Στο ακροατήριο μετά εννέα χρόνια η υπόθεση Siemens

Στο ακροατήριο μετά εννέα χρόνια η υπόθεση Siemens

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υστερα από εννέα χρόνια, η υπόθεση Siemens, στην οποία τέσσερις από τους 80 αρχικά κατηγορουμένους απεβίωσαν κατά το διάστημα της ανάκρισης, φθάνει στο ακροατήριο σε μία δίκη που αμφισβητείται για το εάν ανταποκρίνεται στο ευρωπαϊκά προαπαιτούμενα: το κατηγορητήριο και τα σημαντικότερα έγγραφά της δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα που ομιλεί «κάθε τέταρτος» κατηγορούμενος, στα γερμανικά. Η αρμόδια εισαγγελία γνωρίζει το πρόβλημα και τις συνέπειές του, αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει να εκταμιεύσει τις 100.000 ευρώ που απαιτούνται για τη μετάφραση…

Οι Γερμανοί συνήγοροι των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της Siemens, στη δίκη που αρχίζει την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου «πηγαινοέρχονται» στην Αθήνα, αλλά μαθαίνουν για τις κατηγορίες που αφορούν τους πελάτες τους από προφορικές αφηγήσεις των Ελλήνων συναδέλφων τους. Το κατηγορητήριο – βούλευμα των 4.592 σελίδων (η πλειονότητα των οποίων αποτελείται από copy – paste) δεν έχει μεταφρασθεί στα γερμανικά.

«Ξέρουμε το πρόβλημα και τις αιτιάσεις που μπορεί να εγείρει η πλευρά τους, αλλά δεν έχουμε χρήματα» λένε στην Εισαγγελία Εφετών. Ανεπίσημα. Διότι επίσημα δεν μπορούν να μιλήσουν για κάτι τέτοιο, καθώς δικονομικά «θα έβλαπτε» την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, αφού η σχετική οδηγία που έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη της χώρας προϋποθέτει πλήρη πρόσβαση του κατηγορουμένου στο κατηγορητήριο και τα βασικά έγγραφα της δικογραφίας.

Η ζημία και το αδίκημα

«Αυτά είναι, εκτός από το κατηγορητήριο, οι βασικές καταθέσεις και φυσικά η πραγματογνωμοσύνη για τη ζημία, διότι αν δεν υπάρχει ζημία, δεν υπάρχει αδίκημα» λέει ο Αλέξανδρος Παπαστεργιόπουλος, συνήγορος του Μίχαελ Κουτσενρόιτερ, ενός από τους Γερμανούς κατηγορουμένους. Ο Κουτσενρόιτερ δικάσθηκε για απιστία στη χώρα του και οι νομικοί του παραστάτες –όπως και οι παραστάτες των άλλων Γερμανών κατηγορουμένων– αμφισβητούν ότι μπορεί να δικασθεί για δεύτερη φορά για τις ίδιες πράξεις. Η εισαγγελία στην Αθήνα λέει ότι πρόκειται για άλλες, άγνωστες στο γερμανικό κατηγορητήριο πράξεις δωροδοκίας που όμως οι Γερμανοί γνωρίζουν σε ό,τι αφορά τη δικογραφία «εξ ακοής». Η έλλειψη μεταφρασμένων εγγράφων της δικογραφίας συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας της δίκης κατά την άποψη της συντριπτικής πλειονότητας νομικών και δικαστικών με τους οποίους συνομίλησε η «Κ».

Πάντως, την περασμένη άνοιξη ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χ.Βουρλιώτης, είχε απορρίψει αίτημα αναίρεσης των Γερμανών να τους χορηγηθεί γερμανικό αντίγραφο του παραπεμπτηρίου βουλεύματος, με το σκεπτικό ότι «είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του οι Ελληνες συνήγοροί τους».

Κρισιμότερο ζήτημα απόδειξης για την κατηγορούσα αρχή είναι να διαχωρίσει τις πληρωμές της μητρικής εταιρείας, καθώς η Siemens τηρούσε ένα ταμείο πληρωμών, το οποίο χρηματοδοτούνταν με το 8% επί του τζίρου (για δωροδοκίες) και ένα ταμείο για «καλλιέργεια τοπίου» (2%) που αφορούσε και παράνομες χορηγίες σε πολιτικά κόμματα. Το βούλευμα κατηγοριοποιεί όλες τις πληρωμές στο 8%, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από το αποδεικτικό υλικό. Ο διαχειριστής των «μαύρων ταμείων» Ράινχαρντ Σίκατσεκ, που στη Γερμανία ήταν «μάρτυρας» του κατηγορητηρίου αλλά στην Αθήνα έγινε κατηγορούμενος, υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν «σινικά τείχη» μεταξύ των δύο μηχανισμών, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από άλλη μαρτυρία.

Οι «χρήσιμες» πληρωμές

Ακόμα και η «πληρωμή» Τσουκάτου, που κατ’ ομολογίαν του ιδίου κατευθύνθηκε στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, συνδέεται με τη σύμβαση του ΟΤΕ που είχε υπογραφεί το 1997, ενώ η πληρωμή έγινε το 2000. Ταυτόχρονα, παραλείπεται η εξέταση κρίσιμων περιπτώσεων των «χρήσιμων» πληρωμών, όπως του εργοστασίου της Τηλεβιομηχανικής στη Θεσσαλονίκη, που πριν από το 1997 ενσωμάτωνε αυτόν τον μηχανισμό πληρωμών ή της σύμβασης στη Ρουμανία σε παράνομες πληρωμές στην οποία στράφηκε ένα μεγάλο μέρος του 8%.

Ενα μέρος των Ελλήνων κατηγορουμένων που εργάσθηκαν για την ελληνική εταιρεία Siemens σημειώνουν ότι σε καμία εντολή πληρωμής δεν υπάρχουν δικές τους υπογραφές, ενώ οι Γερμανοί υποστηρίζουν ότι όταν δόθηκαν οι εντολές και ανεξαρτήτως του διαστήματος για το οποίο εκτελούνταν –δεν ενδιαφέρει τον νόμο στη Γερμανία– δεν διέπρατταν αδίκημα, καθώς οι παράνομες πληρωμές στο εξωτερικό («μίζες) χαρακτηρίσθηκαν ποινικό αδίκημα μετά το 1999.

Πάντως, η κατηγορούσα αρχή υποστηρίζει ότι οι Ελληνες προχώρησαν στη συμφωνία για τις πληρωμές ύστερα από εντολές των Γερμανών στελεχών της μητρικής εταιρείας, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην «κατασκευή» των μηχανισμών πληρωμής, καθώς τα σημειώματα για την υπογραφή της εκταμίευσης προέρχονταν πάντα από τους «κατά τόπους πωλητές». Τα αιτήματα αυτά στη συνέχεια εγκρίνονταν με δύο υπογραφές από τους επικεφαλής του τομέα σταθερών δικτύων έως το έτος 2000.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι και το εάν το ελληνικό Δημόσιο και ο ΟΤΕ υπέστησαν ζημία. Ο Οργανισμός δεν έχει καταφέρει ακόμα να επιβεβαιώσει το «διά ταύτα» δικαστικά, παρά το γεγονός ότι η σχετική πραγματογνωμοσύνη υποστηρίζει ότι υπέστη μεν ζημία, αλλά η πλευρά των εναγόντων λέει ότι δεν είναι σε θέση να καθορίσει το εύρος της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή