Τι θα αποτελούσε λύση για την Ελλάδα

Τι θα αποτελούσε λύση για την Ελλάδα

9' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επειτα από πέντε μήνες χωρίς λευκό καπνό, η κυβέρνηση εισέρχεται στο τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου με το φάσμα της χρεοκοπίας και των κεφαλαιακών ελέγχων να είναι πλέον άμεσα ορατό.

Ωστόσο, ακόμα κι αν επιτευχθεί συμφωνία, είναι κοινή παραδοχή ότι δεν θα αποτελεί παρά μία αναστολή εκτέλεσης για την Ελλάδα. Η μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου διολίσθηση της οικονομίας σε ύφεση, με συνέπεια ο (πολύ χαμηλότερος) στόχος για το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα -1% του ΑΕΠ- να απαιτεί περισσότερα μέτρα για την επίτευξή του από όσα ζητούσε τον περασμένο Δεκέμβριο η τρόικα από την κυβέρνηση Σαμαρά για να φτάσει στο 3% του ΑΕΠ. Η χρηματοδότηση που θα προκύψει αρκεί για να φτάσει η χώρα ώς το τέλος του καλοκαιριού, όχι πιο μακριά. Τα νέα μέτρα λιτότητας για το 2015-6 συνιστούν ένα τεράστιο βαρίδι στην ήδη καθημαγμένη εγχώρια ζήτηση.

Η «Κ» ζήτησε από τέσσερις κορυφαίους διεθνείς αναλυτές, που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με την ελληνική κρίση, να παρουσιάσουν το περίγραμμα της πιο μακροπρόθεσμης συμφωνίας που χρειάζεται σε δεύτερο χρόνο η Ελλάδα, ώστε να βγει επιτέλους από το βαθύ πηγάδι στο οποίο έχει βυθιστεί εδώ και πέντε χρόνια. Οι επισκέπτες αρθρογράφοι δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα. Τονίζουν όμως όλοι ότι απαραίτητη πτυχή μιας οριστικής λύσης πρέπει να είναι μία περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Ο Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ του Peterson Institute for International Economics στη Ουάσιγκτον σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση «πρέπει να επιμείνει στις φιλοαναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που θα προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις. Παράλληλα, «το ελληνικό χρέος που βρίσκεται στα χέρια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ πρέπει να μετατραπεί σε πιο μακροχρόνια δάνεια του EFSF/ESM, και πρέπει να δοθούν νέες παρατάσεις στο σύνολο των οφειλών προς την Ευρωζώνη».

Η Μέγκαν Γκριν, επικεφαλής οικονομολόγος της Manulife Asset Management, τονίζει κι αυτή την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα διαρθρωτικά μέτρα αντί της λιτότητας. Προσθέτει επίσης ότι η μακροπρόθεσμη συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει και νέα κονδύλια για τη (νέα) ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που θα χρειαστεί.

Ο Ζολτ Νταρβάς του Bruegel, τονίζει ότι, στον βαθμό που η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή γίνει μέσω των φόρων, είναι καλύτερο να αυξηθεί η φορολογία στην κατανάλωση, τον πλούτο και την κληρονομιά, παρά στις επιχειρήσεις.

Την πιο ριζοσπαστική λύση προτείνει ο πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ και νυν επισκέπτης καθηγητής στο Princeton, Ασόκα Μόντι. Ο Μόντι προτείνει διαγραφή του ελληνικού χρέους ώστε να μειωθεί στο 50% του ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα 0,5% για την επόμενη τριετία, ώστε να μπορέσει η χώρα να βγει οριστικά από τα επείγοντα.

Να αποτραπεί η χρεοκοπία

ΓΙΑΚΟΜΠ ΚΙΡΚΕΓΚΑΑΡΝ*

Εχουμε φτάσει στην ώρα της αλήθειας για την Ελλάδα. Το πιο σημαντικό πράγμα αυτή τη στιγμή είναι μία βραχυπρόθεσμη συμφωνία που θα αποτρέπει τη χρεοκοπία και ολέθριους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων στις επόμενες μέρες. Η ηγεσία της Ελλάδας πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η διακυβέρνηση σημαίνει να πετυχαίνεις το καλύτερο που είναι εφικτό, όχι τα πάντα τα οποία υποσχέθηκες.

Μία συμφωνία είναι το αναγκαίο πρώτο βήμα σε μια πιο μακροπρόθεσμη πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και αλλαγής της σχέσης της με την Ευρωζώνη. Η πιο μακροπρόθεσμη διευθέτηση προϋποθέτει κινήσεις από όλες τις πλευρές.

Η κύρια αποστολή της ελληνικής κυβέρνησης είναι να θέσει τα θεμέλια για την αναζωογόνηση της οικονομίας μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας θα προκύψει από τη διάθεση των ιδιωτών επιχειρηματιών –ξένων και εγχώριων– να επενδύσουν στην Ελλάδα. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει ένα προβλέψιμο, προσαρμόσιμο και ανοιχτό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Η ελληνική κυβέρνηση, συνεπώς, πρέπει να συνεχίσει να παίρνει μέτρα για την απελευθέρωση προστατευμένων κλάδων της οικονομίας, να διασφαλίσει επαρκή ευελιξία στην αγορά εργασίας μέσω της γενικής πρόσβασης σε συλλογικές διαπραγματεύσεις στο επίπεδο της επιχείρησης, να ιδιωτικοποιήσει κρατικές επιχειρήσεις και να αποφύγει την επιβολή ασφυκτικών επιπέδων φορολογίας στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα. Εν συντομία, η Αθήνα πρέπει να επιμείνει στις φιλοαναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να περιορίσει τον δημόσιο τομέα σε ένα μέγεθος που να μπορεί να υποστηριχθεί με διαφάνεια από την κοινωνία.

Οι πιστωτές της Ελλάδας, από την πλευρά τους, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η επιμονή σε ιδιαίτερα απαιτητικούς βραχυπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους δεν θα επιτρέψει την επανέναρξη των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ μπορεί να διακινδυνεύσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα. Οι πολιτικές δεσμεύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους πρέπει να γίνουν πράξη με μία νέα αναδιάρθρωση, υπό τον όρο ότι η Αθήνα υλοποιεί τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις. Το ελληνικό χρέος που βρίσκεται στα χέρια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ πρέπει να μετατραπεί σε πιο μακροχρόνια δάνεια του EFSF/ESM, και πρέπει να δοθούν νέες παρατάσεις στο σύνολο των οφειλών προς την Ευρωζώνη.

Μία τέτοια κίνηση συνεπάγεται σημαντική εξοικονόμηση πόρων τα επόμενα χρόνια για την Ελλάδα. Δεν αυξάνει όμως το επίπεδο δανεισμού των Ευρωπαίων προς τη χώρα, καθώς δεν απαιτεί τη χορήγηση νέων δανείων.

* Εταίρος στο Peterson Institute for International Economics.

Tρίτο πρόγραμμαγια τη διάσωση

ΜΕΓΚΑΝ ΓΚΡΙΝ*

Εχοντας εξαντλήσει τα χρονικά περιθώρια της διαπραγμάτευσης, η ελληνική κυβέρνηση και οι πιστωτές της δείχνουν να πορεύονται προς μία συμφωνία οι όροι της οποίας θα απογοητεύσουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Δυστυχώς, έχει δαπανηθεί πολύ πολιτικό κεφάλαιο για να αποδεσμευτεί χρηματοδότηση για την Ελλάδα αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες της μόλις για δύο περίπου μήνες. Στο τέλος της περιόδου αυτής θα πρέπει οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Αντί να επιχειρήσουν τη σύναψη μιας ακόμα βραχυπρόθεσμης συμφωνίας που θα σπρώχνει το πρόβλημα στο μέλλον και θα οδηγήσει σε περαιτέρω εξασθένηση την Ελλάδα, θα πρέπει να στοχεύσουν σε μία συνολική λύση, που θα θέσει την ελληνική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.

Για να είναι πραγματικά συνολική, μία τέτοια συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατ’ αρχάς, ένα μεγάλο απόθεμα χρημάτων που θα προορίζεται για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Τα στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι ελληνικές τράπεζες ως ενέχυρα για να έχουν πρόσβαση στο ELA είναι περίπου 30 δισ. ευρώ. Οι καταθέσεις δεν θα επιστρέψουν όσο η χρεοκοπία του κράτους και το Grexit παραμένουν στο τραπέζι. Μέχρι να υπογραφεί η συνολική λύση για την Ελλάδα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού κλάδου θα έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο και οι τράπεζες θα χρειάζονται επιτακτικά νέα ανακεφαλαιοποίηση, πέραν των περίπου 11 δισ. του ΤΧΣ που είναι διαθέσιμα γι’ αυτό τον σκοπό.

Δεύτερον, η Ελλάδα χρειάζεται απαραιτήτως νέα ελάφρυνση του χρέους. Ούτε η Γερμανία, η μεγαλύτερη πολέμιος της ιδέας, μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Το υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο λόγω του κόστους εξυπηρέτησής του. Το μέγεθός του είναι τέτοιο που δυσχεραίνει τον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα και καταπνίγει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Τρίτον, μία συνολική συμφωνία θα πρέπει να εστιάσει λιγότερο στη λιτότητα και περισσότερο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι ανησυχητικός ο βαθμός στον οποίο οι διαπραγματεύσεις την περασμένη εβδομάδα επικεντρώθηκαν στην περικοπή δαπανών ή την αύξηση φόρων. Η υπερβολική έμφαση στη λιτότητα κατά την τελευταία πενταετία οδήγησε στη δραματική συρρίκνωση, κατά 25%, της ελληνικής οικονομίας. Αντ’ αυτού, η Ελλάδα και οι πιστωτές της πρέπει να στραφούν στο άνοιγμα των αγορών εργασίας και προϊόντων, ώστε να υπάρξει τόνωση της ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα και αύξηση των δημοσίων εσόδων.

* Επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Manulife Asset Management.

Από τα… επείγοντα στην αποκατάσταση

ΑΣΟΚΑ ΜΟΝΤΙ*

Το δράμα της ατέρμονης διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών της αποκρύπτει κάποιες βασικές αρχές. Μία ιατρική αναλογία, που συχνά χρησιμοποιείται στην περιγραφή χρηματοπιστωτικών κρίσεων, βοηθά να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Οταν ένας ασθενής καταφθάνει στα επείγοντα, ο γιατρός δεν του αρνείται τη νοσηλεία επειδή ζούσε ανθυγιεινά. Ούτε του ζητάει να κάνει τον γύρο του τετραγώνου μερικές φορές για να αποδείξει ότι είναι διατεθειμένος να αλλάξει. Και σίγουρα δεν του επιδεινώνει την αιμορραγία ως προειδοποίηση πριν τον αναλάβει.

Με την απειλή τους να διακόψουν την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, οι γιατροί της τρόικας επιδεινώνουν την κατάσταση της χώρας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Το χειρότερο δε είναι ότι επιμένουν στη συνέχιση ενός προγράμματος που έχει αποτύχει παταγωδώς εδώ και πέντε χρόνια.

Τα αίτια της αποτυχίας -στο παρελθόν και στο μέλλον- γίνονται εύκολα κατανοητά αν εξετάσει κανείς πρόσφατες δημοσιεύσεις του ΔΝΤ. Ιδιαίτερα συναφείς είναι οι μελέτες που δείχνουν ότι οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης, ότι η λιτότητα σε μία αδύναμη οικονομία αυτοαναιρείται και ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αβέβαια οφέλη.

Η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο χρέους και αποπληθωρισμoύ. Ο στόχος ενός νέου προγράμματος θα έπρεπε να είναι η σταδιακή επιστροφή της χώρας στις αγορές – η μεταφορά από τα επείγοντα στο κέντρο αποκατάστασης.

Τα κύρια σημεία ενός τέτοιου προγράμματος είναι τα εξής:

• Διαγραφή του ελληνικού χρέους ώστε να μειωθεί στο 50% του ΑΕΠ με ορίζοντα αποπληρωμής τα 40 έτη.

• Συρρίκνωση του τραπεζικού κλάδου, που έχει πληγεί βαριά και που θα συνεχίσει να είναι πηγή αδυναμίας.

• Πρωτογενή πλεονάσματα 0,5% του ΑΕΠ την επόμενη τριετία.

Με την πάροδο της τριετίας αυτής, βγαίνοντας από το κέντρο αποκατάστασης, η Ελλάδα θα εξέδιδε νέο χρέος με τη μορφή κρατικών μετατρέψιμων ομολογιών, που θα είχαν ρήτρα αναστολής πληρωμών αν το χρέος ξεπερνούσε το 75% του ΑΕΠ. Η ρήτρα αυτή θα αύξανε το κόστος δανεισμού και θα απέτρεπε τη διολίσθηση της Ελλάδας στις παλιές, κακές συνήθειες.

Αν στη συνέχεια οι Ελληνες θέλουν να κάνουν βαθύτερες αλλαγές, αυτοί είναι που θα αποφασίσουν πότε και πώς θα τροποποιήσουν το κοινωνικό τους συμβόλαιο. Μία διεθνής κοινοπραξία, με τη συνοδεία υστερικών ΜΜΕ, δεν μπορεί να διαχειριστεί την Ελλάδα.

* Επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton, πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ

Στόχος επιστροφή της ανάπτυξης

ΖΟΛΤ ΝΤΑΡΒΑΣ*

Η τεταμένη διαπραγμάτευση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών της αιωρείται μεταξύ μιας βραχυπρόθεσμης συμφωνίας και μιας ρήξης. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μία πραγματική λύση, που θα εξαλείψει μια για πάντα τον κίνδυνο του Grexit και θα διασφαλίσει ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στην ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η μεγαλύτερη απειλή που συντηρεί τους φόβους εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη σχετίζεται με την πιθανή στάση πληρωμών στο δημόσιο χρέος της χώρας. Η Ελλάδα πρέπει στα επόμενα χρόνια να πληρώσει 27 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ και 21 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ. Για να μην αθετήσει τις υποχρεώσεις της, θα χρειαστεί ένα τρίτο πακέτο χρηματοοικονομικής βοήθειας, με την αιρεσιμότητα που πάντα συνοδεύει αυτά τα προγράμματα. Η σύναψη συμφωνίας για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δεν θα αποκαταστήσει τη δυνατότητα δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές.Οι οφειλές της χώρας προς το ΔΝΤ πρέπει να αναπροσαρμοστούν, όπως έγινε και με τις οφειλές προς την Ευρωζώνη. Κατά τα άλλα, το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σημαίνει ότι δεν χρειάζεται νέο «κούρεμα». Η διασύνδεση της αποπληρωμής με το ΑΕΠ μέσω ρητρών ανάπτυξης θα μπορούσε να είναι μία χρήσιμη εξασφάλιση έναντι απροσδόκητων οικονομικών εξελίξεων.

Το νέο πρόγραμμα πρέπει να εστιάσει στη βελτίωση των επιχειρηματικών συνθηκών, στη καλύτερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Οι θεσμοί καλώς πιέζουν την Ελλάδα να συμμορφωθεί καλύτερα με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων. Χρειάζεται, επιπλέον, ένας βαθμός περαιτέρω δημοσιονομικής προσαρμογής. Ωστόσο, ένα κάπως χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα έκανε μικρή διαφορά στην εξέλιξη του χρέους. Θα ήταν προτιμότερο η προσαρμογή να εστιάσει στην περικοπή δαπανών.

Ωστόσο, αν είναι να αυξηθούν οι φόροι, είναι καλύτερο να επιβαρυνθούν περισσότερο η κατανάλωση, ο πλούτος και η κληρονομιά.

Ο μέσος φόρος επί της κατανάλωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η αύξησή του δεν θα έπληττε τον τουρισμό, ειδικά μετά τη μεγάλη μείωση στο κόστος εργασίας.

Επιπλέον, είναι πιο εύκολο να βελτιωθεί η φορολογική συμμόρφωση στον ΦΠΑ.

Η αύξηση στον φόρο επί των επιχειρηματικών κερδών θα έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην ανάπτυξη. Το ιρλανδικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό: υψηλοί φόροι στην κατανάλωση αλλά χαμηλοί φόροι στο εισόδημα και στο κεφάλαιο.Τέλος, χρειάζονται περαιτέρω παρεμβάσεις υπέρ της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Αν υπάρξει μία συνολική, αξιόπιστη λύση σε αυτές περίπου τις γραμμές, η ανάπτυξη θα επιστρέψει στην Ελλάδα.

* Εταίρος στο ινστιτούτο Bruegel.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή