Δημοψήφισμα και κοινωνική δικαιοσύνη

Δημοψήφισμα και κοινωνική δικαιοσύνη

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο δημοψήφισμα της Κυριακής δεν διακυβεύεται μόνο η παραμονή της χώρας στο ευρώ, και κατ’ επέκταση, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της. Διακυβεύεται και κάτι εξίσου σημαντικό: η πορεία της χώρας προς μια πιο δίκαιη κοινωνία. Μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια πολιτική κοινότητα μεταξύ ίσων και όχι ως περιούσιο λαό με ιδιαίτερα φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Για δεκαετίες στην Ελλάδα κυριάρχησε, ανεξαρτήτως κομματικού χώρου, η εξής αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης: ο πολίτης κρίνει την κοινωνία ως δίκαιη όταν το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της επαγγελματικής ή κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Λίγη σημασία είχε το πόσο κοστίζει στους υπόλοιπους να δίνονται προνόμια στις διάφορες συντεχνίες και τo αν είναι δίκαιο να επωμίζονται κάποιοι πολίτες το κόστος των επιλογών των άλλων. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την αντίληψη αυτή ως το μοντέλο της «ευημερίας των συντεχνιών». Αυτή η αντίληψη όμως αγνοεί δύο βασικά στοιχεία της κοινωνικής δικαιοσύνης, ως ηθικοπολιτικής αξίας: πρώτον την ανάγκη δίκαιης και ισότιμης κατανομής των κοινωνικών και οικονομικών βαρών μεταξύ των πολιτών και, δεύτερον, τον βαθμό προσωπικής ευθύνης του καθενός μας για το πώς θα πάει η ζωή του. Αυτό οδήγησε στο να εμπεδωθούν στην Ελλάδα μια πληθώρα κοινωνικών αδικιών, η πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων είναι το να επωμίζονται οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα το κόστος χρηματοδότησης ενός δημοσίου τομέα που είναι μη παραγωγικός, διογκωμένος και διεφθαρμένος.

Οταν ξέσπασε η κρίση πριν από πέντε χρόνια, παρουσιάστηκε η ευκαιρία να επαναθεωρήσουμε αυτήν την κυρίαρχη, αλλά βαθύτατα εσφαλμένη, αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Η χώρα είχε ουσιαστικά πτωχεύσει και, μη έχοντας εθνικό νόμισμα, κλήθηκε να δικαιολογήσει –τόσο στον εαυτό της όσο και στους δανειστές της– πως θα κατανεμηθεί το κόστος της κρίσης και των μέτρων λιτότητας. Ηταν αφορμή να ξεκινήσει μια διαδικασία ορθολογικής εξέτασης του ποιοι πολίτες υποχρεούνται να επωμιστούν ποια βάρη και ποιοι δικαιούνται να λάβουν ποια οφέλη, όχι μόνο σε περίοδο κρίσης, αλλά γενικότερα. Ετσι, όλο και περισσότεροι πολίτες –ειδικά νέα παιδιά με ταλέντο και όρεξη για δουλειά– άρχισαν να ρωτούν επιτακτικά: Είναι δίκαιο να λαμβάνουν αυθαίρετα κάποιες ομάδες πρόωρη σύνταξη, το κόστος της οποίας θα επωμιστούν οι μελλοντικές γενιές; Είναι δίκαιο να ωφελούνται όσοι ασκούν κλειστά επαγγέλματα εις βάρος αυτών που θέλουν να ανοίξουν;

Αυτή η διαδικασία ορθολογικής εξέτασης, απαραίτητη για την επίτευξη μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, επισκιάστηκε δυστυχώς από δύο τελείως διαφορετικά ερωτήματα: πρώτον εάν η συμμετοχή στη νομισματική ένωση και το έλλειμμα δικαιοσύνης από την οποία πάσχει, προκάλεσαν την κρίση. Και δεύτερον, εάν οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν με τα μνημόνια μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη και αποπληρωμή του χρέους. Τα ερωτήματα αυτά είναι σημαντικά, αλλά είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως. Δεν συνδέονται με το πρόταγμα για κοινωνική δικαιοσύνη. Κοινωνική αδικία μεταξύ των πολιτών μπορεί να υπάρχει τόσο σε μια χώρα που έχει υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, όσο και σε μια χώρα που έχει πτωχεύσει. Μπορεί να υπάρχει τόσο σε μια χώρα που δανείζεται εύκολα, και χωρίς όρους, όσο και σε μια χώρα που εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και ύφεσης. Με άλλα λόγια, η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν καθορίζει τι ΑΕΠ ή ρυθμό ανάπτυξης αξίζει να έχει μια χώρα.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν ασπάστηκε το πρόταγμα επανεξέτασης της κυρίαρχης αντίληψης περί κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά το υπονόμευσε με κάθε τρόπο. Συνέχισε τις κοινωνικά άδικες πρακτικές της αναξιοκρατίας και του πελατειακού κράτους και αναλώθηκε σε ηθικιστικές και εθνικιστικές κορώνες κατά των δανειστών, του φιλελευθερισμού και της λιτότητας. Το ερώτημα που θέτει τώρα προς δημοψήφισμα στους Ελληνες πολίτες, στον βαθμό που έχει κάποιο αντικειμενικό νόημα, αφορά το αν είναι καλύτερο να αποδεχθούμε τους όρους των δανειστών ή να προχωρήσουμε σε ρήξη. Δεν αφορά το πώς εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία, είτε είμαστε στο ευρώ είτε έχουμε δικό μας νόμισμα. Κι αυτό γιατί πολύ απλά η κυβέρνηση, σε αντίθεση με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, δεν βλέπει τίποτα λανθασμένο στην αντίληψη κοινωνικής δικαιοσύνης που έχει επικρατήσει στη χώρα εδώ και δεκαετίες.

Εγκριτοι οικονομολόγοι διαφωνούν για το πόσο αρνητικές θα είναι οι οικονομικές συνέπειες εάν το «Οχι» επικρατήσει στο δημοψήφισμα της Κυριακής. Δεν χρειάζονται όμως γνώσεις οικονομικών για να δούμε τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει το «Οχι» για την προοπτική επίτευξης μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Θα σημάνει την πλήρη επιστροφή στην απαρχαιωμένη αντίληψη της ευημερίας των συντεχνιών και τη διαιώνιση των κοινωνικών αδικιών που αυτή συνεπάγεται. Γι’ αυτό και το επιχείρημα υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και ηθικοπολιτικό. Οφείλουμε να εξασφαλίσουμε για τις μελλοντικές γενιές ότι η Ελλάδα δεν θα είναι μόνο μια χώρα εύπορη και πολιτικά ισχυρή. Θα είναι και κοινωνικά δίκαιη.

* Ο κ. Γιώργος Λέτσας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου, στο University College London.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή