Γιατί είναι απαραίτητο το «ΝΑΙ»

Γιατί είναι απαραίτητο το «ΝΑΙ»

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανακοινώνοντας η κυβέρνηση το δημοψήφισμα, μας έβαλε σε τροχιά σύγκρουσης με τους κοντινότερούς μας συμμάχους. Τίποτε καλό δεν θα βγει από αυτή την κατάσταση. Ηδη οι τράπεζες έκλεισαν. Εάν επιμείνει η κυβέρνηση στο δημοψήφισμα και κερδίσει το «ΟΧΙ», η μόνη δυνατή εξέλιξη θα είναι η δραχμή, καθώς με έλλειψη συμφωνίας η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να υποστηρίξει το τραπεζικό σύστημα. Εάν όμως ψηφισθεί το «ΝΑΙ» και εφόσον η κυβέρνηση αντικατασταθεί με μία ικανή και ευρείας αποδοχής, τότε και μόνον τότε οι εταίροι θα προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, και θα μπορέσουμε να μείνουμε στην Ευρωζώνη. Η πορεία που ακολουθεί η κυβέρνηση μας οδηγεί στην οικονομική και πολιτική απομόνωση, στην έξοδο από το ευρώ, με πιθανό αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό, στην εξαφάνιση των αποταμιεύσεων και βέβαια στην τεράστια πτώση της αξίας των συντάξεων. Το μόνο που θα μείνει όρθιο θα είναι η δυσλειτουργική μας οικονομία και το πελατειακό κράτος που θα μπορεί πλέον να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του τυπώνοντας αφειδώς χρήμα.

Εάν οι Ελληνες ψηφίσουν «ΟΧΙ», οι Ευρωπαίοι δεν θα δεχθούν τον εκβιασμό, απλά γιατί δεν μπορούν. Οι κακά σχεδιασμένες και συγκεχυμένες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης μαζί με τις διάφορες ενέργειές της στο εσωτερικό της χώρας έχουν οδηγήσει στην πλήρη απώλεια εμπιστοσύνης, κάνοντάς το αδύνατον να γίνει αποδεκτή μια νέα απόπειρα σωτηρίας της χώρας από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Τα αιτήματα της κυβέρνησης είναι ουσιαστικά μια απαίτηση για άνευ όρων χρηματοδότηση, την ώρα που δρομολογούνται επαναπροσλήψεις στον δημόσιο τομέα ατόμων για τα οποία δεν υπάρχει ανάγκη και προγραμματίζεται η αναίρεση των λιγοστών μεταρρυθμίσεων που έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι μικρές υποχωρήσεις που έκανε η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος 1% περιλαμβάνει σαν κεντρικό στοιχείο αυξήσεις φόρων των εταιρειών αναδρομικά και στο μέλλον. Το πρώτο αυξάνει την αβεβαιότητα για τυχόν νέους φόρους στο μέλλον και το δεύτερο μειώνει την απόδοση των επενδύσεων, πράγμα που καθόλου δεν ενθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ενώ πολλοί έχουμε υποστηρίξει την ανάγκη για αύξηση της χρηματοδότησης ώστε να υποστηριχθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το να παρέχονται πόροι για να στηρίζεται χωρίς όρους ένας υπέρογκος και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και ένα μη βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι εντελώς απαράδεκτο. Καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να το δεχτεί, όσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι και να είναι με την Ελλάδα και τον πολιτισμό που αντιπροσωπεύει.

Εάν το ατυχές αυτό δημοψήφισμα τελικά πραγματοποιηθεί και πλειοψηφήσει το «ΟΧΙ», οι Ευρωπαίοι θα εμμείνουν στις θέσεις τους. Η ΕΚΤ, με την απουσία της συμφωνίας και με τη μη αποπληρωμή του ΔΝΤ, δεν θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει τις ελληνικές τράπεζες, που θα παραμείνουν κλειστές. Η απόλυτη έλλειψη ρευστότητας στην αγορά θα οδηγήσει στην ασφυξία των επιχειρήσεων, την έλλειψη εμπορικής δραστηριότητας και την κατάρρευση των εσόδων του κράτους. Για να συνεχίσει τη λειτουργία του, το κράτος θα πρέπει να τυπώσει δραχμές. Ο,τι και να λέει ο κ. Βαρουφάκης, είτε το προβλέπει η συνθήκη της Ευρωζώνης είτε όχι, αυτό πλέον συνιστά έξοδο από το ευρώ. Το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί ραγδαία. Ναι μεν η νέα ελληνική ισοτιμία θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις εξαγωγές, αλλά δυστυχώς το επενδυτικό κλίμα και οι γενικότερες στρεβλώσεις της οικονομίας, καθώς και το αυξημένο κόστος εισαγωγής πρώτων υλών θα εμποδίσει την ανάπτυξή τους. Γενικά η υποτίμηση, όπως γινόταν και παλιότερα, θα μετατραπεί σε πληθωρισμό και θα εξανεμισθεί η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων. Χωρίς πλέον την πίεση των Ευρωπαίων οι πρακτικές του πελατειακού κράτους θα διαιωνισθούν και θα χρηματοδοτούνται με πληθωριστικό χρήμα. Αυτό θα επαναφέρει την αστάθεια στην οικονομική πολιτική και θα οδηγήσει σε συνεχή πτώση του βιοτικού επιπέδου σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι δε διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι η μόνη ελπίδα της οικονομίας, θα ξεχαστούν για πάντα.

Εκτός και εάν αποσυρθεί το δημοψήφισμα και η κυβέρνηση αποδεχθεί τη συμφωνία, η μόνη ελπίδα είναι να υπερψηφισθεί το «ΝΑΙ». Σε αυτή την περίπτωση οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα ήταν διατεθειμένες να διαπραγματευθούν με μία νέα αξιόπιστη κυβέρνηση πλαισιωμένη από ικανά στελέχη ευρείας αποδοχής, κατόπιν παραιτήσεως της σημερινής. Ενα ανανεωμένο πρόγραμμα θα μας επέστρεφε στη σταθερότητα. Από εκεί και πέρα νέες εκλογές θα γίνουν απαραίτητες για να εξασφαλισθεί η πλειοψηφία στην βουλή μιας αληθινά μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης. Αυτή θα πρέπει να προωθήσει ένα πρόγραμμα βασισμένο στην εξωστρέφεια της οικονομίας, στον ελεύθερο ανταγωνισμό και στην αξιοκρατία. Θα είναι σε θέση επίσης, κατόπιν ενός επιτυχημένου μεταρρυθμιστικού προγράμματος να διαπραγματευθεί μία λογική επιμήκυνση του χρέους. Οι συγκεκριμένες προτεραιότητες στις διαρθρωτικές αλλαγές μπορούν να καθοριστούν μέσα από ανοιχτή συζήτηση χωρίς ιδεοληψίες. Το βασικό είναι ο πραγματισμός και η αποτελεσματικότητα των αγορών πού θα επιτρέψει στη χώρα να παραμείνει στην ευρωπαϊκή πορεία.

*Ο κ. Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Yale

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή