Η Νέα Δημοκρατία ως παρένθεση

Η Νέα Δημοκρατία ως παρένθεση

5' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο κόμμα ως μαγαζί. Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το μέλλον της είναι πραγματικά όχι μόνο ακατανόητη αλλά και εθνικά επιζήμια. Ενώ η χώρα σαστισμένη συνεχίζει να πληρώνει τον τερατώδη λογαριασμό του επταμήνου ορισμένων αρρωστημένων σαλτιμπάγκων της δραχμής, η Νέα Δημοκρατία δεν στάθηκε ικανή να διοργανώσει ούτε μία συζήτηση σχετικά με τις ιδέες και την προσωπικότητα των υποψηφίων που διεκδικούν την ηγεσία της. Αντιθέτως εμφανίζεται τουλάχιστον καχύποπτη σε μία, κατά τα άλλα, αυτονόητα ανοικτή διαδικασία δημοσίου διαλόγου που απαιτεί η διεθνής πρακτική και η στοιχειώδης δημοκρατική λογική. Διαμηνύει έτσι στους πολίτες ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Ν.Δ. είναι ένα «μαγαζί» που ναι μεν το πληρώνουν οι φορολογούμενοι αλλά ιδιοκτήτης είναι ο εκάστοτε φεουδάρχης. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν αντιδρούν ούτε οι βουλευτές, φαινόμενο πραγματικά θλιβερό και παρακμιακό. Το επιχείρημά τους είναι αφοπλιστικό! Γιατί να υπάρχει δημοκρατία και διάλογος σε ένα κόμμα όταν όλοι είμαστε μεταξύ μας «γνωστοί» και κολλητοί, διορισμένοι υπάλληλοι του όποιου ιδιοκτήτη; Οι δε «περαστικοί», μη στενά νεοδημοκράτες, ως παρείσακτοι, δεν έχουν καμία θέση!

Η Ν.Δ. ως «μπλε ΣΥΡΙΖΑ». Προκαλεί πραγματικά ιλαρότητα η εικόνα ενός κόμματος το οποίο, εν τη απουσία οποιασδήποτε ιδεολογικής και κυρίως πολιτικής κατεύθυνσης, προσπαθεί ενίοτε κατά καιρούς να μιμηθεί τους απέναντι. Οποιοι κι αν είναι αυτοί. Το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, κ.ο.κ. Συρόμενη δε από την κινητοποίηση των πιο ακραίων στελεχών και ψηφοφόρων της, η Ν.Δ. μέσα, κυριολεκτικά, σε μία νύχτα έχει αναλάβει ρόλο κόμματος διαμαρτυρίας, καταψηφίζοντας ό,τι περνάει από το χέρι της, ασχέτως εάν έχει υπερψηφίσει αρχικώς το μνημόνιο. Και δεν είναι φυσικά δικαιολογία ότι προτιμά τη μείωση των δαπανών από την αύξηση των φόρων που επιβάλλει η κυβέρνηση. Ολοι θα προτιμούσαν μια μείωση δαπανών αλλά και όλοι γνωρίζουν –συμπεριλαμβανομένου και του κουαρτέτου των θεσμών– ότι αυτό πολιτικά είναι δέκα φορές πιο καταστροφικό – αν και οικονομικά, φυσικά, αυτό θα ήταν αντιστρόφως 100% πιο αποδοτικό. Εντύπωση δε προκαλούν και τα «γαλάζια» στελέχη. Τα περισσότερα φυγόπονα και αφερέγγυα καθώς είναι, κατ’ ιδίαν ομολογούν ότι αυτός που θα ψηφίσουν δεν είναι ο καλύτερος αλλά αυτός που θα εγγυηθεί ότι την επόμενη μέρα θα βρίσκονται πάλι στη θέση του πολιτευτή ή στην καλύτερη περίπτωση στη θέση του γραφικού βαρονέτου του Κολωνακίου ή του παραγοντίσκου μιας επαρχιακής κωμόπολης. Για να κάνουν άραγε τι;

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η αδράνεια. Εν τω μεταξύ, ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν ανενόχλητος συνεχίζει να καταλαμβάνει μέρος του χώρου του –όποιου- κέντρου, υπό το πλαίσιο των μειωμένων προσδοκιών που συστηματικά καλλιεργεί, αντιπολιτευόμενος μάλιστα κατά καιρούς και τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα, αρνούμενος –αλλά και ανίκανος– να κυβερνήσει, επιβιώνει αντιπολιτευόμενος, δείχνοντας μάλιστα ενίοτε αυταρχισμό και ανησυχητική αντιδημοκρατική καθεστωτική αυθαιρεσία. Η ιδέα που έχουν ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περί αστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, για να μην πω για την ίδια τη λειτουργία του κράτους και του κράτους δικαίου, τουλάχιστον προβληματίζει. Σε κάθε περίπτωση, το αντιπολιτευτικό κενό που προκύπτει από τη διαλυμένη και ζαλισμένη αντιπολίτευση του δίνει δε επιπροσθέτως τη δυνατότητα να μετατρέπει κάθε μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Ετσι, το καταστροφικό επτάμηνο μετατρέπεται σε αποτυχημένη μεν, φιλότιμη δε, προσπάθεια ενός νέου ηρωικού ανθρώπου να καταπολεμήσει τη λιτότητα βάζοντάς τα εναντίον των ισχυρών του πλανήτη! Ο παραλογισμός μετατρέπεται έτσι σε «πολιτικά ορθή» θέση, με αποτέλεσμα να καταλήγει να κατηγορηθεί κανείς ως νεοφιλελεύθερος εκπρόσωπος των ολιγαρχικών συμφερόντων, αν επιχειρήσει να αποστεί από αυτή την πρωτοφανή διαστρέβλωση γεγονότων και λογικής. Δι’ αυτού του τρόπου, παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση μπορεί να τραυματιστεί περισσότερο μόνο από τον ίδιο της τον εαυτό και ιδιαιτέρως από την αδράνειά της. Από την άρνησή της να κυβερνήσει, παρά από τη σκληρή αντιλαϊκιστική πολιτική των πιστωτών που η κυβέρνηση ως μεσάζων παραδέχεται ότι μόνο εκτελεί! Εδώ ισχύει το γνωστό, «πιο παράλογο πεθαίνεις».

Το πολιτικό κενό ως αντιπροσώπευση. Στις τελευταίες εκλογές, τα δύο κόμματα μαζί έχασαν περίπου μισό εκατομμύριο ψήφους, με την αποχή να θριαμβεύει. Η αποτυχία της Ν.Δ. να κινητοποιήσει τον ψύχραιμο ψηφοφόρο είχε ως αποτέλεσμα, παρά τις σημαντικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, να έρθει δεύτερη και καταϊδρωμένη. Ετσι, το κενό στο κέντρο του πολιτικού συστήματος παραμένει, αλλά αυτήν τη φορά είναι… πραγματικό κενό, είναι πολιτική στάση. Είναι οι πολίτες εκείνοι που αποχωρούν από την πολιτική, την οποία θεωρούν απολύτως τοξική, αντιαισθητική αλλά και ενίοτε υποκοσμιακή, και ιδιωτεύουν επιλέγοντας στην ουσία ως αντιπροσώπευση το κενό. Το πολιτικό κενό λοιπόν δεν καλύπτεται. Καλύπτει.

Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει έτσι στην ουσία δύο βασικούς κορμούς περονικών κομμάτων, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ., με αόριστο πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο και ριζοσπαστική βάση η οποία εξαντλείται στην τυφλή, αν και λεκτική μόνο, αντιπολίτευση τόσο προς τους θεσμούς όσο και εξ αντανακλάσεως προς τις όποιες πολιτικές προσωπικότητες και χώρους μπορεί να επιμένουν για τις απαραίτητες επώδυνες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη χώρα ώστε να υπάρξει στοιχειωδώς κάποιο μέλλον.

Ολες οι ψήφοι δεν είναι ίδιες. Η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία σπεύδουν να αντιπροσωπεύσουν τη ζήτηση στην πολιτική αγορά των πιο κινητοποιημένων (mobilized) μόνο ψηφοφόρων, επιλέγοντας έτσι να γίνουν παρακολουθήματα μιας στην πραγματικότητα μικρής αλλά πολύ δραστήριας στα κοινωνικά μίντια μερίδας ψηφοφόρων. Ολες οι ψήφοι δεν είναι ίδιες! Η κινητοποίηση κάποιων ψηφοφόρων που αντικειμενικά έχουν περισσότερο χρόνο έχει πολλαπλασιαστικά εκλογικά οφέλη. Γιατί λοιπόν να ενδιαφέρονται για τον διάλογο, και γενικότερα για τις ευαίσθητες αρετές και λειτουργίες της δημοκρατίας, όταν αυτά τα πολιτικά χαρακτηριστικά σήμερα δεν αποδίδουν εκλογικά; Γιατί να ενδιαφέρονται να κυβερνήσουν, αντί να προσπαθήσουν να επιβιώσουν μέσω μιας αντιπολιτευτικής τακτικής προς τους πιστωτές και τους όποιους ελάχιστους, διαιρεμένους μάλιστα, μεταρρυθμιστές του προοδευτικού και φιλελεύθερου κέντρου; Να γιατί στην πραγματικότητα η Ν.Δ. συμπεριφέρεται ως φλιπσάιντ του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που εξηγεί και τη σχετικά άνετη κινητικότητα των ψηφοφόρων μεταξύ των δύο κομμάτων!

Ο νέος (;) πρόεδρος. Στο ανωτέρω πλαίσιο, η εκλογή νέου προέδρου στη Ν.Δ. θα δείξει κατά πόσον οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις είναι ρεαλιστικές. Πραγματικά, ευχής έργον είναι να αποδειχθούν όλα αυτά λάθος και το κόμμα που μπορεί να εκπροσωπήσει τον αστικό χώρο να εκλέξει έναν σύγχρονο άνθρωπο που θα καταφέρει να καλύψει πολιτικά τον χώρο ανάμεσα στις παρυφές της κεντροδεξιάς και της σοσιαδημοκρατίας. Διαφορετικά η Ν.Δ. θα συνεχίσει να είναι αυτό που είναι τις τελευταίες δεκαετίες – και ίσως ακόμη χειρότερα. Μια δεξιά (λέμε τώρα…) παρένθεση, τόση όση χρειάζεται για να αναπαυθεί λίγο η απέναντι πλευρά προτού κυβερνήσει πάλι για καμιά δεκαετία. Με τη μόνη διαφορά ότι η «απέναντι πλευρά» σήμερα απλώς επιθυμεί να διατηρήσει το σαρκίο της, και όχι να κυβερνήσει, πράγμα που θα απαιτούσε, εκτός των άλλων, σκληρή δουλειά και οργάνωση. Αυτά έχουν αφεθεί καλύτερα στα στιβαρά χέρια των θεσμών στο «Χίλτον». Μαζί με το πολιτικό κόστος.

* Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης είναι NR senior fellow στο Brookings Institution και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Την επόμενη εβδομάδα κυκλοφορεί το βιβλίο του (σε συνεργασία με τον Μ. Μητσόπουλο), «Who’s to Blame».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή