Το δικό μου Παρίσι

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Το Παρίσι μου. Το Παρίσι μου δεν είναι μόνο η Πόλη του Φωτός, δεν είναι μόνο τα παιδιά που παίζουν στα πάρκα γύρω γύρω από τον Σηκουάνα ούτε το αιώνιο ερώτημα ποια όχθη είναι καλύτερη, η αριστερή ή η δεξιά. Δεν είναι μόνο ένα κρουασάν που ονειρεύεσαι με την πρώτη χαραμάδα ήλιου που τρυπώνει από το ανατολικό σου παράθυρο, καθώς σφίγγεις περισσότερο το σκέπασμα ένα ανήλιαγο πρωινό. Ούτε καν η Εντίθ Πιαφ όταν τραγουδάει σπαρακτικά «Ne me quitte pas» ενώ ρουφάς ανυπόμονα ένα φτηνό κρασί με φρουτώδη γεύση, γιατί έμαθες πια να το ξεχωρίζεις από άλλα, πιο ξηρά. Ούτε καν τα φιλιά που αντάλλαξες τυχαία ένα βράδυ μετά μια βόλτα με ποδήλατα δίπλα στον Πύργο του Αϊφελ, αφού πέρασες ώρες κοιτάζοντας σύγχρονη τέχνη, που αλίμονο κι αν τίποτε κατάλαβες, στο Πομπιντού.

Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και όλα τα συννεφιασμένα πρωινά που στριμώχτηκες στο μετρό και έβρισες από μέσα σου τους αγέλαστους συνεπιβάτες σου γιατί κάποιος σε πάτησε και δεν σου ζήτησε συγγνώμη. Είναι η δυσκολία να βρεις δουλειά και η ανέκφραστη εργοδότης που σε ρώτησε χωρίς ντροπή αν είσαι παντρεμένη κι αν έχεις σκοπό να κάνεις παιδιά σύντομα. Είναι και οι πανάκριβες αγορές και οι άγευστες ντομάτες με το κατακόκκινο συνθετικό χρώμα. Είναι τα πανέμορφα, όμως τόσο ψυχρά κτίρια, αλλά και οι συζητήσεις που ατέρμονα προσπαθείς να καταλάβεις, γιατί ακόμη και οι πιο αγαπημένοι σου όταν μιλούν αργκό σε κάνουν να νιώθεις ξένος. Είναι και τα μπαρ χωρίς διακόσμηση, που η μουσική δεν ακούγεται καν και συνειδητοποιείς ότι, ναι, εμείς ξέρουμε να διασκεδάζουμε καλύτερα. Είναι, ακόμη ακόμη, η κατάθλιψη που πέρασες τον πρώτο σου ατέλειωτο χειμώνα εδώ, κι όταν τέλειωσε το κρύο, είναι και οι συζητήσεις με άλλους ξένους που σου είπαν ακριβώς το ίδιο πράγμα με τα ίδια λόγια και η συγκίνηση ότι δεν είσαι μόνος σ’ έκανε, για πρώτη φορά, να ανακουφιστείς.

Αλλά, πάνω απ’ όλα, το Παρίσι μου είναι η πόλη μου. Είναι η πόλη που επέλεξα πριν από έξι χρόνια να ζω και όσο κι αν αμφισβήτησα σε στιγμές αδυναμίας την επιλογή μου, η ξεροκεφαλιά μου ή, έστω, η επιμονή μου ότι θα τα καταφέρω με απέτρεψαν από το να φύγω. Είναι η πόλη μου και όταν κάποιος πληγώνει την πόλη μου, τότε ξεριζώνει ένα κομμάτι της ψυχής μου. Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω τόσο ξεριζωμένη.

Οταν τον Ιανουάριο, μόλις λίγους μήνες πριν, χτυπήθηκε το Charli Hebdo, κάποιος είχε σκοτώσει συναδέλφους μου. Είχα ταυτιστεί, σκεπτόμενη τους δικούς μου παλιούς συναδέλφους, στο περιοδικό «Κ», και την πιθανότητα κάποιος να με στερούσε από τις υπέροχες αναμνήσεις μας. Αλλά αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι χειρότερα, όχι μόνο λόγω του μεγέθους του τρομοκρατικού χτυπήματος. Αλλά, γιατί αυτό το χτύπημα ήθελε να σκοτώσει την καρδιά του Παρισιού, τη μεσαία τάξη που βγαίνει για σεργιάνι στα μπαρ του καναλιού, πηγαίνει στις συναυλίες για τις οποίες μαθαίνει από στόμα σε στόμα, τρώει στο φτηνό Petit Cambodge αγαπημένα bobun πριν περάσει μια βόλτα από τη Charonne για ένα τελευταίο ποτό. Αυτές οι γειτονιές είναι οι γειτονιές μου. Και την Παρασκευή το βράδυ, ύστερα από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, φάγαμε στο σπίτι με τον άντρα μου, χαζέψαμε μια μέτρια σειρά στην τηλεόραση και εκεί γύρω στις 10 παρά ετοιμαζόμασταν να πάμε για ποτό – πού; Στο κανάλι ή στη Charonne. Εκείνος έστειλε μήνυμα στον φίλο του Σιλβάν για να τον ρωτήσει πού βρίσκονται κι ενώ έβαζα τις μπότες μου και αναρωτιόμουν αν χρειάζομαι κασκόλ –αυτός ο Νοέμβρης είναι ο ωραιότερος των τελευταίων ετών– ο Φρανσουά πάγωσε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα αδιάφορα. «Κάποιος πυροβόλησε τη φίλη του Σιλβάν στη Charonne». Αρχικά νομίσαμε ότι πρόκειται για κάποιον τρελό, κάποιο μεμονωμένο περιστατικό.

Ομως όχι. Η Monde ήδη είχε αρχίσει να μιλάει για περισσότερα περιστατικά, και για τρεις βόμβες στο Saint Denis – όπου ο Φρανσουά είχε περάσει το απόγευμά του. Καρφιτσωμένοι στις οθόνες μας, υποδεχτήκαμε φίλους στο σπίτι και εγώ έσβησα την αγωνία μου, καπνίζοντας αρειμανίως και πίνοντας ρούμι. Δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε εκείνο το βράδυ. Τα μηνύματα έφταναν βροχή. «Είσαι καλά; Πού είσαι; Μείνε σπίτι», ρωτούσαν φίλοι, με τους οποίους ίσως δεν είχες μιλήσει για μήνες. Το Σαββατοκύριακο κύλησε αγέλαστα. Περιμένουμε ακόμη τη λίστα των θυμάτων, περιμένουμε ακόμη να δούμε αν μέσα στους τόσους τραυματίες θα θρηνήσουμε και άλλα θύματα. Και τούτη τη φορά φοβόμαστε. Δεν το κρύβουμε. Ενας πόλεμος μαίνεται και η μόνη παρηγοριά μας είναι ότι αγαπήσαμε αυτήν τη ζωή, αυτούς τους ανθρώπους, αυτήν την ελευθερία να ζούμε όπως θέλουμε, να ερωτευόμαστε, να ψηφίζουμε, να κυκλοφορούμε όσο προκλητικά θέλουμε, να υποδεχόμαστε κάθε κουλτούρα. Και το κόστος της ελευθερίας μας είναι αυτό.

Μόνο σε μια ανείπωτη συμφορά αντιλαμβάνεσαι ποια είναι η πόλη σου. Μόνο τότε συνειδητοποιείς πόσα διακυβεύονται. Και όσο κι αν ξέρεις ότι αυτή η ζωή δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη, ούτε απλή ούτε καν πάντοτε ευτυχισμένη, το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι η ζωή σου και όταν αυτή απειλείται, τότε οφείλεις με νύχια και με δόντια να την προστατεύσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή