Συγκλίσεις και αποκλίσεις λόγω ελληνικής κρίσης

Συγκλίσεις και αποκλίσεις λόγω ελληνικής κρίσης

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τελικά, η ευχή της Αγκελα Μέρκελ να μην επισκιάσει το αέναο ελληνικό ζήτημα τη σύνοδο του G7, του οποίου θα είναι οικοδέσποινα αυτό το Σαββατοκύριακο στη Βαυαρία, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα πραγματοποιηθεί. Η Ελλάδα, αναμφίβολα, θα είναι ψηλά στην ατζέντα της διμερούς συνάντησης της τελευταίας στιγμής μεταξύ της καγκελαρίου και του Μπαράκ Ομπάμα, σήμερα το πρωί.

Η ελληνική κρίση έχει υπάρξει σημείο τριβής στις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις. Στο βιβλίο του –και ακόμα περισσότερο στις σημειώσεις του– ο τέως υπουργός Οικονομικών, Τιμ Γκάιτνερ, θυμάται την ιερή αγανάκτηση και την τιμωρητική διάθεση των Γερμανών απέναντι στην Ελλάδα στη σύνοδο υπουργών Οικονομικών του G20 στο μακρινό Ικαλουίτ του Καναδά, τον Φεβρουάριο του 2010. Στη σύνοδο αυτή, όπου πρωτογνώρισε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, o κ. Γκάιτνερ έστειλε για πρώτη φορά το μήνυμα που θα ήταν η μόνιμη «κόκκινη γραμμή» των Αμερικανών τα επόμενα χρόνια: χωρίς να φέρνει αντίρρηση στη σκληρή μεταχείριση της Ελλάδας, υπογράμμισε την ανάγκη οι Ευρωπαίοι να δείξουν, με την αντίδρασή τους, την ακλόνητη δέσμευσή τους στην ακεραιότητα της Ευρωζώνης.

Στα επόμενα χρόνια, στις πιο κρίσιμες στιγμές –από τη διαπραγμάτευση για το πρώτο μνημόνιο ώς τις Κάννες και τις ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012– η Ουάσιγκτον παρενέβη επανειλημμένως, και συχνά στο ανώτατο επίπεδο, ασκώντας πίεση στο Βερολίνο ώστε να αποτρέψει μια άτακτη ελληνική χρεοκοπία και μια έξοδο από το ευρώ. Η βασική ανησυχία της κυβέρνησης Ομπάμα ήταν να μην απειλήσουν οι εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, μετά τη βαθιά ύφεση του 2007-2009. Κρίσιμος παράγοντας, ειδικά στην ανάλυση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ήταν και οι γεωπολιτικές συνέπειες, σε μια ασταθή περιοχή, ενός ελληνικού «ατυχήματος».

Ωστόσο, υπήρχε και μια ευρύτερη φιλοσοφική αντιπαράθεση, μεταξύ της κεϊνσιανών αντιλήψεων αμερικανικής κυβέρνησης και των πιστών της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην καγκελαρία και στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Η αντιπαράθεση αυτή εκφραζόταν με την κριτική των Αμερικανών στον βαθμό της λιτότητας που επιβαλλόταν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα –κριτική που γινόταν δεκτή με έναν συνδυασμό εκνευρισμού και περιφρόνησης στο Βερολίνο.

Παραδόξως όμως, στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, οι απόψεις της αμερικανικής και της γερμανικής κυβέρνησης –ή έστω της καγκελαρίας– για την Ελλάδα είναι πιο κοντά από ποτέ. Η κ. Μέρκελ έχει πειστεί, εδώ και κάποια χρόνια, ότι το οικονομικό και το γεωπολιτικό ρίσκο μιας ελληνικής εξόδου δεν είναι διαχειρίσιμο (ο κ. Σόιμπλε είναι μια άλλη υπόθεση). Αν δεν ήταν πολιτικά δέσμια του μηχανισμού διάσωσης, με κεντρικό ρόλο του ΔΝΤ, που η ίδια έστησε, πιθανόν να δεχόταν μία συμφωνία πιο ήπια από αυτή που κατήρτισαν οι θεσμοί.

Από την άλλη, όπως λέει ο Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ, αναλυτής στο Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον, «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαντλήσει την κυβέρνηση Ομπάμα. Ακόμα και το υπουργείο Οικονομικών, που διακρίνεται για τον κεϊνσιανισμό και τον αντι-γερμανισμό του, έχει χάσει την υπομονή του μαζί τους. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει επιφέρει μία σύγκλιση μεταξύ δύο παραδοσιακών αντιπάλων μ’ έναν τρόπο που δεν περίμενα». Την εικόνα της σύγκλισης μεταξύ της καγκελαρίου και του κ. Ομπάμα επιβεβαιώνει και η Μέγκαν Γκριν, επικεφαλής οικονομολόγος της Manulife Asset Management.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή