Αποψη: Η σημασία και οι επιπτώσεις της τραπεζικής ένωσης

Αποψη: Η σημασία και οι επιπτώσεις της τραπεζικής ένωσης

4' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ευρωπαϊκή Ενωση κινείται πλέον προς μια τραπεζική ένωση στην οποία η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με τον χειρισμό των «προβληματικών» τραπεζών, ενσωματώνεται στις βασικές λειτουργίες της Ζώνης του Ευρώ. Η τραπεζική ένωση αποτελεί το σύνολο μιας πολύπλοκης διαδικασίας που βασίζεται: α) στην ενιαία εποπτική αρχή που βρίσκεται υπό την ευθύνη της ΕΚΤ, στην οποία θα εφαρμόζονται όλοι οι νέοι κοινοί κανόνες σε θέματα τραπεζικής λειτουργίας, όπως η εποπτεία, το ρυθμιστικό πλαίσιο και ζητήματα που αφορούν την επάρκεια κεφαλαίων, β) στον ενιαίο μηχανισμό διευθέτησης, όπου -σε ευρωπαϊκό επίπεδο- θα μπορεί να κρίνεται αν μια τράπεζα χρειάζεται να εξυγιανθεί (να εκκαθαριστεί με άλλα λόγια) και εν συνεχεία να λαμβάνονται τα ανάλογα μέτρα και γ) στο ενιαίο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, το οποίο θα ξεπερνά τους στόχους των σημερινών εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, αποτελώντας τη μεγαλύτερη ίσως μορφή ευρωπαϊκής ενοποίησης έως σήμερα.

Για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε έναν χάρτη πορείας για την τραπεζική ένωση, για τα 19 κράτη-μέλη που ανήκουν σήμερα στην Ευρωζώνη και τις τράπεζές τους, στοιχείο που κάνει την «ενιαία αγορά» στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα αισθητά πιο αποτελεσματική. Η εποπτεία, ωστόσο, των τραπεζών δεν είναι απλώς ένα τεχνικό θέμα, αλλά απαιτεί πολλά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στην παροχή πιστώσεων, την απασχόληση και εν γένει την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Επιπλέον, οι επιλογές του τρόπου και των δεδομένων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την απόδοση των επιχειρήσεων αλλά και των εθνικών οικονομιών. Είναι γνωστό ότι τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών στις περισσότερες περιφερειακές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δημιουργήθηκαν στην πραγματικότητα από τις μεγάλες εκροές κεφαλαίων προς τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα που διέθεταν πλεόνασμα κεφαλαίων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα ανοίγματα των τραπεζών από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας υπερπενταπλασιάστηκαν μεταξύ των ετών 1999-2008, στοιχείο που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας άλλωστε στην ευρωπαϊκή περιφέρεια αποτέλεσε τον μηχανισμό που συνέδεε τη συσσώρευση πλεονάσματος κεφαλαίων του ευρωπαϊκού Βορρά με την ταυτόχρονη στέρησή τους από τον Νότο. Χωρίς ενιαία εποπτεία, οι εθνικές εποπτικές αρχές βρίσκονται σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν με επάρκεια αυτές τις διαπιστώσεις, οι οποίες ωστόσο πυροδοτούν και κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, σταδιακά σε όλη την Ευρώπη. Με την εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η τραπεζική ένωση δύναται να προσφέρει τη δυνατότητα καλύτερης προστασίας της πραγματικής οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Δύο είναι οι κυρίαρχοι στόχοι της: (i) να μειωθεί ο κατακερματισμός των κεφαλαίων μεταξύ των τραπεζών και (ii) να εδραιωθεί η συνεχής οικονομική ανάκαμψη, μέσω της ενίσχυσής τους, κυρίως δε μέσω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους.

Σημαντικές επιδράσεις της τραπεζικής ένωσης (Τ.Ε.)

Η εν εξελίξει αναθεώρηση της εποπτείας των τραπεζών αναμένεται να έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τους πρωταρχικούς σκοπούς της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ολοκλήρωσης της νομισματικής ένωσης. Κατά βάση, η δημιουργία της Τ.Ε. αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μειώνοντας το κόστος χρήματος συνολικά και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη των χωρών-μελών, κυρίως δε αυτών του πολύπαθου ευρωπαϊκού Νότου και δη της Ελλάδας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αρκεί προκειμένου να διασφαλιστούν η αποτελεσματική λειτουργία της νομισματικής ένωσης και η οριστική επίλυση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Η αξιολόγηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών από την ΕΚΤ και η διενέργεια των stress tests συμβάλλουν σημαντικά στην εμπέδωση ενός περιβάλλοντος εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών και των καταθετών τους (σε επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας), απομακρύνοντας αβεβαιότητες και κεφαλαιακούς περιορισμούς που θέτουν εμπόδια στη χορήγηση δανείων.

Επίσης, αποτέλεσμα της επαρκούς εποπτείας των τραπεζών είναι και η μείωση του χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού, η αύξηση της προσφοράς χρήματος με μείωση του κόστους δανεισμού και εν γένει η στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης. Η εγκαθίδρυση της Τ.Ε. αποτελεί μια θεμελιώδους σημασίας θεσμική μεταρρύθμιση, η οποία αναμένεται να συμπληρώσει και να ενισχύσει τη νομισματική ένωση και να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

Φαίνεται επίσης πιθανό ότι η Τ.Ε. θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς. Η ενοποιημένη εποπτεία θα δημιουργήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών και των διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων και θα βελτιστοποιήσει την εσωτερική διαχείριση των κεφαλαίων τους, ενισχύοντας τη ρευστότητα και τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης. Επιπλέον, η ενίσχυση του ρόλου των αγορών κεφαλαίων στη Ζώνη του Ευρώ θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Τα τραπεζικά δάνεια, άλλωστε, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού των νοικοκυριών και περίπου το 50% της εξωτερικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Αυτό είναι διαφορετικό από ό,τι ισχύει στις ΗΠΑ, όπου περίπου το 75% της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων προέρχεται από τις αγορές κεφαλαίων (μετοχές και χρεόγραφα).

Τέλος, αυτό που προκρίνεται σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η χρήση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Αυτή η αλλαγή είναι πολύ σημαντική για την αναδόμηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με τη διαρθρωτική και σταδιακή απομόχλευσή του, με τρόπο τέτοιο που να δίδεται επαρκής χρόνος στις τράπεζες να απορροφήσουν τις ζημίες στα χαρτοφυλάκιά τους από την εν εξελίξει οικονομική κρίση. Η διαφοροποίηση της σύνθεσης της χρηματοδότησης θα έχει προφανή πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις της Ζώνης του Ευρώ, καθώς αυτό τους επιτρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη ομάδα μη τραπεζικών επενδυτών και να επηρεάζονται έτσι σε μικρότερο βαθμό από τα «χτυπήματα» στον τραπεζικό τομέα. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει διαφοροποίηση και ξεκάθαρο προσανατολισμό από μέρους των επιχειρήσεων.

* Ο κ. Κ. Ζοπουνίδης είναι καθηγητής, ακαδημαϊκός, Πολυτεχνείο Κρήτης, Distinguished Research Professor, Audencia Nantes School of Management, πρόεδρος της Financial Engineering and Banking Society.

** Ο δρ Χρ. Μ. Λεμονάκης είναι επιστημονικός συνεργάτης, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής, ΤΕΙ Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή