Πραξικόπημα στην Τουρκία

7' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις αρχές του 1960 υπήρχαν πολλά σημάδια ότι ο τουρκικός στρατός θα επιχειρούσε να ανατρέψει τον επί μία δεκαετία πρωθυπουργό της Τουρκίας Αντνάν Μεντερές. Σχέδια στρατιωτικών ασκήσεων που διέρρεαν στον Τύπο και συλλήψεις αξιωματικών έδειχναν ότι υπήρχε προετοιμασία για πραξικόπημα από τους εμφορούμενους από κεμαλικές αρχές αξιωματικούς.

Η συγκρουσιακή σχέση του Μεντερές με το κεμαλικό κατεστημένο είχε φανεί από την πρώτη στιγμή της θριαμβευτικής εκλογής του με το Δημοκρατικό Κόμμα το 1950. Οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος ήσαν νέοι άνθρωποι, αγρότες ή επιχειρηματίες, που δεν είχαν καμία σχέση είτε με κρατική γραφειοκρατία είτε με τον στρατό. Αντιθέτως, έβλεπαν με καχυποψία όλο τον κρατικό μηχανισμό που λειτουργούσε ως παρακλάδι του αντίπαλου κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το πιο σοβαρό πεδίο συγκρούσεως του Μεντερές με τον κεμαλισμό ήταν η στάση έναντι των θρησκευόμενων Τούρκων. Τη δεκαετία του 1950 το Ισλάμ ξαναβγήκε από το περιθώριο που το είχαν τοποθετήσει οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ Ατατούρκ. Νομιμοποιήθηκε η λειτουργία των ισλαμικών αδελφοτήτων (που μετά το 2002 επί Ερντογάν έχουν καταστεί πανίσχυρες). Νέα τεμένη άρχισαν να χτίζονται με ιδιωτικά αλλά και δημόσια χρήματα. Κατέστη περίπου υποχρεωτική η διδασκαλία του Κορανίου στα σχολεία και επανήλθε η ανάγνωση αποσπασμάτων του από το ραδιόφωνο. Τέλος, η πρόσκληση των πιστών για προσευχή επετράπη να γίνεται στην αραβική γλώσσα, δυνατότητα που εκμεταλλεύθηκαν εντός ελαχίστων ωρών όλα τα τεμένη της χώρας.

Το κεμαλικό κατεστημένο, όμως, δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον Μεντερές κατά τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Το πρόγραμμα του νέου πρωθυπουργού βασιζόταν στη δημιουργία μιας δυτικού τύπου αγροτικής οικονομίας και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, η οικονομία της χώρας άνθησε. Είναι ενδεικτικό ότι τότε αναδείχθηκαν οι περισσότερες από τις περίπου τριάντα επιχειρηματικές οικογένειες που επί μισό αιώνα κυριάρχησαν στην τουρκική οικονομία. Ο Μεντερές βασίσθηκε στον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής και στη στήριξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων μέσω της αγοράς τους από κρατικούς οργανισμούς. Η βοήθεια που προσέφερε στους αγρότες συνεχίσθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Ολα αυτά τον κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή. Στις εκλογές του 1954 αύξησε το ποσοστό του από 53,6% σε 58,4%.

Η προσπάθεια για τεχνητή στήριξη των τιμών, όμως, οδήγησε μετά το 1954 σε στρέβλωση και εν τέλει σε αποτυχία της οικονομικής πολιτικής. Ο υψηλός πληθωρισμός (3% το 1950, 20% το 1957), η διατήρηση της τουρκικής λίρας σε πλασματική τιμή έναντι του δολαρίου και η επιβολή ελέγχου τιμών οδήγησαν σε μεγάλες ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης ενώ παράλληλα άρχισε η μαύρη αγορά.

Αυταρχική εξουσία, μεγάλη διαφθορά και ελεγχόμενα ΜΜΕ

Ο Μεντερές προσπάθησε να αποκρύψει την αποτυχία κινούμενος με αυταρχισμό και υπεροψία. Η κυριαρχία του κόμματός του στη Βουλή τού επέτρεπε να ερμηνεύει το Σύνταγμα κατά το δοκούν. Η εκτεταμένη διαφθορά των υπουργών του και των μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που ασκούσαν εξουσία σκεπάσθηκε με απειλές και τρομοκρατία κατά των αντιπάλων του. Ο Μεντερές επέβαλε ελέγχους στον Τύπο ενώ παράλληλα το ραδιόφωνο λειτουργούσε ως φερέφωνό του.

Ενδεικτικό γεγονός του τρόπου λειτουργίας των κρατικών ΜΜΕ επί πρωθυπουργίας Μεντερές ήταν ο τρόπος που κάλυψαν την επιβίωσή του από πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα τον Φεβρουάριο του 1959 στο Λονδίνο (ενώ πήγαινε να υπογράψει τη γνωστή συμφωνία με την Ελλάδα για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στην Κύπρο). Από τα ΜΜΕ προβλήθηκε ως η καλύτερη απόδειξη ότι ο Μεντερές ήταν ο εκλεκτός του Θεού, προορισμένος να καθοδηγεί τον λαό του.

Τον Απρίλιο του 1960 ο Μεντερές συνέστησε μια επιτροπή που είχε σκοπό να ελέγξει κατά πόσον η αντιπολίτευση είχε συνεργασθεί με τον στρατό με στόχο την ανατροπή της κυβερνήσεως. Μεταξύ άλλων η επιτροπή είχε δικαίωμα να επιβάλλει ποινές φυλακίσεως έως τρία έτη και να κατάσχει περιουσίες. Κατά το χρονικό διάστημα της λειτουργίας της επιτροπής, απαγορεύθηκε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα καθώς και κριτική εις βάρος της κυβερνήσεως. Ακολούθησαν μεγάλες διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγκυρα με αποτέλεσμα να διαταχθεί το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Ενώ ο Μεντερές προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση, μονάδες στρατού κατέλαβαν αναίμακτα στις 27 Μαΐου όλα τα κυβερνητικά κτίρια και συνέλαβαν τον Μεντερές, όλους τους υπουργούς και βουλευτές του καθώς και τον εκλεγμένο από το Δημοκρατικό Κόμμα πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Τζελάλ Μπαγιάρ.

Η τελική επικράτηση των μετριοπαθών

Οι πραξικοπηματίες ήσαν κυρίως μέσοι και ανώτεροι αξιωματικοί. Τους τελευταίους μήνες πριν από το πραξικόπημα οι συνωμότες τοποθέτησαν σε καίριες θέσεις του στρατεύματος φίλα προσκείμενους αξιωματικούς. Παράλληλα επέλεξαν ως επικεφαλής του κινήματος έναν συμπαθή ανώτατο αξιωματικό, τον Τζεμάλ Γκιουρσέλ. Ο τελευταίος δεν αναμείχθηκε στις λεπτομέρειες της διοργανώσεως του σχεδίου για την κατάληψη της εξουσίας. Μετά το πραξικόπημα ανέλαβε πρόεδρος του κράτους, πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας.

Την πραγματική δύναμη, όμως, είχε η Επιτροπή Εθνικής Ενότητας που αποτελούνταν από 38 ανώτερους αξιωματικούς. Στην πρώτη φάση, ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους εμφανίσθηκε να είναι ο τουρκοκυπριακής καταγωγής συνταγματάρχης Αλπασλάν Τουρκές. Εμφορούνταν από παντουρκικές αντιλήψεις και έγινε περισσότερο γνωστός τα επόμενα χρόνια όταν ίδρυσε το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, γνωστότερο ως κόμμα των Γκρίζων Λύκων.

Η επιτροπή άρχισε εκκαθαρίσεις των οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος αρχικώς στα πανεπιστήμια και στο στράτευμα. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των ανώτατων αξιωματικών που έβλεπαν να παραβιάζεται η στρατιωτική ιεραρχία. Οταν, έξι μήνες μετά το πραξικόπημα, η Εθνική Επιτροπή επιχείρησε να υποκαταστήσει το υπουργείο Παιδείας και την κρίσιμη Γενική Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων και Βακουφίων με μια δική της οργάνωση, συνάντησε την αντίδραση του προέδρου Γκιουρσέλ και των πιο μετριοπαθών στοιχείων ανάμεσα στους πραξικοπηματίες. Το αποτέλεσμα ήταν η εκδίωξη των 14 πιο σκληροπυρηνικών στελεχών της Επιτροπής Εθνικής Ενότητας με κομψό τρόπο. Ο ίδιος ο Τουρκές εστάλη ως στρατιωτικός ακόλουθος στην τουρκική πρεσβεία στο Νέο Δελχί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στρώθηκε ο δρόμος για επιστροφή στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών

Οι πραξικοπηματίες δεν έπεσαν στην παγίδα να θεωρήσουν ότι η εξουσία τους θα ήταν μακροχρόνια. Την ίδια ημέρα του πραξικοπήματος επέλεξαν πέντε καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως οι οποίοι ανέλαβαν να συγγράψουν νέο Σύνταγμα. Στην όλη διαδικασία ενεπλάκησαν και οι βουλευτές που δεν είχαν συλληφθεί κατά το πραξικόπημα.

Στο νέο Σύνταγμα δημιουργήθηκαν θεσμοί που επρόκειτο να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην εξουσία του πρωθυπουργού και στη μέχρι τότε παντοδυναμία του Κοινοβουλίου. Οι πιο σημαντικοί ήσαν η Γερουσία και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Στο τελευταίο οι στρατιωτικοί είχαν την πλειοψηφία και συμβούλευαν την κυβέρνηση επί θεμάτων εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Μέχρι το 2003 που η σύνθεσή του άλλαξε λόγω πιέσεων από την Ε.Ε., το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας κατέστη ουσιαστικά το ισχυρότερο συλλογικό όργανο εξουσίας στο τουρκικό κράτος.

Παράλληλα, οι στρατιωτικοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την άνοδο του Ισλάμ. Απέφυγαν να ξαναγυρίσουν στις πρακτικές της κεμαλικής περιόδου που στην πράξη κυνηγούσε σχεδόν οποιαδήποτε έκφραση του Ισλάμ. Αντιθέτως, επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα νέου τύπου τουρκικό Ισλάμ που δεν θα αποτελούσε κίνδυνο για το κεμαλικό οικοδόμημα. Συνέχισαν την ανέγερση τζαμιών και τη διδασκαλία του Κορανίου στα σχολεία. Παράλληλα, εισήγαγαν νεωτερικά στοιχεία στη διδασκαλία των μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών, όπως την κοινωνιολογία και τον αστικό κώδικα.

Εκλογές

Δεκαέξι μήνες μετά το πραξικόπημα, τον Οκτώβριο του 1961, διεξήχθησαν πολιτικές εκλογές με νέο Σύνταγμα. Την εξουσία κέρδισε ο παλαιός συνεργάτης του Κεμάλ και επικεφαλής του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ισμέτ Ινονού με ποσοστό 36,5%. Στη δεύτερη θέση και με διαφορά μόλις δύο ποσοστιαίων μονάδων ακολουθούσε το Κόμμα της Δικαιοσύνης που εθεωρείτο ο συνεχιστής του απαγορευμένου Δημοκρατικού Κόμματος. Παρά την ενόχληση αρκετών πραξικοπηματιών και την πρόθεσή τους να επέμβουν εκ νέου, οι ανώτατοι αξιωματικοί εμπόδισαν την εκδήλωση νέου πραξικοπήματος. Η πολιτική λειτουργία αποκαταστάθηκε πλήρως.

Ο απαγχονισμός του Μεντερές

Το τελευταίο κεφάλαιο του πραξικοπήματος εγράφη με τις δίκες κατά του παλαιού καθεστώτος. Ενα εννεαμελές ad hoc δικαστήριο εκδίκασε επί έντεκα μήνες 19 διαφορετικές υποθέσεις εις βάρος 600 κατηγορουμένων μελών του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι δίκες δεν ήσαν αντικειμενικές ενώ τα μέλη του δικαστηρίου εμφορούνταν από εχθρικά προς τον Μεντερές αισθήματα. Στις υποθέσεις περιλαμβάνονταν οι πλέον ετερόκλητες κατηγορίες, από την παραβίαση του Συντάγματος μέχρι την υποχρεωτική πώληση ενός αφγανικού κυνηγόσκυλου του Μεντερές σε ζωολογικό κήπο ή τη δήθεν δολοφονία ενός εξώγαμου τέκνου του. Προκειμένου να νομιμοποιηθούν στα μάτια της κοινής γνώμης οι πραξικοπηματίες, οι δίκες έτυχαν ευρείας δημοσιότητας και προβάλλονταν από το κρατικό ραδιόφωνο καθημερινά.

Μεταξύ των υποθέσεων ήταν και μία με αμιγώς ελληνικό ενδιαφέρον. Ο Μεντερές δικάσθηκε για τα Σεπτεμβριανά του 1955 εις βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μεντερές μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Ζορλού καταδικάσθηκε σε έξι χρόνια φυλακή για συνωμοσία με σκοπό την καταστροφή των ελληνικών περιουσίων. Δεν αναφέρθηκαν άλλα εγκλήματα όπως δολοφονίες ή βιασμοί. Επίσης, αθωώθηκαν οι δύο Τούρκοι πρόξενοι και οι δύο μουσουλμάνοι υπάλληλοι του προξενείου (Ελληνες υπήκοοι). Είχαν αναλάβει να τοποθετήσουν δυναμίτη και να δείξουν σκηνικό καταστροφής στο φερόμενο ως σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη για να ξεσηκώσουν τον όχλο στην Πόλη εις βάρος των Ελλήνων.

Τελικώς 15 άτομα καταδικάσθηκαν εις θάνατον, 31 σε ισόβια δεσμά και άλλοι 400 σε μικρότερες ποινές. Τρεις μόνον από τις θανατικές καταδίκες εκτελέσθηκαν, εις βάρος του Μεντερές και των υπουργών Εξωτερικών Φατίν Ζορλού και Οικονομικών Χασάν Πολατκάν. Στα κρεμασμένα σώματα τοποθετήθηκε ένα λευκό σεντόνι πάνω στο οποίο αναρτήθηκε η σύνοψη των κατηγοριών. Το 1990 το τουρκικό κράτος αποκατέστησε την τιμή των τριών απαγχονισθέντων με επίσημη τελετή στην Αγκυρα ενώ εδώ και χρόνια το αεροδρόμιο της Σμύρνης και το Πανεπιστήμιο Αϊδινίου φέρουν το όνομα του Μεντερές.

* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή