Αλλωστε, οι άνθρωποι είναι το αλάτι της γης

Αλλωστε, οι άνθρωποι είναι το αλάτι της γης

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«​​​Είχες την εντύπωση πως όλος ο πλανήτης ήταν γεμάτος σκηνές προσφύγων». Η φράση αυτή του Βραζιλιάνου φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγάδο δεν αφορά την Ευρώπη και το κύμα μεταναστών που την κατακλύζει, αλλά τη Ρουάντα του 1995. Οι αφηγήσεις του, στο ντοκιμαντέρ «Το αλάτι της γης», στο κεφάλαιο που καταγράφει τη δουλειά του πάνω στις μετακινήσεις των πληθυσμών, τη δεκαετία του ’90, αναπνέουν λες στους ρυθμούς της τελευταίας εβδομάδας. Σαν να μιλάει για τη Συρία, για την Αφρική, σαν να μιλάει για τη Μεσόγειο, που μετράει κάθε δυο ώρες κι έναν νεκρό μετανάστη. Το ναυάγιο του προηγούμενου Σαββάτου, ανοικτά των ακτών της Λιβύης, με τους περισσότερους από 800 νεκρούς, άνοιξε τις πύλες του ανεξέλεγκτου, προκαλώντας σοβαρές ρωγμές στο, ούτως ή άλλως ευπαθές, οικοδόμημα της Γηραιάς Ηπείρου. Την ώρα που στη Μάλτα εξελισσόταν η νεκρώσιμη ακολουθία για τους 800 μετανάστες, οι αρχηγοί των κρατών της Ε.Ε. ανακοίνωναν τις αποφάσεις της συνόδου τους στις Βρυξέλλες με θέμα την ενίσχυση των επιχειρήσεων διάσωσης, όχι μόνο με χρήματα αλλά και με μεθόδους συνεργασίας. Οι δουλέμποροι – διακινητές και ο τζίρος εκατομμυρίων που έχει στηθεί γύρω από τις ανθρώπινες ζωές (από 700 έως και 10.000 δολάρια αποτιμάται η κάθε «μετακίνηση») φαίνεται να ενεργοποιούν τα γραφειοκρατικά ανακλαστικά της Ε.Ε. Ο Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε ότι η χώρα του πρόκειται να υποβάλει στον ΟΗΕ ένα σχέδιο ψηφίσματος, ζητώντας την έγκριση του Οργανισμού, για την καταστροφή των πλοιαρίων των διακινητών μεταναστών στη Μεσόγειο.

Επιστρέφουμε στον Σεμπαστιάο Σαλγάδο, για την ακρίβεια στα ημερολόγιά του. Ο θρυλικός φωτογράφος σήμερα είναι 71 ετών και ο γιος του Τζουλιάνο μαζί με τον Βιμ Βέντερς γύρισαν το ντοκιμαντέρ «Το αλάτι της γης» (που συνεχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες εδώ και περισσότερο από ένα μήνα), με θέμα το «βλέμμα» του Σαλγάδο στον κόσμο. Επί 40 χρόνια ταξίδεψε σε περισσότερες από εκατό χώρες αποτυπώνοντας την ανθρώπινη συνθήκη. Ο Σεμπαστιάο, όπως λέει ο Βέντερς, «είχε δει την καρδιά του σκότους», αφιερώνοντας ένα μέρος της ζωής του στην προσπάθειά του να φωτίσει τη μοίρα των απόκληρων.

Δίνουμε τον λόγο στον Σαλγάδο. Στο βίωμά του όπως το αφηγείται στο ντοκιμαντέρ. Τόποι και γεγονότα, όσο πραγματικά είναι τόσο και διαχρονικά:

Κονγκό, 1994: «Η κατάσταση στη Ρουάντα συνέχισε να εξελίσσεται. Ο στρατός των Χούτου που ήταν στην εξουσία, νικήθηκε. Και υποχώρησε στο Κονγκό, στην περιοχή Γκόμα. Πρώτα, οι Τούτσι έφυγαν να σωθούν από τη βαρβαρότητα των Χούτου. Μετά, οι Χούτου έφυγαν να σωθούν από την κατοχή των Τούτσι. Αρα, όλοι έφυγαν να σωθούν. Μέσα σε λίγες ημέρες, τον Ιούλιο του 1994 η περιοχή Γκόμα υποδέχτηκε πάνω από 2.000.000 άτομα. Ηταν σκέτη καταστροφή. Ασθένειες όπως η χολέρα άρχισαν να εξαπλώνονται. Κι οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν σαν τις μύγες. Τουλάχιστον 12-15.000 άνθρωποι πέθαιναν κάθε μέρα. Ηρθε μία μπουλντόζα του Γαλλικού Στρατού που μάζευε δεκάδες πτώματα, τα άφηνε καταγής και τα σκέπαζε με χώμα. Αυτές τις εικόνες έπρεπε να τις δει όλος ο κόσμος. Να δει πόσο τρομερό είναι το ανθρώπινο είδος. Εφυγα άρρωστος από εδώ. Το σώμα μου είχε αρρωστήσει. Δεν είχα καμία μεταδοτική ασθένεια, αλλά η ψυχή μου ήταν άρρωστη».

Κονγκό, 1997: «Δύο εκατομμύρια άνθρωποι είχαν φύγει απ’ τη Ρουάντα. Ενα μέρος από αυτούς επέστρεψε στη Ρουάντα. Ενα άλλο μέρος φοβόταν την καταστολή. Μία φάλαγγα 250.000 ανθρώπων έφυγε από την πόλη Γκόμα και πήγε στα δάση του Κονγκό. Τους χάσαμε. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονται. Εξι μήνες μετά εμφανίστηκαν στο Κισανγκάνι, στην καρδιά του Κονγκό. Εζησαν για έξι μήνες στο δάσος. Ο ΟΗΕ με οδήγησε σε εκείνο το μέρος. Πέρασα τρεις μέρες με αυτούς τους ανθρώπους που έφταναν συνεχώς. Φάλαγγες ανθρώπων, η μία μετά την άλλη. Αν σκεφτείς πως όταν έφυγαν ήταν περίπου 250.000 άνθρωποι. Και έφτασαν μόλις 40.000. Αγνοούνταν ακόμη 210.000 άνθρωποι. Κάποια στιγμή το κίνημα ανταρτών υπέρ των Τούτσι που κατέλαβε το Κισανγκάνι άρχισε να διώχνει αυτούς τους ανθρώπους, να τους στέλνει πίσω. Εξι μήνες έκαναν για να φτάσουν εδώ, και τώρα, πάλι πίσω στη Ρουάντα. Εκεί συνάντησα ανθρώπους που δεν άντεχαν πια, που είχαν αρχίσει να παραληρούν, να χάνουν τα λογικά τους, που είχαν τρελαθεί… Οταν έφυγα από εδώ δεν πίστευα σε τίποτα πια. Δεν πίστευα πως υπάρχει σωτηρία για το ανθρώπινο είδος…».

Γιουγκοσλαβία, 1994-1995: «Η βία, η αγριότητα δεν είναι μονοπώλιο ξένων που βρίσκονται πολύ μακριά. Είναι δίπλα μας, στην Ευρώπη, στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι Κροάτες, φεύγοντας από την Κράινα, σκότωσαν πολύ κόσμο. Η βία είχε γενικευτεί. Αυτό κυρίως μου προκαλούσε αποτροπιασμό. Να βλέπω πόσο μεταδοτικό ήταν το μίσος. Ολόκληρες οικογένειες. Ολος ο σερβικός πληθυσμός της Κράινα εκδιώχθηκε. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν διωγμένοι απ’ τα σπίτια τους και γύρευαν ένα μέρος για να πάνε, με τους γείτονές τους να τους πυροβολούν. Καταυλισμοί προσφύγων κοντά στην Τούζλα στην κεντρική Βοσνία. Αυτές οι οικογένειες είχαν φύγει από τη Ζέπα όπου οι Σέρβοι δολοφόνησαν χιλιάδες νεαρούς άντρες. (…) Απ’ τα αυτοκίνητα, καταλαβαίνουμε πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής, ευρωπαϊκό διανοητικό επίπεδο, ευρωπαϊκές υποδομές, και τα έχασαν όλα. Εκατοντάδες χιλιόμετρα, γεμάτα ανθρώπους κι αυτοκίνητα. Είμαστε πολύ άγρια ζώα. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε τρομερά ζώα. Στην Ευρώπη, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, παντού. Είμαστε τρομερά βίαιοι. Η ιστορία μας είναι μια ιστορία πολέμων. Είναι μια ιστορία χωρίς τέλος. Μια ιστορία καταστολής, μια ιστορία τρέλας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή