Οι δημοσκοπήσεις

Οι δημοσκοπήσεις

Κύριε διευθυντά

Μετά τις πρόσφατες εκλογές, ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς σχετικά με την ανακρίβεια των προ των εκλογών δημοσκοπήσεων. Οι πιο «θερμόαιμοι» από τους συμπολίτες μας ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε προσπάθεια για την απόκρυψη της αλήθειας ή για τον αποπροσανατολισμό του λαού ή για την ηθελημένη διαφοροποίηση κ.λπ. κ.λπ. Μερικοί μάλιστα διέκριναν απάτη ή και δόλο! Κάποιοι άλλοι πολίτες περιορίστηκαν στο να αναφερθούν περιφρονητικά στην έλλειψη εφαρμογής επιστημονικών στατιστικών μεθόδων. Οι αρμόδιοι απέδωσαν τα λάθη στην απρόβλεπτη συσπείρωση των ψηφοφόρων, στην προσωπική γοητεία των πολιτικών, στην αποχή, στο μεταναστευτικό κ.λπ. κ.λπ. Και βέβαια μερικά από τα παραπάνω μπορεί να επηρέασαν την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων, αλλά πιστεύω ότι ο κύριος λόγος της αποτυχίας τους οφείλεται στον μικρό αριθμό ερωτηθέντων πολιτών. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αν είχε ερωτηθεί το σύνολο των εκατομμυρίων ψηφοφόρων, τότε μόνο οι δημοσκοπήσεις θα ήταν 100% ακριβείς. Οσο δε μίκραινε ο αριθμός των ερωτηθέντων τόσο θα μειωνόταν αντίστοιχα και η ακρίβεια των αποτελεσμάτων. Επομένως ο «πληθυσμός» των 1.000 ή 1.200 ατόμων που ερωτήθηκαν προεκλογικά  φαίνεται ότι ήταν ανεπαρκής για να επιτύχουμε σχετικά ακριβείς δημοσκοπήσεις, όσο και τέλειες στατιστικές μέθοδοι να εφαρμόστηκαν. Προφανώς αν ο πληθυσμός ήταν 50.000 ή 100.000 άτομα, τα συμπεράσματα θα ήσαν ακριβέστερα, αυτό όμως είναι πρακτικά ανεφάρμοστο και επομένως δικαιολογείται η παρατηρηθείσα απόκλιση. Ως συμπέρασμα πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι 1.000 ή 1.200 άτομα δεν μπορούν να αντιπροσωπεύσουν επαρκώς τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων, γι’ αυτό ας μην περιμένουμε και από μελλοντικές δημοσκοπήσεις μια μεγάλη ακρίβεια. Και εάν κάποτε κάποτε υπάρξει μια μεγάλη ακρίβεια, αυτή μάλλον θα οφείλεται σε ένα τυχαίο στατιστικό γεγονός.

Νικος Δυοβουνιωτης – Πολιτικός μηχανικός – Κηφισιά

Θρησκευτικά

Κύριε διευθυντά

Σχετικά με τις δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Σίας Αναγνωστοπούλου «περί απλοποιήσεως της διαδικασίας για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών από τα σχολεία», έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα.

Το άρθρο 16 παράγραφος 2 του Συντάγματος λέγει: Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους που έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Με τη φράση «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» ο συνταγματικός νομοθέτης εννοεί την ανάπτυξη της χριστιανικής συνείδησης, διότι κατά το άρθρο 3 παρ.1 του Συντάγματος «η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».

Για τη λέξη «συνείδηση» πόσο σημαντική είναι βλ. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το μάθημα των θρησκευτικών στην Ελλάδα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και καμία κυβέρνηση δεν δύναται ευθέως ή πλαγίως να καταργήσει ή να περιορίσει τις ώρες διδασκαλίας από δύο (2) που διδάσκεται εβδομαδιαίως, και που είναι και το ελάχιστον όριο διδασκαλίας κάθε μαθήματος που διδάσκονται στην εκπαίδευση. Ειδικώς για το μάθημα των θρησκευτικών, το μόνο κατοχυρωμένο συνταγματικά, είναι ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και κάθε παρέμβαση, εκ μέρους της πολιτείας, άμεση ή έμμεση για τον περιορισμό αυτού του μαθήματος, αποτελεί συνταγματική εκτροπή.

Για την απλοποίηση της διαδικασίας, που ομιλεί η κ. υπουργός όσοι μαθητές έχουν βαπτισθεί και φέρουν χριστιανικό όνομα είναι υποχρεωμένοι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να διδάσκονται το μάθημα των θρησκευτικών και να δίνουν εξετάσεις και να βαθμολογούνται. Καμία αίτηση εκ μέρους των γονέων και κηδεμόνων περί απαλλαγής δεν χωρεί. Το θέμα είναι ξεκάθαρο. Για τους αλλόθρησκους ή μη βαπτισμένους, θα προσκομίσουν επίσημο πιστοποιητικό από τη δημόσια υπηρεσία, ότι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, και έτσι απαλλάσσονται.

Οσοι γονείς ή κηδεμόνες δεν θέλουν τα παιδιά τους να διδάσκονται θρησκευτικά, ας τα στείλουν σε σχολεία εσωτερικού ή εξωτερικού όπου δεν διδάσκονται και ας μην επιδιώκουν «ερμαφρόδιτες λύσεις». Εχουμε δημοκρατία και τα πάντα είναι στη διαφάνεια.

Η κ. αναπληρώτρια υπουργός, με το μπάσιμο στο υπουργείο, νόμισε ότι βρήκε την ευκαιρία, κατά έναν έμμεσο τρόπο, να βγάλει τα θρησκευτικά από τη μέση. Την πληροφορώ πως απατάται οικτρώς. Δεν την απασχόλησε το κατάντημα σήμερα της εκπαίδευσης, με τους είκοσι χιλιάδες (20.000) εκπαιδευτικούς που δεν έχει και υπολειτουργούν τα σχολεία; Την πληροφορώ, εγκύκλιοι ή περιοριστικές υπουργικές αποφάσεις σ’ ό,τι αφορά το συνταγματικώς κατοχυρωμένο μάθημα των θρησκευτικών δεν χωρούν. Στα κρυφά τίποτα δεν θα περάσει. Εχουμε δημοκρατία, έχουμε Βουλή και άπαντα θα περνάνε από εκεί. Σεβασμός στο Σύνταγμα και στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Τον τελικό λόγο τον έχουν η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος με προσφυγή στο ΣτΕ, οι θρησκευτικές οργανώσεις και η Ενωση Θεολόγων. Είμαι περίεργος να δούμε και τη στάση του κ. Π. Καμμένου που θα κρατήσει στη Βουλή, διότι χωρίς αυτόν σήμερα κυβέρνηση δεν θα είχαμε. Εδώ στην Ελλάδα ευρισκόμεθα σε τρομερή οικονομική κατάσταση και την κ. υπουργό απασχολεί πώς κατά έναν  αντισυνταγματικό τρόπο θα βγάλει τα θρησκευτικά από τη μέση.

Ι. Θ. Χαϊνης – Ομ. καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου

Αγγλική γλώσσα

Κύριε διευθυντά

Μετά την τραυματική εμπειρία μας από τη συζήτηση του κ. πρωθυπουργού με τον πρώην πρόεδρο Κλίντον που μεταδιδόταν τηλεοπτικά από το CΝΝ, εισηγούμαι στη Νέα Δημοκρατία να προσθέσει την άπταιστη γνώση της αγγλικής γλώσσας στις προαπαιτούμενες 50 υπογραφές των υποψηφίων προέδρων του κόμματος. Δεν αρκεί ένα οποιοδήποτε δίπλωμα, διότι είναι αναγκαίο ο πρόεδρος που θα εκλεγεί όχι μόνον να μη μένει άναυδος όταν δεν καταλαβαίνει αυτό που άκουσε, αλλά να μπορεί να σκέπτεται αυτομάτως αγγλιστί όταν συνομιλεί σ’ αυτήν τη γλώσσα και όχι να μεταφράζει από ή στα ελληνικά. Η χρησιμοποίηση διερμηνέως που πρότεινε σήμερα ο κ. Μεϊμαράκης στον κ. πρωθυπουργό θα ήταν ασφαλώς μία βοήθεια κατά τη συζήτηση στο Ιδρυμα Κλίντον, αλλά θα κούραζε τους τηλεθεατές του CΝΝ και θα αποδυνάμωνε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Πάντως, οι πρωθυπουργοί της Ε.Ε. αποκλείεται, για προφανείς λόγους, να δεχθούν διερμηνείς στα συμβούλιά τους κορυφής.

Δημοσθενης Ιωαννιδης

Η Νέα Δημοκρατία

Κύριε διευθυντά

Οι διεργασίες που άρχισαν από την επομένη των εκλογών για την ανάδειξη ενδεδειγμένης ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία θα έχουν, δυστυχώς, ως αποτέλεσμα την επί μακρόν παραμονή της στην αντιπολίτευση, εφόσον διεξάγονται με το ίδιο πνεύμα και την έλλειψη ανανεωτικής βούλησης.

Μεγάλη μερίδα των οπαδών και ψηφοφόρων του κόμματος έχει την πεποίθηση ότι ένας σοφός ηγέτης θα λειτουργούσε ως καταλύτης που θα επανέφερε τη Ν.Δ. στη «χρυσή» εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η σοφία, εάν υπάρχει, δεν συνεπάγεται και καλή διοίκηση. Επί του προκειμένου όμως, δηλαδή στο ίδιο πρόσωπο, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να συναντήσεις και τα δύο.

Θα πρέπει κατ’ αρχάς να παραδεχθούν τα στελέχη και οι οπαδοί της Ν.Δ. ότι αυτοί οι ίδιοι, άπαντες ανεξαιρέτως, ευθύνονται για τα εξαιρετικά χαμηλά και πρωτοφανή στην ιστορία της εκλογικά ποσοστά της παράταξης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διακρινόμενος πράγματι από σοφία και καλή διοίκηση, επέτυχε το 1980 να εντάξει στη Ν.Δ. τους οπαδούς δύο άκρως αντίθετης ιδεολογίας κομμάτων.

Επειδή με τον Γεώργιο Ράλλη και μετέπειτα δεν υπήρξε η αναμενόμενη συνέχεια, η Ν.Δ. προσέφυγε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος, σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, κατόρθωσε τον άθλο να επανακάμψουν στο κόμμα όχι μόνον όλοι οι αποχωρήσαντε οπαδοί του, αλλά και να πείσει με τη συνεπή στάση του την υπέρ της Ν.Δ. οικειοθελή διάλυση της τότε Εθνικής Παράταξης.

Οι τελευταίες συζητήσεις για την αυτοδιάλυση της Εθνικής Παράταξης έγιναν στην Αθήνα και στο «ουδέτερο» γραφείο του γράφοντος, νεοσσού τότε πολιτευτή, διότι οι τότε βαρώνοι του κόμματος αρνούνταν εγωκεντρικά να προσέλθουν ο ένας στο γραφείο του άλλου.

Διατυπώθηκαν τότε από πολλά στελέχη έντονες αντιδράσεις και τελικά επήλθε ομοφωνία για τη μη συμμετοχή μας στις εκλογές της 8.4.1990, όταν, σε μία στιγμιαία έμπνευσή μου πρόβαλα το από όλους αποδεκτό επιχείρημα ότι «ο Μητσοτάκης είναι Κρητικός και κρατάει τον λόγο του», πράγμα που πράγματι συνέβη.

Εάν η Ν.Δ. δεν διαθέτει σήμερα, αποδεκτές από όλους, αξιόλογες ηγετικές εφεδρείες, οφείλουμε να τις αναζητήσουμε ακόμη και εκτός Ελλάδος, όχι σε διαπρεπείς καλλιτέχνες, αλλά σε παγκοσμίως αναγνωρισμένες επιστημονικά και επαγγελματικά καταξιωμένες προσωπικότητες που τιμούν την πατρίδα μας. Οίκοθεν νοείται, δηλαδή είναι αυτονόητο, ότι θα πρέπει να αυτοκαταργηθούν όλες οι πιθανές και «απίθανες» σημερινές υποψηφιότητες για την ηγεσία και να αρχίσουν οι σχετικές διαδικασίες από μηδενική βάση, με οδηγό την επικρατούσα γι’ αυτούς τους υποψηφίους γνώμη στο εκλογικό σώμα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν θα έχει καμία απολύτως σημασία και βαρύτητα ο αριθμός των ψήφων που έλαβαν στις βουλευτικές εκλογές, αλλά τον λόγο θα έχουν οι αδιάβλητες δημοσκοπήσεις.

Ηλιας Κ. Κυπραιος – Πολιτευτής Δωδεκανήσου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή