχι ακριβώς διαλείμματα) ανάμεσα στις λήψεις. Μία ερώτηση ανά πέντε, περίπου, λεπτά. Μερικές φορές οι φράσεις μένουν μετέωρες, για να συμπληρωθούν λίγο αργότερα. Ανάμεσα σε ένα «cut» και σε ένα «πάμε», σε πληροφορίες που δίνονται on και off the record. Δεν είναι παρά λίγες ημέρες που έχουν αρχίσει τα γυρίσματα της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του («Βιοτεχνία ονείρων» 1990, «Πολίτικη κουζίνα» 2003), του «Νοτιά». Η υπόθεση περιγράφεται ως εξής: Οι ταραχώδεις, αλλά και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 πυροδοτούν τη φαντασία του ανήλικου ήρωα ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Οταν θα έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες, και θα ανακαλύψει τον εαυτό του.

Τον κεντρικό ήρωα υποδύεται ο Γιάννης Νιάρρος. Πρωταγωνιστούν: Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ερρίκος Λίτσης, Ομηρος Πουλάκης, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Γιώργος Βουρδαμής, Δημήτρης Ημελλος και ο μικρός Φοίβος Ταραμπίκος. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Σίμου Σαρκετζή, το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, η σκηνογραφία του Σπύρου Λάσκαρη, η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.

Ο Μινώταυρος και ο νεοέλληνας

«Επιστροφή στα πλατό, λοιπόν», σχολιάζουμε στον Τάσο Μπουλμέτη, αποσπώντας τον ελάχιστα από τη διαδικασία των συνεχών λήψεων. «Ομορφη, αγχωτική, καλοδεχούμενη και τη στιγμή που πάμε και καλά…», απαντάει, ενώ σταματάει για να απαιτήσει ταχύτερο ρυθμό στη ροή των κομπάρσων.

– Πόσο ενοχλητικό είναι να σας υπενθυμίζουν διαρκώς: Δώδεκα χρόνια μετά τον θρίαμβο της «Πολίτικης κουζίνας»;

– Είναι ενοχλητικό, αλλά την ευθύνη έχω αποκλειστικά εγώ. Το σενάριο του «Νοτιά» το δουλεύω τα πέντε τελευταία χρόνια, αλλά την αρχική ιδέα είχα πριν από το 2003. Αρχισε όμως να αποκτά ουσία όταν πρόσθεσα βιωματικά στοιχεία. Ο πατέρας του ήρωα, για παράδειγμα, είναι έμπορος δερματίνων ειδών όπως ο πατέρας μου. Σωκράτους 61 είχε το κατάστημά του, δίπλα στην «Καθημερινή». Ολη η «Καθημερινή» ψώνιζε από εκεί. Και η Ελένη Βλάχου. Το κατάστημα διατήρησε έως τις αρχές του ’90. Η ταινία αυτή είναι μια συνέχεια της «Πολίτικης κουζίνας» όχι ως προς τη θεματική της, δεν έχει σχέση ούτε με Τούρκους ούτε με φαγητό. Δεν είναι Κωνσταντινουπολίτες οι ήρωες, είναι Αθηναίοι. Αφορά τον τρόπο που διαχειρίζονται οι δύο αυτοί γονείς την ενηλικίωση του παιδιού τους, σε μια εποχή και χώρα όπου γίνονται κοσμογονικές αλλαγές. Το ’60 και το ’70 είναι η καθοριστική εποχή και για τον πλανήτη και για την Ελλάδα. Θα χρησιμοποιήσουμε και υλικά επικαίρων (από την προσελήνωση, το Βιετνάμ, το Γούντστοκ). Η ταινία είναι εντελώς κινηματογραφοφιλική, γι’ αυτό είμαστε εδώ, στο Μέγαρο της Εβδομης Τέχνης.

– «Σινεμά ο Παράδεισος»;

– Περίπου… Διαθέτει νοσταλγία, αλλά σε πιο πολιτικό επίπεδο. Η νοσταλγία προκύπτει μέσα από το κωμικό στοιχείο. Προσδιορίζω την ταινία ως «σαρκαστική νοσταλγία» και βεβαίως υπάρχει κι ένα σουρεαλιστικό στοιχείο, όταν ο ήρωας χάνει κάθε φορά αυτό που επιθυμεί μέσα από τα χέρια του. Κυρίως γυναίκες! Και κάθε φορά που χάνει το αντικείμενο της επιθυμίας του αρχίζει να λέει αλλόκοτες ιστορίες. Ολα τα πολιτικά γεγονότα από το ’67 έως και το ’81 παίζουν καθοριστικό ρόλο, γιατί κατευθύνουν τη ζωή –και κυρίως την ερωτική ζωή– του πρωταγωνιστή. Τυχαίνει ο ήρωας να ερωτεύεται γυναίκες που έχουν μια πολιτική φόρτιση με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.

– Γιατί ο ήρωας προσπαθεί να αποφύγει την πραγματικότητα; Νομίζω ότι και στην «Πολίτικη κουζίνα» συνέβαινε το ίδιο. Κι εκεί ο ήρωας χανόταν στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στις αισθήσεις.

– Αυτό είναι ίσως το άρρητο βιωματικό κομμάτι μου, που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Η θεματική μου είναι μόνιμη και σταθερή και έχει να κάνει με τη διαχείριση της απώλειας. Το πώς διαχειριζόμαστε κάτι το οποίο χάνουμε ή διεκδικούμε και δεν μπορούμε να το έχουμε. Ο κάθε ήρωάς μου στον «Νοτιά» έχει να διαχειριστεί μια ανικανοποίητη επιθυμία ή απώλεια… Το θέμα της ταινίας είναι ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας ευνουχίζει την επιθυμία του νεοέλληνα. Ολο το πολιτικό σύστημα. Το σχόλιο δεν είναι αποτέλεσμα διανοητικής διαδικασίας αλλά παρατήρησης.

– Δηλαδή, είμαστε ένας «ευνουχισμένος» λαός;

– Ξεκινάτε πολύ μεγάλη κουβέντα… Ο εχθρός του νεοέλληνα είναι ο ίδιος, μέσω του πολιτικού συστήματος που επιλέγει. Δεν είναι ούτε κόντρα αριστερών – δεξιών ούτε μνημονιακών – αντιμνημονιακών. Είναι μια κόντρα μεταξύ ενός Μινώταυρου, που είναι ο κρατισμός, τον οποίο στηρίζει όλο το πολιτικό σύστημα, και του νεοέλληνα. Ο κρατισμός δεν απομυζά μόνο υλικά «αγαθά» αλλά και συναισθήματα, και μας απογοητεύει συνεχώς…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή