Η απίστευτη περιπέτεια ενός οπαδού που αγνοείτο επί 11 χρόνια

Η απίστευτη περιπέτεια ενός οπαδού που αγνοείτο επί 11 χρόνια

4' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι περισσότεροι φίλαθλοι μπορεί να έχουν αργήσει να γυρίσουν σπίτι μετά το γήπεδο, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αστείες δικαιολογίες. Αλλος δύο, άλλος τρεις ώρες αργότερα, και κάποιοι το επόμενο πρωί αν έχουν μπλεξίματα, όμως κανείς τους δεν φτάνει τον Ελβετό Ρούντολφ Μπαντλ, που γύρισε ύστερα από… 11 χρόνια.

Στην ηλικία των 60 ετών, ο φανατικός οπαδός της Βασιλείας και του… ποτού ξεκίνησε με τους φίλους του τον Αύγουστο του 2004 να δει από κοντά την προσπάθεια της πρωταθλήτριας Ελβετίας στο Μιλάνο κόντρα στην Ιντερ για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ.

Η Ιντερ ήταν καλύτερη και πέντε λεπτά πριν από τη λήξη προηγείτο ήδη με 4-1, καθιστώντας βέβαιο τον αποκλεισμό της Βασιλείας από τους ομίλους του κορυφαίου ευρωπαϊκού διασυλλογικού θεσμού. Ο τεχνικός των Ελβετών Κρίστιαν Γκρος προέβη και σε μια αλλαγή στο 85΄ η οποία δεν άρεσε καθόλου στον κ. Μπαντλ, που απαυδισμένος από την εικόνα της ομάδας του λέει στους φίλους του «πάω στην τουαλέτα κι έρχομαι να φύγουμε». Ηταν η απόφαση που σημάδεψε τα επόμενα 11 χρόνια της ζωής του.

Οντως πήγε στην τουαλέτα, αλλά όταν προσπάθησε βγαίνοντας να βρει τους φίλους του, βρέθηκε αντιμέτωπος με το ποτάμι των πανηγυριζόντων οπαδών της Ιντερ που έβγαιναν κατά χιλιάδες από το «Τζουζέπε Μεάτσα». Το ματς είχε μόλις λήξει κι εκείνος ήταν αδύνατο να εντοπίσει τους συμπατριώτες του με τους οποίους είχε έρθει στο γήπεδο.

Προσπάθησε μετά αγχωμένος να βρει το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν φτάσει, αλλά δεν κατάφερε ούτε να βρει πού το είχαν παρκάρει ούτε να θυμηθεί πού είχαν καταλύσει. Το ποτό είχε παίξει το δικό του παιχνίδι στη μνήμη του 60χρονου, στον βαθμό που δεν θυμόταν ούτε το τηλέφωνο του σπιτιού του. Δεν είχε άλλωστε οικογένεια πίσω στην Ελβετία.

Εβαλε το χέρι στην τσέπη, και εκεί είχε μόνο 20 ευρώ. Ούτε κινητό δεν είχε. Αναγκάστηκε να περάσει το βράδυ εκείνο του Αυγούστου στους δρόμους του Μιλάνου, όπως όπως. Και το επόμενο βράδυ. Και το μεθεπόμενο, κι εκείνα μετά από αυτό. Ηρθε φθινόπωρο, κι ο κ. Μπαντλ έβγαζε τις νύχτες και τις μέρες στα παγκάκια, ζώντας πλέον χάρη στην ευγένεια και την ελεημοσύνη των ξένων. «Στην αρχή είχα την μπίρα να με κρατά ζεστό τη νύχτα, αλλά μετά κάποιος μου χάρισε έναν υπνόσακο και μου έσωσε τη ζωή» εξομολογείται ο ίδιος σήμερα σε ελβετική εφημερίδα.

Οι μήνες περνούσαν, τα γένια του και τα μαλλιά του μάκραιναν, και αγνώριστος πλέον ο… ναυαγός αυτός της ξηράς είχε καταστεί συμπαθής φιγούρα στους δρόμους του Μιλάνου, με τους Μιλανέζους να του προσφέρουν όχι μόνο φαγητό αλλά και καθαρά ρούχα ενίοτε. Λέγεται μάλιστα ότι ο καλοκάγαθος Ελβετός είχε βοηθήσει αρκετό κόσμο, κυρίως επισκέπτες της πόλης δίνοντάς τους οδηγίες για τους δρόμους που πλέον είχε μάθει καλά, ενώ είχε βοηθήσει και την αστυνομία. Ο ίδιος δεν πρόδωσε ποτέ τις δύο μεγάλες του αγάπες, πληρώνοντας με τα ψιλά της ελεημοσύνης για να πάρει ποτά αντί για φαγητό, και πηγαίνοντας σε γραφεία στοιχημάτων για να ενημερώνεται για την ομάδα του, τη Βασιλεία. Εκεί -μη συγχωρώντας την Ιντερ που απέκλεισε τον αγαπημένο του σύλλογο- άρχισε να παρακολουθεί από τις οθόνες τη Μίλαν που έγινε η δεύτερή του ομάδα.

Οι Μιλανέζοι τον είχαν πλέον κάνει κάτι σαν μασκότ των δρόμων τους, ενώ κάποιοι φοιτητές φρόντισαν και του εξασφάλισαν και μια φανέλα της Μίλαν με το όνομα του Κακά!

«Ηταν κάτι σαν μύθος στην περιοχή μας. Η ιστορία ότι χάθηκε μέσα στο Σαν Σίρο κυκλοφορούσε γενικώς, αλλά κανείς δεν ήξερε αν ήταν αληθινή ή όχι», δήλωσε σε ιταλική εφημερίδα ένας υπάλληλος της κοντινής βιβλιοθήκης. «Αλλωστε μιλούσε ελάχιστα για τον εαυτό του, όμως τον συμπαθούσαν όλοι» πρόσθεσε.

Πίσω στην Ελβετία, ο κ. Μπαντλ εθεωρείτο πια αγνοούμενος από το 2004, κατόπιν ενημέρωσης από τους φίλους του που τον είχαν χάσει. Βγήκε και από τη λίστα των αγνοούμενων το 2011, θεωρούμενος πλέον νεκρός, αφού δεν είχε δώσει σημεία ζωής στο προξενείο της Ελβετίας, κατ’ επιλογήν δική του. Ο «Ρούντι» πια είχε γίνει ένας μποέμ Μιλανέζος, με μόνιμη κατοικία στους δρόμους της συνοικίας Μπάτζο. Ετσι είναι σαφές πόσο ξαφνιάστηκαν όλοι όταν μια μέρα πριν από μερικούς μήνες οι Ιταλοί έπαψαν ξαφνικά να τον βλέπουν εκεί. Το μυαλό τους πήγε στο χειρότερο. Τι είχε συμβεί;

Ενα βράδυ ο 71χρονος πια Ρούντι γλίστρησε κι έπεσε. Το κάταγμα στον μηρό απαιτούσε νοσηλεία, και στο νοσοκομείο βρέθηκε ότι δεν είχε ασφάλεια, οπότε ειδοποιήθηκε το ελβετικό προξενείο, με καθυστέρηση 11 ετών. Οι Ελβετοί τον μετέφεραν πίσω στη Βασιλεία, και τώρα υγιής, μένει στην πόλη του σε οίκο ευγηρίας, με ένα κεραμίδι δηλαδή πάνω από το κεφάλι του έπειτα από 11 χρόνια, και με κρατικό επίδομα 300 ευρώ. «Πού και πού με αφήνουν να πιω και καμιά μπιρίτσα» λέει ο περιποιημένος και ξυρισμένος πια κ. Μπαντλ.

Πίσω στο Μιλάνο, η είδηση ότι ο αγαπημένος Ρούντι όχι μόνο είναι καλά αλλά και ζει στεγασμένος πλέον στην Ελβετία έγινε δεκτή με ένα μείγμα έκπληξης, ανακούφισης και νοσταλγίας: «Αλήθεια; Νομίζαμε ότι είχε πεθάνει» είπε με χαρά ο υπάλληλος της βιβλιοθήκης μόλις έμαθε τα νέα από τη Βασιλεία, που θα θυμάται πάντα τον «ωραίο Ελβετό τύπο με τη γερμανική προφορά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή