Πριν από εβδομήντα χρόνια τέτοια εποχή

Πριν από εβδομήντα χρόνια τέτοια εποχή

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φ​​ίλες και φίλοι. Συγχωρήστε μου σήμερα το προσωπικό ύφος. Το κάνω σπάνια, όμως πρωτόγνωρες είναι για τους νεότερους και οι στιγμές που ζούμε. Θυμάμαι όταν πρωτάκουσα, στη δεκαετία του ’70, το τραγούδι των Χατζηνάσιου – Κανελλόπουλου «Ο Δημητράκης». «Πριν τριάντα χρόνια τέτοια εποχή τρώγαμε μπομπότα, ήταν Κατοχή». Ο κόσμος, γύρω μου, το διασκέδαζε, που ο Δημητράκης δεν έτρωγε το φαΐ του και ο πατέρας του προσπαθούσε να τον νουθετήσει, θυμίζοντάς του τι πέρασε ο ίδιος. «Πριν τριάντα χρόνια τέτοια εποχή, τρώγαν με κουπόνια, ήταν Κατοχή», του επαναλάμβανε. Προσωπικά, δεν με διασκέδασε το τραγούδι, αλλά μου προκάλεσε θλίψη και βαθιά μελαγχολία. Ημουν δεν ήμουν δέκα χρόνων, που η μάνα μου μ’ έστελνε στον φούρνο του Μήτση, στην πλατεία Πλαστήρα, στο Παγκράτι, για να πάρω ψωμί. Μου έδινε το δελτίο, με αυστηρές εντολές. «Κοίτα μην στο κλέψουν στον δρόμο και πρόσεξε να σου κόψουν μόνο ένα κουπόνι». Ημασταν πενταμελής οικογένεια, έπαιρνα μια φραντζόλα ψωμί και ανέβαινα την οδό Πρόκλου, κρατώντας την υπό μάλης και σφιχτά, σαν κάτι πολύτιμο. Εκεί, γύρω στα δέκα μου με δεκαπέντε, δεν φόρεσα ποτέ καινούργια ρούχα και παπούτσια. Η μάνα μου με βόλευε με τα αποφόρια του μεγάλου μου αδελφού, όταν δεν του έκαναν πια και αναγκαστικά χρειαζόταν καινούργια.

Θυμάμαι με τι αγωνία όλη η οικογένεια περιμέναμε «το δέμα από την Αμερική». Ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου μας έστελνε ό,τι μπορούσε. Φορεμένα και πολύχρωμα ρούχα, με τα οποία μας κοιτούσαν αξιοπερίεργα στους δρόμους. Εξ ίσου πολύχρωμα υφάσματα, που η μάνα μου, καθισμένη επί ώρες στη ραπτομηχανή Σίγγερ, τα μετέτρεπε σε σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, καλύμματα, εσώρουχα κ.λπ. (Αυτή η πολυχρωμία ήταν και η μόνη νότα που έσπαγε το γκρίζο στη ζωή μας.) Συχνά το δέμα είχε και μολύβια, τετράδια, ξύστρες, για μένα και τ’ αδέλφια μου, κάποιο μεταχειρισμένο ρολόι, αλλά και μικρά κουζινικά, τα περισσότερα «αγνώστου χρήσεως», στην τότε Ελλάδα. Θυμάμαι ακόμη να πηγαίνω κάθε πρωί στο 3ο Δημοτικό κρατώντας ένα τσίγκινο πιάτο, μ’ ένα κουτάλι και πιρούνι, αλλά και μισό πορτοκάλι, τυλιγμένα σε μια καθαρή πετσέτα. Ηταν για το μαθητικό συσσίτιο. Και το πορτοκάλι, αντίδοτο της κουταλιάς με το αηδιαστικό μουρουνέλαιο, που συμπλήρωνε τη λιγοστή διατροφή μας. Θυμάμαι τη μάνα μου να κρυφοκλαίει όταν συχνά γύριζε απ’ την αγορά με το δίχτυ σχεδόν αδειανό. Τους γονείς μου να συνομιλούν ψιθυριστά, για να μην ακούσουμε τα απανωτά δυσάρεστα νέα, για την πατρίδα μας και εμάς…

Ομως το τραγούδι «Ο Δημητράκης» τελείωνε χαρούμενα και ευοίωνα. Αφού ο πατέρας διεκτραγωδούσε τα δικά του παιδικά χρόνια, του έλεγε: «Και συ Δημητράκη δεν τρως το φαΐ σου. Και συ Δημητράκη το βλέπεις και κλαις. Λουλούδια σπαρμένη ας είναι η ζωή σου και συ Δημητράκη να τρως ό,τι θες». Φίλες και φίλοι. Επιτρέψτε μου να κλείσω, επίσης προσωπικά. Τούτες τις ώρες, οι δύο γιοι μου δεν μπορούν να προβλέψουν (ούτε καν να ευχηθούν) «ανθόσπαρτη ζωή» στα παιδιά τους. Ούτε εγώ μπορώ να τραγουδήσω κάτι τέτοιο στα τρία εγγόνια μου. (Εδώ το προσωπικό ύφος τελειώνει. Κάθε ομοιότητα ή συνάφεια μ’ ένα αυτοκαταστροφικό ΟΧΙ στο αυριανό δημοψήφισμα κάθε άλλο παρά είναι συμπτωματική και τυχαία…)

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή