Ρητορική του μίσους και ελευθερία της έκφρασης

Ρητορική του μίσους και ελευθερία της έκφρασης

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​θεωρητική συζήτηση στον τόπο μας για τη ρητορική του μίσους (hate speech, discours de haine) είναι ελάχιστη, παρότι η ρητορική αυτή ανθεί και θάλλει γύρω μας. Μια πρόσφατη εκδήλωση (Ιούνιος 2015) της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Δικαιοσύνης, καλοδεχούμενη ασφαλώς, είχε κυρίως συμβολική αξία. Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Esprit (Οκτώβριος 2015), αφιερωμένο στο ζήτημα, μου δίνει την αφορμή να επανέλθω σε αυτό, υπό άλλη οπτική.

Ως ρητορική του μίσους ορίζεται κάθε δημόσιος λόγος ή άλλου είδους έκφραση που απαξιώνει πρόσωπα ή ομάδες ανθρώπων, για λόγους εθνικούς, εθνοτικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, σεξουαλικούς ή φυσικής αναπηρίας, και προκαλεί διακρίσεις εις βάρος τους ή και πράξεις βίας. Πρόκειται ουσιαστικά για τον εν ευρεία εννοία ρατσιστικό λόγο.

Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ασκείται πάντοτε υπό περιορισμούς. Η εξύβριση και η δυσφήμιση δεν προστατεύονται από την ελευθερία της έκφρασης και κολάζονται ποινικά. Τα τελευταία χρόνια θεωρήθηκε ότι οι σχετικές ποινικές προβλέψεις, που υπάρχουν σε όλους τους ποινικούς κώδικες των δημοκρατικών κρατών, δεν επαρκούν και έπρεπε επιπλέον να ποινικοποιηθεί και η ως άνω ρητορική του μίσους.

Είναι θεμιτό, όμως, ένα δημοκρατικό κράτος να τιμωρεί ποινικά έναν οποιονδήποτε λόγο, όσο αποκρουστικός και αν είναι αυτός; Δεν αντιτίθεται μια τέτοια τιμωρητική στάση στην ελευθερία της έκφρασης; Μήπως, ακόμη, η ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους επαναφέρει την έννοια του αδικήματος γνώμης; Δύο είναι, σε γενικές γραμμές, οι απαντήσεις στο δίλημμα: η πρώτη προτάσσει την ελευθερία του λόγου και απορρίπτει κάθε ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους (ΗΠΑ), ενώ η δεύτερη θεωρεί ευάλωτες τις ομάδες που θίγονται από τη ρητορική αυτή και προτάσσει την υπεράσπισή τους, ποινικοποιώντας τον δημόσιο λόγο μίσους (Ευρώπη).

Οι αντίπαλοι της ποινικοποίησης της ρητορικής του μίσους απορρίπτουν κάθε ιδέα πρόσθετων περιορισμών στην ελευθερία του λόγου, πέραν των προαναφερθέντων (εξύβριση, δυσφήμιση), γιατί θεωρούν ότι κάτι τέτοιο υπονομεύει θεμελιωδώς τη δημοκρατία. Δημοκρατία σημαίνει να μπορεί ο καθένας να εκφράζει την άποψή του δημόσια και να πασχίζει να πείσει τους άλλους. Το θεμέλιο της ανεξαίρετης τήρησης των νόμων σε ένα δημοκρατικό κράτος, είτε μας βρίσκουν σύμφωνους είτε μας βρίσκουν αντίθετους, είναι ακριβώς το κοινό αγαθό της ελευθερίας του λόγου. Η δημοκρατία πρέπει να ανέχεται και να επιτρέπει τον ακραίο λόγο, όσο απεχθής και αν είναι, γιατί αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά της από τα άλλα πολιτεύματα. Διαφορετικά αυτοακυρώνεται.

Οι υποστηρικτές του ποινικού κολασμού της ρητορικής του μίσους θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο προασπίζουν την αξιοπρέπεια και την κοινωνική υπόληψη ατόμων και ομάδων, κατά το μάλλον ή ήττον ευάλωτων. Η δημόσια υποτίμηση λογής λογής ομάδων (π.χ. μουσουλμάνοι, τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι κ.λπ.) πλήττει ουσιαστικά την ισότητα των ανθρώπων και υπονομεύει άρα, από άλλο δρόμο από εκείνον του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, τη δημοκρατία. Θεωρούν ότι ο ποινικός κολασμός του ρατσιστικού λόγου συντελεί στην πρόληψη εγκλημάτων μίσους.

Το αδύνατο σημείο της ιδέας του κολασμού της ρητορικής του μίσους έγκειται στο ότι είναι εξαιρετικά δυσχερές να αποδειχθεί η αιτιώδης σχέση ανάμεσα σε ένα λόγο μίσους και σε ένα έγκλημα μίσους. Συζητήσιμη είναι επίσης και η πρακτική αποτελεσματικότητα της ποινικοποίησης αυτής. Επί παραδείγματι, όπως διαβάζω στο αφιέρωμα του Esprit, σύμφωνα με την έκθεση «Antisemitism Worldwide» 2012 του Kantor Center του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, καταγράφηκαν τη χρονιά αυτή στη μεν Γαλλία 200 πράξεις αντισημιτισμού, ενώ 99 μόνο στην Αμερική, αν και με πενταπλάσιο πληθυσμό.

Προσωπικά πιστεύω ότι δεν πρέπει οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες να τείνουν προς τoν ποινικό κολασμό της ρητορικής του μίσους. Οι δημοκρατίες έχουν πολλά άλλα μέσα στα χέρια τους για να μην αφήνουν να γεννιούνται στις ψυχές και στα μυαλά των ανθρώπων ρατσιστικές ιδέες και πεποιθήσεις. Δεν αμφιβάλλω ότι ιστορικοί λόγοι επιβάλλουν ενίοτε τέτοιου είδους νομοθέτηση, όπως αίφνης στη μεταπολεμική Γερμανία όσον αφορά τον αντισημιτικό λόγο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι απαράδεκτη η ποινικοποίηση της αμφισβήτησης ιστορικών γεγονότων, όπως προβλέπει ο γαλλικός νόμος Gayssot του 1990. Αν κριθεί ωστόσο ότι χρειάζεται ένας ποινικός νόμος για τον κολασμό της ρητορικής του μίσους, θα πρέπει τότε να ορίζει με μεγάλη ακρίβεια το αδίκημα και να τιμωρεί κυρίως την παρακίνηση σε πράξεις βίας, να τιμωρεί εκείνο τον λόγο δηλαδή που συνιστά πραγματική απειλή. Και τελικά, επειδή τα κάστανα από τη φωτιά θα κληθούν να τα βγάλουν οι δικαστές, χρειάζεται από τη μεριά τους πολύ φειδωλή και φρόνιμη εφαρμογή του όποιου σχετικού νόμου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή