Αποψη: Θέμα δημοκρατίας είναι τελικά

Αποψη: Θέμα δημοκρατίας είναι τελικά

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κυβέρνηση υπέβαλε στη διαδικασία της διαβούλευσης σχέδιο νόμου για την «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης». Το έχει προαναγγείλει πολλές φορές. Με πολεμικούς όρους και τόνους. Θέλει με αυτό να χτυπήσει τη «διαπλοκή», όρο που εισήγαγε στο πολιτικό λεξιλόγιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και τώρα τελευταία θέλει να τιμωρήσει τα σημερινά κυρίαρχα στην αγορά κανάλια εθνικής εμβέλειας για τη στάση τους στο δημοψήφισμα.

Οφείλουμε να καταθέσουμε τις ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις:

Η πρώτη. Αναμφισβήτητα το σχέδιο νόμου ασχολείται με ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα. Αφορά κορυφαίο θεσμό της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο ηλεκτρονικός Τύπος είναι πια συστατικό της. Στη μικρή οθόνη έχουν μεταφερθεί τα σπουδαιότερα κομμάτια και όψεις των πολιτικών γεγονότων, της πολιτικής αντιπαράθεσης και πιο γενικά ενημέρωσης. Η τηλεόραση επηρεάζει την κοινή γνώμη. Και επηρεάζεται από αυτή. Εστω κι αν είναι αθέατη για πολλούς αυτή η αμφίδρομη σχέση.

Η δεύτερη. Από την εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989 έχει επιχειρηθεί η υπαγωγή της σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο. Με δύο κυρίως εργαλεία. Την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), σε μια μάλλον διακομματική ή συναινετική σύνθεση. Και την παραχώρηση των συχνοτήτων σ’ ένα ρυθμισμένο πεδίο, έπειτα από μια ανοιχτή διαγωνιστική διαδικασία. Το μεν ΕΣΡ έχει επιτελέσει το έργο του ως προς την καθιέρωση και την εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας και ποιότητας των εκπομπών, σε ικανοποιητικό, μάλλον, βαθμό. Η δε διαδικασία αδειοδότησης έχει επιχειρηθεί τέσσερις φορές ανεπιτυχώς. Δεν ολοκληρώθηκε. Με κύρια ευθύνη της Πολιτείας. Αλλά και με άλλους πολλούς συνυπεύθυνους. Ετσι, τουλάχιστον, τα κανάλια εθνικής εμβέλειας λειτουργούν με προσωρινές άδειες, αφού, όμως, έχουν υποβάλει και τις τέσσερις φορές ογκώδεις και πλήρεις φακέλους δικαιολογητικών στοιχείων και μελετών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες προκηρύξεις.

Η τρίτη. Το σχέδιο νόμου αγνοεί την πραγματικότητα που συνδιαμορφώνουν οι νέες τεχνολογίες. Βρισκόμαστε ήδη από καιρό στην εποχή της ψηφιακής τηλεόρασης και της συγκυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δεν υπάρχει πια θέμα στενότητας συχνοτήτων. Δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα αντίστοιχο ζήτημα. Η αναλογική τηλεόραση με την περιορισμένη διαθεσιμότητα συχνοτήτων αποτελεί εδώ και καιρό παρελθόν. Σε κανένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν προβλέπεται δημοπράτηση για άδεια στους «παρόχους τηλεοπτικού περιεχομένου». Στις περισσότερες χώρες αρκεί μονομερής δήλωση και η επιβολή, συνήθως, τέλους για τη λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού. Στην Ιταλία μάλιστα και τη Γαλλία, δεν απαιτείται καν η καταβολή τέλους για την άδεια εκπομπής.

Η τέταρτη. Το σχέδιο νόμου εισάγει μια διαγωνιστική διαδικασία με μοναδικό κριτήριο ποιος υποψήφιος θα δώσει τα πιο πολλά για κάθε άδεια. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει προηγούμενο μιας τέτοιας διαγωνιστικής διαδικασίας. Το ελληνικό Δημόσιο, για να αποφασίσει την ανάθεση ή την παραχώρηση παροχής υπηρεσιών, έχει ως βασικό κριτήριο την προηγούμενη εμπειρία. Καθώς και μια άλλη σειρά ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων, πρόσφορων για την επιλογή τού πιο κατάλληλου αναδόχου ή παραχωρησιούχου. Θα παραδώσουμε, δηλαδή, σύμφωνα με τις κυβερνητικές επιλογές και προθέσεις, την ευθύνη της ενημέρωσης, της επιμόρφωσης και του πολιτισμού στον πρώτο τυχόντα, πιθανώς αλλοδαπό ολιγάρχη, που θα θελήσει να εισβάλει στην τηλεοπτική αγορά, για άγνωστους, στους θεσμούς και μη ελέγξιμους, στο κράτος δικαίου, λόγους και κίνητρα;

Η πέμπτη. Στο σχέδιο νόμου παρέχεται πληθώρα εξουσιοδοτήσεων στον υπουργό Επικρατείας, που δεν είναι ανεκτές από το Σύνταγμα. Είναι γενικές. Είναι αόριστες. Δεν έχουν κριτήρια. Δεν έχουν όρους και προϋποθέσεις. Κορυφαία είναι η παροχή εξουσιοδότησης στον υπουργό Επικρατείας, αρμόδιο για τα ΜΜΕ, να καθορίσει, αυτός μόνος, τον αριθμό των δημοπρατούμενων αδειών. Η προηγούμενη λήψη της γνώμης του ΕΣΡ δεν είναι δεσμευτική. Θα μπορούσε να ήταν αθώα μια τέτοια εξουσιοδότηση. Δεν είναι. Αυτή η εξουσιοδότηση έχει συνοδευτεί από σαφείς απειλές και προειδοποιητικές βολές του σημερινού υπουργού Επικρατείας, ότι θα περιορίσει τον αριθμό των καναλιών. Το πολύ σε τρία. Αν μάλιστα αυτή η απειλή συνδυαστεί με την ομολογημένη επιθυμία και απόφαση του ίδιου προσώπου να αλλάξει εξ ολοκλήρου τη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, τότε η απειλή αυτή έχει έναν απώτερο και ευρύτερο στόχο.

Η έκτη. Το κείμενο του σχεδίου νόμου είναι κακότεχνο. Και θα προκαλέσει πολλά προβλήματα στην απευκταία περίπτωση ψήφισης και εφαρμογής του. Και βαρύνεται με το θανάσιμο αμάρτημα, που απειλεί κάθε νομοθετική πρωτοβουλία, με την ανάμειξη και ένταξη σε αυτήν εντελώς άσχετων θεμάτων. Η προσθήκη μιας περίεργα διατυπωμένης και παράξενης τροπολογίας, που αφορά τους «σταθμούς εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών» (δηλαδή τα βενζινάδικα και τις καφετέριες) στους «κλειστούς αυτοκινητοδρόμους», μία μόνο δικαιοπολιτική ωφέλεια εξυπηρετεί. Προδίδει τον βασικό συντάκτη του νομοσχεδίου και τις υπηρεσίες στις οποίες έλαβε χώρα η «γκρίζα» επεξεργασία του.

Επίμετρο. Η ψηφιακή τηλεόραση δεν επιβάλλει περιορισμούς στον αριθμό εκπεμπόμενων προγραμμάτων. Αυτόν τον περιορισμό δεν τον γνωρίζει. Αλλωστε αυτό ας είναι απόφαση του τηλεοπτικού κοινού και τελικά του ελληνικού λαού. Την πολλαπλότητα και πολυμέρεια στην ενημέρωση την ενθαρρύνουν και τα «social media». Τα οποία εξελίσσονται σε μικρές μικρές μονάδες και τηλεοπτικής επικοινωνίας. Χωρίς κόστος. Η τηλεόραση γενικής λήψης δεν μπορεί να μείνει πίσω. Ο περιορισμένος αριθμός παροχής αδειών και η δημοπράτησή τους με αποκλειστικό κριτήριο την οικονομική, ουσιαστικά, δύναμη του υποψηφίου, χωρίς μάλιστα τη λήψη κυρίως ποιοτικών κριτηρίων, θα υπονομεύσει το κύρος της τηλεόρασης γενικής λήψης ως εργαλείου δημοκρατικής ανταλλαγής απόψεων, ιδεών, ενημέρωσης πολιτισμού και ψυχαγωγίας. Ολες οι σχετικές ανησυχίες ενισχύονται σημαντικά από δύο παράγοντες. Τις συνεχείς δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων, που επιδιώκουν τη χειραγώγηση της ενημέρωσης. Και από την επιλογή της χρονικής συγκυρίας εμφάνισης ενός τόσο κακού νομοσχεδίου για τα ΜΜΕ. Η χειραγώγηση και η απόπειρα χειραγώγησης να ξεκινήσουν, κατ’ αυτούς, ήδη από τη διαβούλευση! Ενόψει, μάλιστα, των επικείμενων μεγάλων δραματικών εξελίξεων. Και της πιθανής εκλογικής αναμέτρησης.

Τελικά η υπόθεση της αδειοδότησης και της λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών είναι θέμα δημοκρατίας.

*O κ. Θεόδωρος Φορτσάκης είναι καθηγητής Νομικής, βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ.

**Ο κ. Αντώνης Βγόντζας είναι δικηγόρος, πρώην μέλος του ΕΣΡ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή