«Πολύ μακριά από μία συμφωνία»

«Πολύ μακριά από μία συμφωνία»

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ Από την προηγούμενη Δευτέρα η ελληνική πλευρά ξεκίνησε να στέλνει συγκεκριμένες προτάσεις στους θεσμούς, για πρώτη φορά μετά τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Από προτάσεις για τον ΦΠΑ και τα «κόκκινα» δάνεια μέχρι τις έως τώρα «κόκκινες» γραμμές της κυβέρνησης. Ομως, ακόμα και τώρα Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι «βρισκόμαστε πολύ μακριά από μία συμφωνία», καθώς τα προβλήματα είναι πολλά, με την ελληνική πλευρά να συνεχίζει να παρουσιάζει ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις για την οικονομία που οι θεσμοί δεν συμμερίζονται.

Χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατεί ήταν η αναφορά αξιωματούχου στην «Κ» που έλεγε ότι τελικά «στο μόνο σημείο που υπάρχει μεγάλη πρόοδος είναι στην αναστροφή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων».

Ως γνωστόν, στο κρίσιμο Eurogroup της Ρίγας φτάσαμε στο ναδίρ του αρνητικού κλίματος για την Ελλάδα, που δοκίμασε τα όρια συνεργασίας με τους δανειστές, οδηγώντας στην άμεση παρέμβαση του πρωθυπουργού και την αλλαγή της διαπραγματευτικής ομάδας. Τέσσερις εβδομάδες μετά και πάλι στη Ρίγα, αυτή τη φορά στη Σύνοδο Κορυφής, ενώ επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχει βελτίωση όσον αφορά το κλίμα, συγχρόνως έγινε σαφές ότι δεν υπάρχει αλλαγή ως προς την ουσία, καθώς, όπως ξεκαθάρισαν τόσο η καγκελάριος Α. Μέρκελ όσο και ο Γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ, η συμφωνία θα βρεθεί με τους θεσμούς και όχι σε πολιτικό επίπεδο. Το σημαντικότερο; Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που δήλωνε ότι έχει καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής και απομένει το υπόλοιπο να καλυφθεί από τους δανειστές, οι δύο ηγέτες ξεκαθάρισαν ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος που πρέπει να καλύψει η Ελλάδα.

Αυτό που επίσης έγινε σαφές την εβδομάδα που μας πέρασε είναι η διαφοροποίηση της στάσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και των κρατών-μελών από αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το ΔΝΤ και τα κράτη – μέλη ευθυγραμμίζονται με την άποψη Μέρκελ – Ολάντ (ότι δηλαδή χρειάζεται να καλύψει η ελληνική κυβέρνηση ακόμα πολύ μεγάλη απόσταση). Σχετικές δηλώσεις έκανε και η Κρ. Λαγκάρντ από το Ρίο της Βραζιλίας («υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει») αλλά και ότι πρέπει να γίνει μια ολοκληρωτική προσέγγιση και «όχι μία γρήγορη και βρώμικη δουλειά», όπως είπε χαρακτηριστικά. Αντίθετα η Ε.Ε. μεταφέρει μία εικόνα πολύ πιο αισιόδοξη, όπως αποτυπώθηκε και στο εσωτερικό κείμενό της που διέρρευσε στην αρχή της εβδομάδας και έδειχνε ότι είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με πολύ λιγότερα. Η εμπειρία του παρελθόντος όμως έχει δείξει πως όταν υπάρχουν τέτοιου είδους διαφορετικές προσεγγίσεις, οι προτάσεις της Επιτροπής δεν επικρατούν. Οπως στην περίπτωση της Κύπρου, όπου το αρχικό σχέδιο του Ολι Ρεν δεν πήρε το «πράσινο φως» από τα κράτη-μέλη και το ΔΝΤ αλλά αντίθετα αντικαταστάθηκε από κάτι πολύ δυσμενέστερο.

Και ενώ η διαδικασία έχει ομαλοποιηθεί με την αλλαγή της διαπραγματευτικής ομάδας, βασικό πρόβλημα παραμένει ότι τα τεχνικά κλιμάκια δεν έχουν συναντήσεις με τους υπουργούς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η σιγουριά πολλές φορές ότι υπάρχει υπουργική έγκριση για κάποια συγκεκριμένη απόφαση. Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι αρμόδιοι υπουργοί καταθέτουν νομοθετικές προτάσεις στην Ελλάδα αντίθετες από αυτές που συζητούνται σε τεχνικό επίπεδο στις Βρυξέλλες, ακυρώνοντας την αξιοπιστία της διαπραγμάτευσης.

Με τον χρόνο να πιέζει ασφυκτικά, βγαίνουν στην επιφάνεια προτάσεις πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη αναφορικά με την τύχη του ελληνικού θέματος: Από την παράδοση ενός τελεσιγράφου (take it or leave it) από τους δανειστές, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία εντός του χρονικού πλαισίου (σχέδιο που ανέφερε και ο Αμερικανός εκπρόσωπος στο ΔΝΤ στην τελευταία συνεδρίαση του Ταμείου) μέχρι σενάρια για κάποιας μορφής παράταση του προγράμματος.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και η παρέμβαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, με τον υπουργό Οικονομικών της Τζακ Λου να διαμηνύει στον κ. Αλέξη Τσίπρα κατά την προχθεσινή τηλεφωνική τους επικοινωνία ότι «ενδεχόμενη αποτυχία να βρεθεί σύντομα συμφωνία, θα προκαλέσει άμεσα δυσχέρεια στην Ελλάδα και αβεβαιότητα για την Ευρώπη και ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία».

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία με το κλίμα να έχει βελτιωθεί, χωρίς, όμως, να έχει επέλθει σημαντική σύγκλιση. Και ενώ όλοι κατανοούν ότι η συμφωνία είναι μονόδρομος, έχουν πολύ διαφορετικές σκέψεις για το τι πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που δεν επέλθει στα ασφυκτικά πλέον χρονικά όρια.

Επιπλέον δυσκολία είναι ότι η καθυστέρηση μεγαλώνει το δημοσιονομικό ποσό των μέτρων που απαιτούνται. Ετσι, εκεί που η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Σαμαρά είχε μία δημοσιονομική απόσταση περίπου 1,5 δισ. για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3%, τώρα γίνονται συζητήσεις για τριπλάσια μέτρα (4-5 δισ.) για πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 1%. Είναι ξεκάθαρο ότι είναι επιτακτική ανάγκη για την Ελλάδα να κλείσει τη διαπραγμάτευση όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή