Κερδίζουμε πολέμους, χάνουμε την ειρήνη

Κερδίζουμε πολέμους, χάνουμε την ειρήνη

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι γυρίζουν τη σελίδα σε διάφορα επίπεδα. Πανευρωπαϊκά κεκτημένα δεκαετιών θα τεθούν εν αμφιβόλω ως αποτέλεσμα της διάχυτης αβεβαιότητας, ενώ και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα πρέπει έγκαιρα να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αναδύονται υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων. Θα υπάρξει «υποχρεωτική» περιστολή ατομικών ελευθεριών και (προσωρινή;) διακοπή της ελεύθερης μετακίνησης προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι; Η διαφαινόμενη περαιτέρω ενίσχυση των ξενοφοβικών κινημάτων πόσο θα επηρεάσει τις αποφάσεις; Οπως επίσης, η «νομιμοποίηση» της ακραίας ρητορικής περί περιχαρακωμένων εθνικών φρουρίων θα εντείνει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. ή μήπως συμπαρασύρει και άλλες ηγεσίες προς αντίστοιχη κατεύθυνση;

Αν και το πρόβλημα δεν εντοπίζεται προσώρας στις προσφυγικές ροές αλλά κυρίως σε Ευρωπαίους 2ης/3ης γενιάς μετανάστες, αναμφίβολα κάποιοι κύκλοι θα επιχειρήσουν να επενδύσουν στον φόβο, ώστε όχι μόνο να διευρύνουν το εκλογικό τους ακροατήριο, αλλά και να πιέσουν για συνολική αλλαγή στάσης της Ε.Ε. προς μία συντηρητικότερη κατεύθυνση. Ορισμένοι, μάλιστα, θα συνδέσουν την αναχαίτιση των προσφυγικών ρευμάτων με την ανάγκη κατοχύρωσης της εσωτερικής ασφάλειας των κρατών-μελών της Ε.Ε. Επειδή πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους, των οποίων η πρόσβαση λογικά το αμέσως επόμενο διάστημα θα συρρικνωθεί σε κάποιες εκατοντάδες και δεδομένου ότι η πρόσφατη απόφαση για επιμερισμό των βαρών υλοποιείται με αργούς ρυθμούς και απροθυμία, το ενδεχόμενο εγκλωβισμού σημαντικού μέρους αυτών στη Βαλκανική είναι εξαιρετικά υψηλό.

Η Τουρκία (χρήσιμη σε τυχόν χερσαία περικύκλωση του ISIS από τις δυνάμεις της περιοχής αλλά και ανασχετικός παράγοντας λόγω Κούρδων), θέλοντας να ενδυναμωθεί διαπραγματευτικά σε σχέση με τις Βρυξέλλες, αλλά και να ισχυροποιηθεί στο μέτωπο της Συρίας, αποτινάζοντας παράλληλα και ένα βάρος –μεταξύ άλλων και δημοσιονομικό– από πάνω της, δύσκολα θα συνηγορήσει στη συγκράτηση των προσφυγικών ρευμάτων. Εκτός εάν τα ανταλλάγματα που θα λάβει είναι τέτοιας φύσεως που θα αιτιολογήσουν την άρδην αλλαγή της πολιτικής της και δη παρότι αυτή είναι αρκετά δημοφιλής στο εσωτερικό της. Η χώρα μας πρέπει να καταβάλει εργώδεις προσπάθειες, αναπτύσσοντας τις κατάλληλες συμμαχίες, για να αποτρέψει τον εγκλωβισμό της στην ακόλουθη κατάσταση: οι εταίροι μας, προκειμένου να διαχειριστούν και την εγχώρια αμφισβήτηση, να αποδειχθούν υπέρμετρα ευέλικτοι απέναντι στην Αγκυρα ώστε να ευθυγραμμιστεί με την ευρωπαϊκή ανάγκη αποτελεσματικότερου ελέγχου των προσφύγων στην τουρκική επικράτεια ή να αποτύχουν να συμφωνήσουν μαζί της και το βάρος της ευθύνης φύλαξης να μετατοπιστεί στην Αθήνα. Παρά τα εύλογα αιτήματά μας και την ορθή ανάδειξη του προβληματικού ρόλου της γειτονικής χώρας, δεν φαίνεται, τουλάχιστον ακόμη, να έχουμε πείσει την κρίσιμη μάζα των συμμάχων μας, ενώ βρισκόμαστε στο στόχαστρο κυρίως νεόκοπων ευρωπαϊκών κρατών με τα οποία οι διαφορές μας δεν περιορίζονται στο μεταναστευτικό αλλά εκτείνονται μέχρι και την οικονομία.

Στην απόπειρα εξουδετέρωσης του «Ισλαμικού Κράτους» εντοπίζεται μεγαλύτερη διάθεση εξεύρεσης συμβιβασμού, ωστόσο οι πτυχές αυτού είναι ακόμα ηθελημένα ασαφείς. Είναι ενθαρρυντικό μεν ότι επιτεύχθηκε αρχική συμφωνία στη Βιέννη επί ενός οδικού χάρτη που θα οδηγήσει τη Συρία σε εκλογές το 2017, εντούτοις η σύγκλιση των διιστάμενων συμφερόντων των εντός και εκτός Μέσης Ανατολής δρώντων ίσως αποδειχθεί δυσεπίλυτος γρίφος. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι σήμερα η δράση/ύπαρξη του «Ι.Κ.» κρινόταν βολική για να προωθηθούν τα κοντόφθαλμα συμφέροντα σχεδόν όλων των εμπλεκομένων, μέχρι και δεδηλωμένων αντιπάλων του. Επιπρόσθετα, η αποδοχή που απολαμβάνει από σημαντικό μέρος των τοπικών κοινοτήτων, συνδυαστικά με τη διατήρηση ενός υψηλού ποσού εσόδων (πρέπει να πληγούν καίρια οι πηγές αυτοχρηματοδότησης), τον καθιστούν δυσκολοκατάβλητο αντίπαλο συνολικά, πέραν του πεδίου των μαχών. Η επέλασή του στη Συρία και το Ιράκ, έστω και όψιμα, μπορεί να είναι σχετικά αντιμετωπίσιμη, όμως ήδη έχει επεκταθεί στη Λιβύη και δικτυωθεί ευρύτερα μέσω της συνεργασίας με διάφορα «παραρτήματα», ακόμη και με ετερόκλητα σχήματα, όπως η Μπόκο Χαράμ.

Το χειρότερο είναι πως λόγω των στρατιωτικών νικών του «Ι.Κ.» και της προπαγανδιστικής υπεροχής, η οποία διευκολύνει τη στρατολόγηση περισσότερων μαχητών, της διεισδυτικότητας των θέσεών του σε κάποιους σουνιτικούς πληθυσμούς και της διάχυτης απογοήτευσης των μετριοπαθών μουσουλμανικών πληθυσμών για τις πραγματικές στοχεύσεις της Δύσης, καθώς και της αδυναμίας εντοπισμού των πυρήνων ριζοσπαστικοποίησης που αναπτύσσονται στους κόλπους της Γηραιάς Ηπείρου, η επιχειρησιακή εξόντωσή του δεν αρκεί για να μπουν τίτλοι τέλους στο φαινόμενο της ασύμμετρης απειλής της τυφλής τρομοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθούν βεβιασμένες κινήσεις αντιποίνων και να προταχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση, ώστε να υλοποιηθεί στο ακέραιο ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο σχέδιο επιστροφής στην περιφερειακή ομαλότητα, με δεδομένη τη δυσκολία σύγκλισης και εφαρμογής αλλά και εξαιρετικά επισφαλές το τελικό αποτέλεσμα.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή