Ας μιλήσουμε για τα κόμματα

Ας μιλήσουμε για τα κόμματα

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, έγραφα: “προβλέπω ότι το χειμώνα του 2012 δεν θα υπάρχουν κόμματα που λέγονται "ΠΑΣΟΚ", "Νέα Δημοκρατία" και "ΣΥΡΙΖΑ". Θα υπάρχουν άλλα πράγματα, περίεργα, καινοφανή, μεταλλαγμένα”. Βεβαίως, έπεσα έξω. Έχουμε 2015 τώρα και υπάρχουν ακόμα και τα τρία. Τυπικά. Γιατί στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ ωσονούπω παύει να είναι αυτό που ήταν (και πιθανότατα θα αλλάξει και όνομα, όπως ο Νέος Πανιώνος), η Νέα Δημοκρατία αυτοστραγγαλίζεται σιωπηλά στα χέρια του αποσβολωμένου Αντώνη Σαμαρά, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, που κυβερνά, βρίσκεται σύμφωνα με τα περισσότερα σενάρια υπό διχοτόμηση ή και τριχοτόμηση, υπό το βάρος της διαφαινόμενης συμφωνίας, του επερχόμενου και αναπόφευκτου τρίτου μνημονίου, και ίσως και του μεγέθους της φιλοδοξίας μιας κάποιας ακραίων αντιλήψεων ΠτΒ.

Οπότε μπορεί να μην πέτυχα ακριβώς το χρόνο αλλά, αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα επαληθευτώ.

Γιατί όμως έχει σημασία; Επειδή στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα είναι ο πυρήνας της πολιτικής. Στην Ελλάδα, η πολιτική συνίσταται κυρίως στην έκφραση θολών ιδεολογικών απόψεων επενδυμένων με κομματικό μανδύα. Αυτό είναι η πολιτική για εμάς: Οπαδιλίκι. Διαλέγουμε μια άποψη, συνήθως χωρίς βαθιά γνώση του προβλήματος ή ανάλυση των δεδομένων, και μετά στρατευόμαστε με τον κομματικό σχηματισμό που ταιριάζει πιο πολύ με την άποψή μας, και μάλιστα φανατικά. Από εκεί και πέρα, το μόνο που παρακολουθούμε από την ουσία της πολιτικής είναι οι εκλογές, και το μόνο που μας νοιάζει είναι να κερδίσουν οι δικοί μας. Για πάρα πολλά χρόνια η φανατίλα ήταν συνυφασμένη και με το συμφέρον, καθώς η στράτευση με ένα κόμμα συνεπαγόταν και οικονομικά οφέλη στην περίπτωση που το κόμμα κέρδαγε. Τη φανατίλα τους εξαργύρωναν οι αφισοκολλητές του ΠΑΣΟΚ, τη φανατίλα τους εξαργύρωναν και οι στρατευμένοι της ΔΑΠ ΝΔΦΚ, μέχρι που όλοι μαζί μας πτώχευσαν. Με κάποια συμπάθεια και κάποιον οίκτο παρακολουθούμε τώρα την ασθματική προσπάθεια προβεβλημένων αντιμνημονιακών να εξαργυρώσουν όση από την αντιμνημονιακή τους μήνι προλαβαίνουν, σε θεσούλες σε υπουργεία και στην ΕΡΤ.

Η προσκόλλησή μας στα κόμματα και η εξάρτησή μας από αυτά δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, όμως. Πάντα έτσι κάναμε πολιτική εδώ.

Σε μια έρευνα με τίτλο “Γιατί δεν υπάρχει πελατειακό κράτος στη Σκανδιναβία;” ο κοινωνιολόγος Αποστόλης Παπακώστας γράφει ότι ο ελληνικός λαός “πολιτικοποιήθηκε” πάρα πολύ νωρίς, πριν καν καλά καλά στηθεί η δημόσια διοίκηση της χώρας και οι γραφειοκρατικές της δομές. Στην Ελλάδα του 1863 το 60% των ανδρών ηλικίας ανάμεσα στα 20 και τα 65 ψήφιζε, ποσοστό αδιανότητο για την εποχή στις περισσότερες εξελιγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 1890 στη Σουηδία ήταν 10%. Και αυτή η πολιτικοποίηση δεν έγινε από μόνη της. Ο εναγκαλισμός των Ελλήνων με τα πολιτικά κόμματα ξεκίνησε από τότε κιόλας, και καθόρισε τον χαρακτήρα της ενασχόλησης με τα κοινά για αιώνες. Πρώτα ήρθε κι εγκαθιδρύθηκε η κομματικοποίηση της πολιτικής ζωής, και στη συνέχεια αυτή μόλυνε κάθε άλλη πολιτική έκφανση που ακολουθούσε. Στις περισσότερες άλλες χώρες έγινε το αντίθετο: Προϋπήρχαν οι δομές, και μετά ήρθαν τα κόμματα και οι ιδεολογίες.

Το ενδιαφέρον και το συναρπαστικό της υπόθεσης είναι το ότι εμείς εδώ αυτή την εποχή ζούμε μια ραγδαία ανακατανομή του πολιτικού κέντρου βάρους. Η διάκριση αριστερά-δεξιά έχει ξεπεραστεί οριστικά εδώ και δεκαετίες παγκοσμίως, αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, η ουσία της πλέον φθίνει. Άλλωστε, σε μια χώρα στην οποία η Ραχήλ Μακρή αποκαλεί το Γιάννη Πανούση “ντροπή της αριστεράς”, καταλαβαίνει κανείς ότι οι ορισμοί έχουν χάσει κάθε νόημα, και οι παλιές ιδεολογίες έχουν ανακατευτεί σε μια γκρίζα σούπα που, πλέον, δεν ξαναχωρίζεται στα συστατικά της με τίποτα.

Τώρα το βάρος έχει πρόσκαιρα μετατοπιστεί στο διαχωρισμό μνημονιακού-αντιμνημονιακού, ο οποίος μπορεί να εξελιχθεί σε φιλοευρωπαϊκού-αντιευρωπαϊκού ή και σε κάτι άλλο στο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι από αυτή τη ζύμωση -ή, για να είμαστε συνεπείς, αυτό το μαγείρεμα-, κάτι νέο θα προκύψει. Δεν ξέρουμε ακόμη τι. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι του χρόνου τέτοιον καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ένα μετριοπαθές κρατικιστικό φιλοευρωπαϊκό κόμμα σαν το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ, ότι κάποιοι από τους νυν ακραίους του θα έχουν συρρικνωθεί στις παλιές συνιστωσούλες τους, ιδεολογικά συνεπείς και διαχρονικά ασήμαντοι, κι από κάποιες άλλες, πιο λαϊκιστικές παραφυάδες του, θα έχει ξεφυτρώσει ένας νέος υστερικός Λεπενικός πόλος, που θα φιλοδοξεί να εγκολπώσει λαϊκές δυνάμεις και από τον δεξιά των Ανεξ.Ελ. χώρο. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι μια επιστροφή του Κώστα Καραμανλή (που πάτησε το γκάζι για την πτώχευση της Ελλάδας, αλλά για κάποιο λόγο εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς άμεμπτος, αμόλυντος) θα ξανακάνει τη Νέα Δημοκρατία κόμμα εξουσίας, ίσως με πιο κεντρώο προσανατολισμό και τον Ευάγγελο Βενιζέλο στην κοινοβουλευτική της ομάδα, και επίσης μπορεί κανείς να φανταστεί το Νέο ΠΑΣΟΚ ως ένα γραφικό εξωκοινοβουλευτικό κομματίδιο, μαζί με τους Κυνηγούς και τους Οικολόγους. Ή μπορεί να κάνω πάλι λάθος κι όλα αυτά να γίνουν το 2018.

Το σίγουρο είναι ότι βραχυπρόθεσμα η προσέγγιση των ψηφοφόρων δεν θα αλλάξει. Ό,τι κόμματα κι αν ξεπροβάλλουν από την τερατογέννηση της παλαβής μας εποχής, ο καθένας θα διαλέξει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στην υστερία και τα ένστικτά του, και θα πουλάει οπαδιλίκι περιμένοντας μια ολοένα και πιο απίθανη μελλοντική εξαργύρωση. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή