Τα όρια μεταξύ εικονικής και αληθινής πραγματικότητας

Τα όρια μεταξύ εικονικής και αληθινής πραγματικότητας

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τα βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος όταν μετέφραζα τη «Θεραπεία του νερού» του Πέρσιβαλ Εβερετ (εκδ. Πόλις, 2013). Ανάμεσα στα μεταμοντέρνα παραληρήματά του, μεταξύ φιλοσοφίας, γλωσσολογίας, αγάπης και μίσους, ο Αμερικανός συγγραφέας ασκούσε επιθετική κριτική στο βασανιστήριο του εικονικού πνιγμού (waterboarding), πρακτική που εφάρμοζαν οι Αμερικανοί, την περίοδο του Μπους του Νεότερου, στους κρατουμένους των εφιαλτικών αυτών φυλακών.

Αυτό θυμήθηκα διαβάζοντας στον New Yorker ένα κείμενο της πολυσχιδούς Λόρι Αντερσον για μία περφόρμανς που παρουσιάστηκε από τις 2 ώς τις 4 Οκτωβρίου, υπό τον τίτλο «Habeas Corpus», στη Νέα Υόρκη, έχοντας ως συνεργάτη της έναν πραγματικό κρατούμενο του Γκουαντάναμο, τον Μοχάμεντ ελ Γκαράνι, ο οποίος παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές από τα 14 ώς τα 21 του, για την υποτιθέμενη συμμετοχή του σε πυρήνα της Αλ Κάιντα στο Λονδίνο το 1998. Αυτό που αποδείχθηκε στην πορεία ήταν ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτα για την Αλ Κάιντα, όπως, εξάλλου, και οι περισσότεροι συγκρατούμενοί του.

Δούλεψαν εξαρχής μαζί αυτό το πρότζεκτ· εντούτοις, στην παρουσίαση εκείνη ήταν στις ΗΠΑ, ενώ ο Μοχάμεντ σε κάποια χώρα στη Δυτική Αφρική (που ευνόητα δεν αποκαλύπτεται), αφού φυσικά δεν θα του επιτραπεί ποτέ να επισκεφθεί αμερικανικό έδαφος, παρότι αθωώθηκε λόγω ελλιπών στοιχείων. Ετσι, η εικόνα του εμφανιζόταν ωσάν ολόγραμμα διαδικτυακά και συνομιλούσε με την Αντερσον, αφού είχε δημιουργήσει, ως γλύπτρια μεταξύ χιλιάδων άλλων, ένα άγαλμα, θέλοντας να συμβολίσει την ταυτόχρονη παρουσία και απουσία ― κοντολογίς, την εποχή μας.

Μέσα από τις διηγήσεις του Μοχάμεντ, η Αντερσον αναγκάστηκε ν’ αλλάξει το αρχικό περιεχόμενο της περφόρμανς, διότι οι ιστορίες του πρώην εγκλείστου αποκάλυψαν ότι οι περισσότεροι βασανισμένοι του Γκουαντάναμο γνώριζαν για την Αλ Κάιντα λιγότερα και από τον μέσο Αμερικανό. Οι περισσότεροι που βασανίστηκαν σκληρά ―ή εξαναγκάστηκαν σε αυτοκτονία― ήταν καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι είχαν την εφιαλτική ατυχία να συλληφθούν ή να παραδοθούν από τις πακιστανικές δυνάμεις ως ύποπτοι στα αμερικανικά στρατεύματα.

Η ίδια έφτασε, τελικά, να αναρωτιέται για το τι τελικά σημαίνει αλήθεια, δικαιοσύνη, πόνος, θέτοντάς μας ενώπιον της διαρκούς αμφιβολίας που φέρνει σε σύγκρουση την εικόνα με την πραγματικότητα. Σκοπός της ήταν να δοκιμάσει τα όρια της γλώσσας και της αφήγησης, καθώς και τα κίνητρα που έχει κανείς όταν διηγείται τις προσωπικές του εμπειρίες. Οσο προχωρούσε το πρότζεκτ, τόσο περισσότερο η καλλιτέχνις αντιλαμβανόταν ότι οι ΗΠΑ, ειδικά εκείνη την περίοδο, είχαν ανάγκη από την «εφεύρεση» των «κακών», εναντίον των οποίων είχαν κηρύξει τον «αγώνα τον καλό».

Η Λόρι Αντερσον έχει δηλώσει: «Ως καλλιτέχνις, είμαι αφοσιωμένη στο να βλέπω τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι». Αυτό το «όπως είναι» αποτελεί το μεγάλο μάθημα των μεγάλων καλλιτεχνών τού σήμερα. Μέχρι να σώσει η ομορφιά τον κόσμο, ας βλέπουμε την ασχήμια ως έχει, μπας και καταφέρουμε, κάποτε, να της αντισταθούμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή