Οταν η RBS σκέφτεται να πουλήσει το «φιλέτο»

Οταν η RBS σκέφτεται να πουλήσει το «φιλέτο»

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 26 Φεβρουαρίου, οι υπάλληλοι της Royal Bank of Scotland (RBS) στην Ελλάδα –της μεγαλύτερης ναυτιλιακής τράπεζας της χώρας– ανοίγοντας τα εταιρικά τους κομπιούτερ διάβασαν μια εσωτερική ανακοίνωση που τους αναστάτωσε. Είχε να κάνει με τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της τράπεζας παγκοσμίως και τη δημιουργία των λεγόμενων «coverage teams» (ομάδες κάλυψης) σε κάποιες χώρες, μέσα στις οποίες όμως δεν βρισκόταν η Ελλάδα.

Ο διευθυντής κάλεσε στον πρώτο όροφο του μεγαλοπρεπούς κτιρίου, όπου στεγάζεται η τράπεζα, τους 85 υπαλλήλους και προσπάθησε να τους καθησυχάσει «για τα άσχημα νέα». Στον καταιγισμό ερωτήσεων που δέχτηκε δεν είχε να δώσει όμως σαφείς απαντήσεις: «Δεν ξέρω περισσότερα, θα σας ενημερώσω σε μερικές εβδομάδες», τους είπε.

Πράγματι ένα μήνα αργότερα, στις 30 Μαρτίου, τους ανακοινώθηκε πως «η τράπεζα θα αποχωρήσει από την Ελλάδα, αλλά το ναυτιλιακό κομμάτι θα συνεχίσει να εξυπηρετείται κανονικά πλέον από τη RCR». Πρόκειται για την «κακή» τράπεζα που δημιουργήθηκε για να απορροφήσει ένα κομμάτι της ζημιογόνου Royal Bank of Scotland, RBS.

Ούτε όμως αυτή η πληροφορία καθησύχασε τους υπαλλήλους και αυτό γιατί τους τελευταίους μήνες έβλεπαν μια συντονισμένη προσπάθεια της διοίκησης να «ξεφορτωθεί» ένα μεγάλο κομμάτι των ελληνικών ναυτιλιακών δανείων τα οποία μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2013 ήταν 8,6 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας συζητάνε καθημερινά με πελάτες τους το θέμα αυτό και έχουν ήδη προχωρήσει στην πώληση δανείων.

Παραμένει άγνωστο ακόμη το πότε θα ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ωστόσο πηγές που βρίσκονται σε γνώση των συζητήσεων αναφέρουν ότι ο στόχος είναι σε δύο χρόνια και το ναυτιλιακό κομμάτι να έχει φύγει ολοκληρωτικά από την Ελλάδα.

Τράπεζα με ιστορία

Αν πράγματι ολοκληρωθεί η στρατηγική εξόδου, πρόκειται για σταθμό – ορόσημο για τη συγκεκριμένη τράπεζα, που έχει μακρά ιστορία στη χώρα. Το πρώτο γραφείο εκπροσώπησης άνοιξε στην Αθήνα το 1973 –τότε ως Williams & Glyn’s– έχοντας ήδη ένα δυνατό ελληνικό πελατολόγιο από το Λονδίνο. Μάλιστα, το υποκατάστημα τραπέζης που άνοιξε ένα χρόνο αργότερα στον Πειραιά ήταν και το πρώτο εκτός Αγγλίας. Το γεγονός από μόνο του έδειχνε τη δύναμη του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου, αλλά και τις στενές σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και εφοπλιστών.

Ενα «20χρονο στέλεχος» (όπως αποκαλούσαν τότε τους εργαζομένους, όχι για να δείξουν την ηλικία τους αλλά τα πολλά χρόνια που παρέμεναν στην τράπεζα) θυμάται σήμερα πως ένα τηλεφώνημα Σάββατο μεσημέρι από τον καπετάνιο – εφοπλιστή στο σπίτι του τραπεζίτη αρκούσε για να εγκριθεί δάνειο εκατομμυρίων. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι και το όνομα της τράπεζας είχαν δώσει κάποιοι εφοπλιστές σε πλοίο τους (flag williams) τη δεκαετία του ’80.

Το παρατσούκλι της RBS τις επόμενες δεκαετίες ήταν «το club των εφοπλιστών» δίνοντας την αίσθηση ενός πριβέ club με VIP πελατολόγιο. Τα μέλη αυτού του club όλο και αυξάνονταν και σύμφωνα με την Petrofin Bank Research, η οποία ειδικεύεται στις ναυτιλιακές χρηματοδοτήσεις στην Ελλάδα, η RBS παραμένει διαχρονικά πρώτη με διαφορά στη χορήγηση ναυτιλιακών δανείων.

Πωλητήρια

Δεν υπάρχουν επίσημες ανακοινώσεις για το πόσο έχει ήδη μειωθεί το χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων. Αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», τουλάχιστον δύο μεγάλα δάνεια αγοράστηκαν ήδη από τον ίδιο τον εφοπλιστή, ένα δάνειο αγοράστηκε από fund Αράβων με έδρα το Λουξεμβούργο, ένα άλλο από αμερικανικό fund (όλα με ιδιαίτερα γενναιόδωρη έκπτωση), ενώ προχωρούν συζητήσεις με τουλάχιστον τέσσερις ακόμη ναυτιλιακές εταιρείες. Τα στελέχη της τράπεζας τονίζουν σε πελάτες αλλά και σε θεσμικούς παράγοντες πως «θα τηρήσουν όλες τις νομικές τους υποχρεώσεις και θα δουλέψουν στενά με όσους επηρεάζονται σε αυτή τη μεταβατική περίοδο».

Στην όλη διαδικασία, όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις εφοπλιστών που νιώθουν αμήχανα με τις εξελίξεις. Ενας από αυτούς χτύπησε πρόσφατα την πόρτα ανταγωνίστριας τράπεζας ζητώντας να αγοραστεί το δάνειό του και αυτό γιατί δεν επιθυμούσε την εναλλακτική ενός fund. Οι λόγοι που έδωσε ήταν ότι οι όροι της σύμβασης αφήνουν ανοιχτό ένα παράθυρο για αναπροσαρμογή του επιτοκίου.

Ουσιαστικά το κόστος χρηματοδότησης (cost of funding) ενός fund σε σχέση με την τράπεζα μπορεί να είναι μεγαλύτερο και αυτό βάσει σύμβασης περνάει στον δανειολήπτη. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν πως ένα fund είναι κατά κανόνα πιο «επιθετικό» από μια τράπεζα η οποία χτίζει πάνω στις σχέσεις με τους πελάτες και πάρα πολύ δύσκολα θα προβεί σε ακραίες κινήσεις, σε περίπτωση π.χ. καθυστέρησης μιας δόσης. Ο εν λόγω εφοπλιστής βρήκε τελικά με τη RBS μια άλλη κοινώς αποδεκτή λύση για το δάνειό του.

Το μόνο σίγουρο είναι όμως πως εάν πράγματι ολοκληρωθεί αυτή η στρατηγική εξόδου, θα αλλάξει ριζικά ο χάρτης στον κλάδο προκαλώντας αναταράξεις. Για κάποιους από τους συνομιλητές της «Κ» το γεγονός ότι μία ακόμη μεγάλη τράπεζα αποχωρεί –ενδεχομένως ολοκληρωτικά– είναι μία επιπλέον ένδειξη περιθωριοποίησης της Ελλάδας. Για κάποιους άλλους, όμως, το κενό που θα αφήσει η αποχώρηση αυτή θα είναι προβληματικό, αν όχι για τους μεγάλους παίκτες της ναυτιλιακής αγοράς, σίγουρα για τους μικρότερους.

Πρώην στέλεχος ναυτιλιακής τράπεζας με μεγάλη εμπειρία στις δανειοδοτήσεις αξιολογεί πως κάποιοι εφοπλιστές που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να μεγαλουργήσουν δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να προχωρήσουν. «Είναι φυσικό, όσο στενεύουν τα κεφάλαια στενεύει και ο κύκλος αυτών που χρηματοδοτείς», τονίζει. Η αρχή είναι κλασική τραπεζική και βρίσκει εφαρμογή σε όλες τις κατηγορίες της πίστης…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή