Παρίες και πρότυπα

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγες μέρες συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τον φόνο τριών ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνας. Ποιοι ήταν; Τα σύντομα βιογραφικά τους μας δίνουν ένα πολύ περιορισμένο, αλλά συγχρόνως εντελώς ουσιαστικό, στίγμα. Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου, παντρεμένη και έγκυος τεσσάρων μηνών, ήταν πτυχιούχος της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα και στο City University του Λονδίνου. Η 34χρονη Παρασκευή Ζούλια είχε πτυχίο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών από το Πάντειο και μεταπτυχιακά στο University of Greenwich, στα Διεθνή Τραπεζικά και Χρηματοοικονομικά. Ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο του Stirling. Νέοι άνθρωποι, με καταγωγή από την επαρχία, σπουδές στην Αθήνα και μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, που δεν βρήκαν στρωμένη οικογενειακή δουλειά, δεν έζησαν από τα έτοιμα, δεν έβαλαν μέσο για να μπουν στο Δημόσιο, δεν απέκτησαν πολιτικά προνόμια. Μόχθησαν και σπούδασαν, μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα, και έγιναν επιτυχημένοι επαγγελματίες στον τομέα τους. Εκπροσωπούσαν μια ανερχόμενη μεσαία τάξη που συνέδεσε το μέλλον της με τη μόρφωση, την εξωστρέφεια και την αξιοκρατία.

Τα ονόματά τους δεν είναι ευρύτερα γνωστά, δεν τους τιμά κανείς πέρα από τις οικογένειές τους ούτε γίνονται πορείες προς τιμήν τους – και καλύτερα έτσι, αφού μια πορεία ήταν που έκοψε το νήμα της ζωής τους. Το χειρότερο και πιο άδικο είναι πως δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για τον τραγικό χαμό τους. Ακόμη χειρότερα: κανείς δεν δείχνει να ενοχλείται από αυτό. Εκείνοι είναι νεκροί, οι δολοφόνοι τους όμως κυκλοφορούν ελεύθεροι και μάλλον δεν θα λογοδοτήσουν ποτέ. Το αντίθετο: καίνε και εξουσιάζουν το κέντρο της πόλης και τα συνθήματά τους στολίζουν το σημείο όπου διέπραξαν το έγκλημά τους.

Η αδιαφορία για τη μνήμη τους δεν ξαφνιάζει. Οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούσαν τις αξίες μιας Ελλάδας που ηττήθηκε. Αντίθετα, την εξουσία, πνευματική και κρατική, κατέχουν οι άνθρωποι εκείνοι που αυτές τις αξίες τις περιφρονούν ανοιχτά και τις καταπατούν καθημερινά.

Πρόσφατα, ο Μάρκος Βερέμης, συνιδρυτής μιας από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές εταιρείες που παράγει λογισμικό στην Ελλάδα και το εξάγει σε 42 χώρες, περιέγραφε στους Financial Times την απογοήτευσή του για το γεγονός πως άνθρωποι σαν κι αυτόν, δηλαδή νέοι (ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων στην επιχείρησή του είναι 29 χρόνων), εξωστρεφείς και με δίψα για δημιουργία και προκοπή, αισθάνονται απολύτως απομονωμένοι σε μια χώρα που αντί να τους επιτρέψει να δημιουργήσουν, ουσιαστικά τους λοιδορεί.

Οι περισσότεροι Ελληνες που συναντώ εκτός Ελλάδας ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων. Και αυτό είναι φυσιολογικό, αφού για να σταθεί και να προχωρήσει ένας Ελληνας εκεί, πρέπει να μοχθήσει, να δημιουργήσει και να διακριθεί σε έναν παγκόσμιο στίβο όπου η απάτη και η κοροϊδία δεν περνάνε εύκολα, όπου δεν θα σε στηρίξουν η οικογένεια και οι γνωστοί σου, όπου δεν θα σε βοηθήσουν κάποιοι πολιτικοί και όπου η γκρίνια, οι δικαιολογίες, ο εξυπνακισμός και η «προοδευτική» σαχλαμάρα δεν έχουν ιδιαίτερη πέραση.

Γιατί ηττήθηκε αυτή η Ελλάδα; Αυτό είναι ίσως το πλέον υπαρξιακό ερώτημα για μένα. Σύμφωνα με τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο, ηττήθηκε γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε. Οι άνθρωποι αυτοί, γράφει, είναι απειροελάχιστοι, μια μηδαμινή μειοψηφία, οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η δημιουργική «άλλη Ελλάδα», προσθέτει, δεν είναι παρά ένας μύθος. Ο κανόνας είναι τα «κομματικά λαμόγια, οι βολεμένοι και οι μίζεροι, οι θρησκόληπτοι, οι κλεπταποδόχοι, οι υποκριτές, οι νεοναζί, τα αλαλάζοντα κεφάλια σε δελτία ειδήσεων διεφθαρμένων καναλαρχών, οι παράνομα παρκαρισμένοι, παράλογα περήφανοι, παραδόπιστοι παράφρονες Ελληνες».

Δύσκολα διαφωνεί κανείς με τη ζοφερή αυτή απεικόνιση, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν θα συμφωνήσω μαζί του. Η Αγγελική, η Παρασκευή και ο Επαμεινώνδας μπορεί να μην αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά δεν ήταν μια περιθωριακή μειοψηφία. Η ευημερία στην Ελλάδα πριν από το 2009 μπορεί μεν να ήταν σε μεγάλο βαθμό επίπλαστη, δεν ήταν όμως συνολικά ψευδεπίγραφη. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν, σπούδασαν, δημιούργησαν· και συνεχίζουν υπό τις χειρότερες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, με αποτελεσματικότητα, με περηφάνεια και με σεμνότητα. Και δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που έφυγαν έξω ή εκείνοι που σπούδασαν. Η Ελλάδα είναι γεμάτη από ανθρώπους που δουλεύουν ευσυνείδητα, είναι σωστοί επαγγελματίες και κοιτάνε μπροστά: τους συναντώ συχνά στην Αθήνα και αλλού, σε μαγαζιά, σε ταξί, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και ο οποιοσδήποτε καλόπιστος άνθρωπος κάνει τον κόπο να ανοίξει λίγο τα μάτια του.

Η Ελλάδα δεν θα προκόψει αν δεν αφήσει τους δημιουργικούς της ανθρώπους να πάνε μπροστά, αν δεν τους μετατρέψει από παρίες που είναι τώρα σε πρότυπα για ολόκληρη την κοινωνία. Αν, αντίθετα, εξακολουθήσει να τους περιθωριοποιεί και να τους στοχοποιεί, αναπόφευκτα θα περιθωριοποιηθεί και η ίδια, όσα χρέη και να της χαρίσουν οι ξένοι, όσες διευκολύνσεις και να της παράσχουν.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή