Οι ιστορίες ανθρώπων μετά τη σφαγή του 1922

Οι ιστορίες ανθρώπων μετά τη σφαγή του 1922

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ισως δεν είναι τυχαίο που το «Γκιακ» (2014) του Δημοσθένη Παπαμάρκου ολοκληρώνεται με το «Νόκερ», το τελευταίο και, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο διήγημα της συλλογής. Εκεί, κάποιος Αργύρης, που έζησε πολεμώντας για δέκα χρόνια (Βαλκάνια, Ρωσία, Μικρασία), καταλήγει στην Αμερική, να δουλεύει στο σφαγείο του Σικάγου, να χτυπά μοσχάρια ανάμεσα στα μάτια με μια βαριά και να τα ζαλίζει προκειμένου να τα σκοτώσει με μεγαλύτερη άνεση ο επόμενος στην αλυσίδα εργασίας: έτσι, το σφαγείο γίνεται ένας μικρός τόπος μάχης, ένας κρυφός τόπος μάχης, με πολεμιστές και αμάχους, σε νόμιμα πλαίσια πια, και, δυστυχώς, ένας τόπος αναγκαίος για όσους δεν μπορούν ν’ αντέξουν μακριά από την ηδύτητα του αίματος που έμαθαν να γεύονται στον πόλεμο. «Το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά», λέει ο Αργύρης στον αφηγητή και ο αφηγητής, που δεν καταλαβαίνει, αποσβολώνεται. Στην πραγματικότητα, σ’ αυτό το σημείο, η συζήτηση (το διήγημα) σταματά.

«Γιατί στον άνθρωπο συμβαίνει ό,τι και στο ζώο· όπως πεθαίνει αυτό, έτσι πεθαίνει κι εκείνος», γράφει ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, ο συγγραφέας του «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» (1929), σ’ ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του βιβλίου, όπου περιγράφει σε μερικές σελίδες, με τον πιο αιμάτινο τρόπο, το σφαγείο του Βερολίνου, και μάλλον έχει δίκιο: ο μακελάρης αδειάζει με το μαχαίρι του το αίμα από τις αρτηρίες του ταύρου, αίμα χοντρό σαν μπράτσο, όπως γράφει ο Ντέμπλιν, για να παραδοθεί το ζώο μετά στο κρεοπωλείο, κρεμασμένο από κάποιο τσιγκέλι, ένας όγκος κρέατος που προηγουμένως είχε μέσα του ζωή, αλλά πλέον δεν έχει. Η ανάγκη μας για αίμα λοιπόν.

Το συγκλονιστικό πάντως στο «Γκιακ», σ’ αυτή τη σειρά αφηγήσεων από στρατιώτες που επέστρεψαν από τη μικρασιατική εκστρατεία, είναι η ίδια η βία που αστράφτει μέσα απ’ τις ιστορίες, είναι το ίδιο το αίμα που αναβλύζει αστείρευτο από μέσα (γκιακ σημαίνει αίμα στ’ αρβανίτικα) και ίσως, εντέλει, όχι τόσο η βία όσο η νοσταλγία της βίας, αφού οι επαναπατρισμένοι στρατιώτες την αναπολούν και τη λαχταρούν (τις σφαγές, τους βιασμούς, τους εμπρησμούς) περισσότερο και από γυναίκα, όπως λέει και ο μπαρμπα-Κώτσος στο διήγημα «Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί»: η νοσταλγία του αίματος είναι που κινητοποιεί τους ήρωες του βιβλίου να μιλήσουν, με τη σκληρή τους γλώσσα, με αποτέλεσμα ένας φουσκωμένος μυς να ξεπετάγεται από κάθε σελίδα του.

Παραδόξως όμως, όσο η βία αντιστοιχεί επίμονα στη θηριωδία του πολέμου τόσο περισσότερο αποδυναμώνεται: η βία στο «Γκιακ» έχει μια συγκεκριμένη υφή, είναι κλειστή, δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το φόντο της μικρασιατικής εκστρατείας και, επομένως, ποτέ δεν υπερβαίνει τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται, ποτέ δεν γίνεται απόλυτα ασαφής και παράλογη, πάντα διευκολύνεται από τα γεγονότα και τελικά ποτέ δεν χύνεται σ’ αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ανοιχτωσιά της λογοτεχνίας.

Οπότε, αν η σκηνή στο σφαγείο του Βερολίνου είναι παγωμένη και σίγουρη και μας χτυπά στα κόκαλα δίχως προειδοποίηση, η βία στο «Γκιακ» είναι σαν να χρησιμοποιεί τα φορτισμένα ιστορικά γεγονότα, την ίδια την Ιστορία, για να μας επιτεθεί. Λες κι εκείνη η φλέβα του ταύρου να μην θέλει ν’ αδειάσει στην ανοιχτωσιά του εδάφους, ενώ πρέπει ν’ αδειάσει, για ν’ απελευθερώσει τον ταύρο από το αίμα του και μαζί ν’ απελευθερώσει κι εμάς από την ενοχή της βίας που κουβαλά ο καθένας μας στους ώμους του: σε κάθε άνθρωπο αναλογεί μια συγκεκριμένη ποσότητα βίας, η οποία, αν δεν χυθεί κάπου (ακόμη και μέσα στη λογοτεχνία), αν δεν στερέψει, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και φτιάχνει βρόχο.

Το τραύμα ως λόγχη

Οταν η Τασίτσα Τατά έφυγε από το Τσανταρλί, στον δεύτερο διωγμό, το ’22, δεν περίμενε πως θα επέστρεφε εκεί ύστερα από εξήντα πέντε χρόνια, ως επισκέπτρια πια, κι αυτή είναι η ιστορία της άλλης πλευράς: όσοι αναγκάστηκαν να φυγαδευτούν στην Ελλάδα, μακριά από τα σπίτια τους. Η κόρη της, η Λίμπυ Τατά Αρσέλ, συγγραφέας του βιβλίου «Με το διωγμό στην ψυχή» (2014), πιστεύει πως το τραύμα ταξιδεύει από γενιά σε γενιά, σαν μια ξιφολόγχη που τρυπά τις γενιές -από τη μάνα της, στην ίδια και τα τρία αδέρφια της, και από κει στα παιδιά τους-, με διαφορετικό τρόπο όμως. Η λόγχη λειαίνεται σιγά σιγά, η μύτη της γίνεται λιγότερο αιχμηρή και, στο τέλος, αυτό που συμβαίνει στα ζώα, και έχει συμβεί σε μια ολόκληρη γενιά, παύει να συμβαίνει, ευτυχώς, στις επόμενες.

Η Τατά Αρσέλ φεύγει από τη Μυτιλήνη, όπου είχε μεγαλώσει στην προσφυγική συνοικία, πηγαίνει στη Δανία, σπουδάζει Ψυχολογία, παντρεύεται Δανό, κάνει οικογένεια, εξασκεί το επάγγελμά της και, όπως ο Αργύρης, μένει κι αυτή στο πεδίο των μαχών. Μπορεί να μη δουλεύει σε σφαγείο, όμως κάνει τομές στην οικογένειά της, παίρνοντας συνεντεύξεις από τα μέλη της, και προχωράει μέσα στο τραύμα των άλλων για να ξεδιαλύνει το δικό της τραύμα.

Στο τέλος, ο γιος της ο Νίκολαϊ, σκηνοθέτης του κινηματογράφου, γεννημένος στην Κοπεγχάγη, παραδέχεται πως δεν μπορεί να δει την ιστορία της γιαγιάς του παρά σαν υλικό για τις ταινίες του: «Θα ήταν ενδιαφέρον, ίσως και συναρπαστικό, να δω το μέρος όπου έμενε η γιαγιά. Αλλά δεν είναι κάτι που μου δημιουργεί νοσταλγία -για να δω το μέρος από το οποίο προέρχομαι- γιατί δεν αισθάνομαι ότι προέρχομαι από εκεί». Για να προσθέσει, αρκετά κυνικά: «Είμαι απασχολημένος με το παρόν και το μέλλον, αλλά όχι με το παρελθόν». Καμιά νοσταλγία πια.

Μια σκηνή

Στο «Αϊβαλί» (2014), το graphic novel του Soloup, που εκδόθηκε την ίδια περίοδο με τα βιβλία του Παπαμάρκου και της Αρσέλ και περιστρέφεται κι αυτό γύρω από το μικρασιατικό ζήτημα, υπάρχει μια σκηνή που μου έχει μείνει και με βασανίζει: οι Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν έναν Ρωμιό που έχει ντυθεί γυναίκα με σκοπό να μπει σ’ ένα από τα πλοία που φεύγουν για την Ελλάδα και να σωθεί. Ο άντρας έχει φορέσει ψεύτικα στήθη, οι στρατιώτες πασπατεύουν τα στήθη, μετά τον γαργαλάνε και ο μασκαρεμένος ξεσπά σε χαχανητά. Γελάει, το στόμα του ανοίγει διάπλατα και τότε κάποιος από τους στρατιώτες πιάνει το στόμα του και το κρατά ανοιχτό, ενώ ένας άλλος τον φτύνει. Αυτό δείχνει το τελευταίο καρέ της σελίδας: χείλη, δόντια, μια γλώσσα, ο ουρανίσκος κι ένα λευκό υγρό να εκτοξεύεται μέσα στο στόμα του άντρα, ταπεινώνοντάς τον με τον πιο προσβλητικό τρόπο. Τρία στόματα, τρεις διαφορετικές αφηγήσεις, η ίδια.

​​Δημοσθένης Παπαμάρκος, «Γκιακ», Αντίποδες, 2014

Λίμπυ Τατά Αρσέλ, «Με το διωγμό στην ψυχή», Κέδρος, 2014

Soloup, «Αϊβαλί», Κέδρος, 2014

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή