Το πολιτικό κενό και η πολυδιάσπαση του κέντρου

Το πολιτικό κενό και η πολυδιάσπαση του κέντρου

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η βιαιότητα με την οποία ο καπιταλισμός και ο φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός εισέρχονται στην ελληνική οικονομία είναι άνευ προηγουμένου, αλλού υπαλληλοποιώντας και αλλού, δυστυχώς, καταστρέφοντας σημαντικά κομμάτια της εγχώριας επιχειρηματικότητας, με τη βούλα και με τη συνδρομή βέβαια του αυτιστικού εγχώριου πολιτικού συστήματος. Αντίθετα με αυτό που νομίζουν πολλοί, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης είναι εδώ και είναι ενιαίο. Βιώνουμε αυτή την εποχή τη χειρότερη εκδοχή του, χωρίς μάλιστα να είμαστε σίγουροι ότι είναι και η τελευταία. Πολλοί δε συγκρίνουν την Ελλάδα με καθεστώς σοβιετικού τύπου, που εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να εκσυγχρονιστεί με υψηλό κόστος. Είναι λάθος. Η Ελλάδα ήταν –και είναι– ένα πρότυπο προσοδοθηρίας, ένα καθεστώς τυφλής επιθετικότητας ομάδων και φυλών μεταξύ τους, με θύμα το κράτος, την ανεξαρτησία των θεσμών, το συλλογικό συμφέρον, αλλά και εν τέλει το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο, αλωμένο από τις ομάδες μικρών και μεγάλων συμφερόντων, φαντάζει σήμερα κούφιο και σίγουρα εντελώς ανήμπορο, τόσο σε θεσμικό εξοπλισμό όσο και σε επίπεδο προσώπων, να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην παρούσα εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση. Ετσι, οι πιστωτές μοιάζουν να παίζουν μόνοι τους στο γήπεδο με τη δική μας συναίνεση ή μάλλον παραίνεση, καθώς έχουμε παραδοθεί παραδεχόμενοι τις τεράστιες αδυναμίες μας. Διαπραγματεύονται με τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα, ενώ η χώρα βρίσκεται στο κενό. Και αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, η ιστορία αγαπάει τα κενά. Τελικά, το μόνο πράγμα που μπορεί να καλύψει το κενό είναι το –κάθε φορά νέο– μνημόνιο. Η ελπίδα είναι αυτήν τη φορά να είναι πιο αναπτυξιακό, αποτελεσματικό και να εφαρμοστεί. Και κυρίως να μη λειτουργήσει ως κρεατομηχανή –αν είναι δυνατόν– για όποιους το στηρίξουν. Ωστόσο, η εντυπωσιακή, αφύσικη στροφή της κυβέρνησης, η οποία «εκφράζει» τις παραπάνω συνθήκες, εγγυάται ότι αυτή τη φορά η εφαρμογή του προγράμματος είναι εφικτή, αν όχι δεδομένη.

Με τη διαδικασία της ανάδειξης πολυάριθμων φιγούρων περιορισμένης εμβέλειας στον αστικό χώρο να εντείνεται, η πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος παίρνει πια τον χαρακτήρα παρακμής, όχι κατ’ ανάγκη πάντα επειδή τα πρόσωπα αυτά είναι ανεπαρκή ή ακατάλληλα. Είναι η τραγική κατάσταση της πολιτικής αγοράς, που δεν επιτρέπει καμιά πολιτική πρωτοβουλία άξια ανταμοιβής, καμιά πρωτοβουλία παρθενογένεσης που να ανασυγκροτεί τον χώρο. Η σημερινή πολυδιάσπαση του αστικού χώρου «εκφράζει» τον στρεβλό, αντιθεσμικό, σχεδόν τυχαίο τρόπο ενσωμάτωσης των κεντρογενών ψηφοφόρων στο πολιτικό παιχνίδι και στα κόμματα. Δεν είναι όμως μόνο η οικονομική πραγματικότητα που δεν ευνοεί τη στιβαρή και σταθερή πολιτική ενσωμάτωση και τοποθέτηση των ψηφοφόρων. Είναι και η ανυπαρξία συγκροτημένης θεσμικής ενσωμάτωσης των πολιτών στο σύστημα από όλο το πολιτικό, θεσμικό, ιδεολογικό πλαίσιο που τους παρασέρνει, από εδώ κι από εκεί, από το ένα κομματίδιο στο άλλο, θυμίζοντας «καθεστώτα» της Λ. Αμερικής όπου η μέθοδος (ψευδο)ενσωμάτωσης των ψηφοφόρων είναι ο «περονιστικός λαϊκισμός». Η παθογενής αυτή κατάσταση είναι εντελώς αδύνατο να παραγάγει, επί του παρόντος τουλάχιστον, κάποιο πρόσωπο διαμετρήματος Κωνσταντίνου Καραμανλή ή Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που θα ανασυγκροτούσε τη συντηρητική κυρίως παράταξη και θα αγκάλιαζε και το προοδευτικό κέντρο του οποίου σήμερα η προτεραιότητα είναι η κανονικοποίηση της καθημερινότητας, αφήνοντας για αργότερα τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ν.Δ. πραγματικά αποτελεί τραγελαφικό φαινόμενο μιας παράταξης που διολισθαίνει σε περιθωριακό «κόμμα διαμαρτυρίας» συνδικαλισμού της πολιτικής. Διακηρύσσει εσχάτως ότι επιθυμεί την προσέγγιση με το πολιτικό κέντρο μέσω της επιστροφής στην κεντρώα πολιτική του… 2004-2009. Πρόκειται για ανέκδοτο. Η πραγματικά κεντρώα εκδοχή της Ν.Δ. πρέπει να αναζητηθεί στις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή ή ακόμη και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, της οποίας μάλιστα την αποτελεσματικότητα ουδείς ομολογεί δημοσίως, αλλά στο παρασκήνιο όλοι την αποδέχονται.

Η Ν.Δ. πρέπει όχι μόνο να πηδήξει γενιά, αυτό είναι το λιγότερο. Πρέπει και να δημιουργήσει μια ηγετική ομάδα άλλων εμπειριών, νοοτροπιών και πρακτικών. Να κάνει δημοκρατία στο κόμμα –σε ένα «ανοικτό» κόμμα– και να συζητήσει κάποτε πολιτικά και ιδεολογικά στο εσωτερικό της. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει ποτέ να αποφύγει την αταβιστική οργή των ψηφοφόρων για οτιδήποτε παλιό και θα ακολουθήσει τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη κι αν αυτό είναι άδικο για κάποιους παλιούς πολιτικούς, ακόμη κι αν «παλαιοί πολιτικοί» επανδρώνουν ακόμη και τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι η πραγματικότητα. Μάλιστα, εάν το πολιτικό κόστος του νέου προγράμματος δεν είναι απαγορευτικό για τον Αλ. Τσίπρα, μπορεί να δούμε ακόμη και συντηρητικούς ψηφοφόρους να στηρίζουν με βαριά καρδιά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ώστε η χώρα να μην πέσει στο χάος μιας χωρίς όρια αποσταθεροποίησης. Αλλά ακόμη κι αν το κόστος του προγράμματος αποδειχθεί πολύ υψηλό ή/και οι κεντρώοι ψηφοφόροι συνειδητοποιήσουν τα μεγάλα ιστορικά και τραγικά λάθη της παρούσης κυβερνήσεως, ενδεχομένως, σε αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή, να κυριαρχήσει και πάλι στη συνετή κοινή γνώμη ότι πρέπει ο πρωθυπουργός να στηριχθεί για να μην καταρρεύσει εντελώς το πολιτικό σύστημα και δώσει τη θέση του σε μια τριτοκοσμικού τύπου αναρχία.

Το μίσος για το παλιό, προσοδοθηρικό, ραντιέρικο πολιτικό σύστημα είναι πραγματικά βαθύ και αταβιστικό, και η επικράτηση του «Οχι» στο δημοψήφισμα-παρωδία επικύρωσε την οριστική διαγραφή προσώπων, πολιτικών και πρακτικών του παρελθόντος. Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που οι ψηφοφόροι αντιληφθούν ότι το παρόν σύστημα συστήνει par excellence τον πυρήνα της μεταπολίτευσης, δηλαδή του παλαιού; Και μάλιστα, τη χειρότερη εκδοχή της, δηλαδή τον «κοινωνικό καθεστωτισμό» κυρίως του ΠΑΣΟΚ αλλά και σε κάποιο βαθμό και της Ν.Δ.; Οτι οι πέντε αυτοί εφιαλτικοί μήνες συμπύκνωσαν πραγματικά όλη την ασθένεια των σκοτεινών μας χρόνων, των οποίων ο λογαριασμός συνεχίζει να έρχεται; Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε το σύνολο των περισσότερων κομμάτων με περιορισμένα ποσοστά σαφώς κάτω του 30% ή και του 25% με ένα εκλογικό σύστημα ακατάλληλο να παραγάγει συναινέσεις εξαιτίας και του ανεκδιήγητου μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, κι έναν σημαντικό αριθμό θνησιγενών προσωποπαγών κομματιδίων όπου θα διοχετεύονται κάθε φορά η δυσαρέσκεια και η οργή των ψηφοφόρων. Ολο αυτό αντίκειται, φυσικά, στο σχήμα που χρειάζεται η χώρα, δηλαδή δύο μεγάλους, πολυτασικούς αλλά ενιαίους πολιτικούς χώρους και κομματικούς σχηματισμούς με θεσμικό βάρος και δυνατότητες μιας στοιχειωδώς επαρκούς επεξεργασίας δημόσιων πολιτικών.

Ο κ. Τσίπρας, ύστερα από πέντε μήνες παράλυσης και απραξίας, έπρεπε να κάνει μια εκ των πραγμάτων δικαιολογημένη στροφή, έστω και την ύστατη στιγμή. Η αργοπορία αυτή είχε τραγικό κόστος. Οπως ακριβώς κόστισε και η αργοπορημένη στροφή του Γιώργου Παπανδρέου το 2010. Το κόστος έπρεπε να μεταφερθεί από την πλάτη του ΣΥΡΙΖΑ στην πλάτη των υποστηρικτών του «Ναι» και προσεχώς ως ταφόπλακα στις προοπτικές απασχόλησης των, νέων σε ηλικία, οπαδών του «Οχι». Από την πλάτη του ΣΥΡΙΖΑ στην πλάτη του λαού. Αυτή άλλωστε είναι και η πεμπτουσία της ελληνικής περίπτωσης του «μαζικού λαθρεπιβατισμού», όπως έχω εξηγήσει αλλού. «Ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί εναντίον όλων». Εν άλλοις λόγοις, το πολιτικό σύστημα και η χώρα πληρώνουν όλοι μαζί το κόστος ενός συστήματος ενάντια στο συλλογικό συμφέρον. Χωρίς πληροφόρηση και δημόσιο διάλογο, χωρίς στοιχειωδώς ανεξάρτητα ΜΜΕ, χωρίς ποιότητα στο πολιτικό προσωπικό, χωρίς σοβαρούς και ανεξάρτητους θεσμούς (από τη μηχανική του Συντάγματος μέχρι το εκλογικό σύστημα), χωρίς ένα μίνιμουμ συναινέσεων, η χώρα σήμερα δεν μπορεί ούτε να γράψει δικό της μνημόνιο, ούτε να διαπραγματευτεί, ούτε να σταθεί θεσμικά μπρος στη φτωχή Πορτογαλία. Γι’ αυτό και η πραγματική κυβέρνηση βρίσκεται στο Χίλτον.

* Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης είναι NR Senior Fellow στο Brookings Institution, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή