Ο Γούντι Αλεν «πατάει» τα 80

9' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέχρι την τελευταία δεκαετία, οπότε ο Γούντι Αλεν παρέδωσε τη σκυτάλη του πρωταγωνιστή των ταινιών του σε αναγνωρίσιµους ηθοποιούς, ζούσε στην οθόνη κωµικές, ενίοτε και τραγικές, καταστάσεις τις οποίες κάθε φορά ο ίδιος είχε επινοήσει. Ο κόσµος του ήταν διάσπαρτος από οιδιπόδεια ερείπια και ανθρώπους «φοβισµένους από τη ζωή ώστε να κάνουν φρικτά πράγµατα ο ένας στον άλλο». Στις ταινίες του είδαµε λίγα δράµατα και πολλά ναυάγια, µικρά και διασκεδαστικά. Απίθανες και απίστευτες καταστάσεις γύρω από τον ίδιο πάνω-κάτω στόχο του Αλεν: να µας πείσει πως η γυναίκα µπορεί να πολιορκηθεί και να κατακτηθεί ολοκληρωτικά από το µυαλό του άνδρα και όχι από το κορµί του.

Ο Αλεν από παιδί ήθελε να µάθει τα πάντα γύρω από το σεξ. Κυρίως, όµως, τον απασχολούσε κάτι πολύ απλό: «Πού µπορεί να το βρει κανείς; Και πόσο γρήγορα;». Κάπως έτσι σκέφτονται όλα τα παιδιά, αυτός όµως ξεχώρισε γιατί εξέφρασε δυνατά και πιο εκλεπτυσµένα τις «βρώµικες» σκέψεις του. Επίσης, δεν µπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί ο κόσµος γύρω του γελούσε µε τον Χοντρό και τον Λιγνό.

Στην τρυφερή του ηλικία κέντρο του κόσµου ήταν το Μπρούκλιν, η γειτονιά του, που είχε 25 κινηµατογράφους. Εκεί, έφηβος, ανακάλυψε τον πρώτο του θησαυρό: τις σοφιστικέ κωµωδίες του Πρέστον Στάρτζες, το καταιγιστικό σουρεαλιστικό χιούµορ των αδελφών Μαρξ αλλά και τα ευρωπαϊκά φιλµ, «που δεν είχαν καµία σχέση µε τα αφελή καουµπόικα εργάκια». Οταν έγινε ώριµος άνδρας, το κέντρο του κόσµου µετατοπίστηκε στο Μανχάταν. Εκεί, ανάµεσα σε διανοουµένους και καλλιτέχνες, κατάλαβε πως κανείς σκηνοθέτης δεν θα µπορέσει να αποτυπώσει στο σελιλόιντ τη µεγαλύτερη αγωνία του ανθρώπου, αυτήν του θανάτου, όπως το κατάφερε ο Μπέργκµαν.

Ο µικροκαµωµένος νευρικός εραστής του «Annie Hall» πατάει τα 80 του φέτος, τρέχοντας µε ασυγκράτητο ρυθµό. Επί µισό αιώνα ο Αλεν γράφει και σκηνοθετεί ακατάπαυστα ταινίες µε τρόπο που κάθε φορά φαίνεται µοναδικός. Μονίµως «ενοχικός», πάντα µε δηµιουργική φαντασία, γυρίζει σαν σβούρα γύρω από το ίδιο θέµα κι εµείς γελάµε λυτρωτικά µε το ίδιο πάντα αστείο. Παραµένει ακαταµάχητος όταν ανακαλύπτει στις ψυχρολουσίες της ζωής την πιο ανάλαφρη πλευρά της. Τι είναι το σινεµά γι’ αυτόν; Αέρινη φυγή από τη θλιβερή πραγµατικότητα, που όµως δεν σε µπουκώνει µε ψευδαισθήσεις. Νοσταλγική απόδραση σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν µε απαλά χρώµατα και τζαζ ατµόσφαιρα. Ο αφρός πάνω από την τραγωδία. Στοχαστικός χιουµορίστας, ο Αλεν σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται καθώς το βινύλιο γυρίζει στο πικάπ.

«Βλέπω τον Σκορσέζε ή τον Σπίλµπεργκ ως επιρροές παντού. Τον εαυτό µου, όµως, δεν βλέπω πουθενά», θα πει µε πικρό χιούµορ στις αρχές της νέας χιλιετίας. Τότε που ο µέσος Αµερικανός, ο οποίος ποτέ δεν συµπάθησε το χιούµορ του, τον ανακάλυψε απ’ την κλειδαρότρυπα χαζεύοντας σκάνδαλα της κρεβατοκάµαρας. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η καριέρα του Αλεν λίγο έλειψε να καταστραφεί από το διασυρµό της ιδιωτικής του ζωής µετά τις καταγγελίες της Μία Φάροου για σεξουαλική παρενόχληση µιας θετής της κόρης.

Πέρασαν 10 χρόνια για να αντιστρέψει ο Αλεν το αρνητικό κλίµα που υπήρχε στην Αµερική γι’ αυτόν. Το κλίµα άλλαξε, χωρίς όµως να πειραχτεί στο ελάχιστο η αληθινή του εικόνα. Η συνταγή που ακολούθησε ήταν απλή: παρέµεινε ο ίδιος. Ωστόσο, βγήκε από το κινηµατογραφικό κάδρο, αφήνοντας άλλους να γίνουν οι πρωταγωνιστές των ταινιών του και ταυτοχρόνως τα alter ego του. Στο Χόλιγουντ δεν υπάρχει ηθοποιός -παλιός ή νέος, διάσηµος ή άσηµος- που δεν θα ’τρεχε να παίξει σε ταινία του Αλεν. Μακρύς είναι ο κατάλογος των ονοµάτων, από τον Τζέισον Μπιγκς (που ήταν αναγνωρίσιµος στην αυγή της χιλιετίας στο εφηβικό κοινό λόγω της σεξοκωµωδίας «American Pie») µέχρι την εξαιρετική Κέιτ Μπλάνσετ στην προπέρσινη «Θλιµµένη Τζάσµιν» ή τον Χοακίν Φίνιξ στον πρόσφατο «Παράλογο άνθρωπο».

Τέσσερις Ελληνες µιλούν για έναν από τους πιο επιδραστικούς δηµιουργούς της εποχής µας

Ηλίας Μαγκλίνης

δηµοσιογράφος, συγγραφέας

«Σαν ένα αγαπηµένο τραγούδι που θέλεις να ακούς ξανά και ξανά»

Προσπαθώ να σκεφτώ ποια ταινία του Γούντι Αλεν άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τον κόσµο, τις γυναίκες, τη µουσική, την πόλη, το θάνατο. Απλώς δεν είναι µία. Ας πούµε, στο «Annie Hall» («Νευρικός εραστής», 1977), στη σκηνή όπου ο Αλβι δεν κάνει τα µαθήµατά του επειδή διάβασε ότι «το σύµπαν διαστέλλεται, άρα κάποτε θα καταρρεύσει» και η µαµά του τον µαλώνει λέγοντάς του «Είσαι στο Μπρούκλιν το Μπρούκλιν ∆ΕΝ διαστέλλεται», χτύπησε ευαίσθητη χορδή όταν την είδα έφηβος. Η ταινία είναι όπως ένα αγαπηµένο τραγούδι που το ακούς συνέχεια, σαν το «Seems like old times» που ερµηνεύει εκπληκτικά σε αυτήν η Νταϊάν Κίτον.

Το «Η Χάνα και οι αδελφές της» (1986): πρώτη φορά είδα οικογενειακά γεύµατα και δείπνα που έµοιαζαν ονειρώδη, υπό τους µαγικούς ήχους του «Bewitched». Αυτή είναι και η ταινία που µου αποκάλυψε τον Ε. Ε. Κάµινγκς του «κανείς, ούτε η βροχή δεν έχει τόσο µικρά χέρια».

Αλησµόνητες είναι οι «Μέρες ραδιοφώνου» (1987). Είχα την τύχη να τη δω µε τον πατέρα µου, ο οποίος ήξερε όλα τα τραγούδια των Big Bands των ’40s. Με στοίχειωσε η σκηνή στο Radio City υπό τους ήχους του «If you are but a dream» του Σινάτρα, µε τον Τζέιµς Στιούαρτ και την Κάθριν Χέπµπορν να φιλιούνται τρυφερά στη µεγάλη οθόνη.

Το «Εγκλήµατα και απιστίες» (1989) είναι ένα στοχαστικό, γλυκόπικρο µυθιστόρηµα που κλείνει συγκινητικά υπό τους ήχους του «I’ll be seeing you».

Τέλος, το «∆ιαλύοντας τον Χάρι» (1997), η τελευταία µεγάλη του ταινία. Λυπάµαι, δεν είµαι φαν των «Matchpoint», «Βίκυ, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα» κ.τλ. Οι αγαπηµένες µου ταινίες του Γούντι Αλεν είναι αυτές όπου εµφανίζεται ο Γούντι Αλεν. Ο «Χάρι» είναι η πλέον «ροθική» ταινία του (παρότι ο Φίλιπ Ροθ µισεί τον Γούντι Αλεν). Προσωπική σκηνή ανθολογίας: ο Ρόµπιν Ουίλιαµς να είναι out of focus. Η ιστορία της ζωής µου (µας;)

Φοίβος ∆εληβοριάς

τραγουδοποιός

«Αντιλαµβάνεται την οµορφιά περισσότερο απ’ όλους»

Από µικρός λάτρευα τους κωµικούς. Εσερνα τους γονείς µου σε όλων των ειδών τις κωµωδίες. Είχαµε δει από 10 φορές κάθε Λουί ντε Φινές, κάθε Τζέρι Λιούις, κάθε Πίτερ Σέλερς, κάθε Μελ Μπρουκς, κάθε Βέγγο – των οποίων τις ταινίες έπαιζαν κατά συρροήν τα συνοικιακά σινεµά στην προ βίντεο εποχή. Τον Γούντι Αλεν όµως, όσο κι αν τους παρακαλούσα, δεν µ’ άφηναν να τον προσεγγίσω. «Να µεγαλώσεις λίγο», έλεγαν. «∆εν είναι τέτοια κωµωδία».

Μια µέρα -γύρω στα 8- τους πίεσα φοβερά και… ταξιδέψαµε µέχρι τη Ραφήνα, όπου ένα θερινό έπαιζε το «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία». Αυτό ήταν. Είχα βρει τον δικό µου κωµικό. Ηταν εξίσου άσχηµος, γκαφατζής και άκακος µε τους υπόλοιπους κωµικούς, ανίκανος, όπως τα παιδιά, να προσαρµοστεί στον ρυθµισµένο βίο – αλλά υπήρχε εκεί κάτι άλλο. Τι όµως;

Το κατάλαβα όταν είδα το «Η Χάνα και οι αδελφές της» µε εφηβική παρέα στο σινεµά. Η κωµωδία του πήγαζε όχι από την ασχήµια του και τη θυµατοποίησή της, αλλά από την τραγική αίσθησή του του ωραίου. Ο Γούντι Αλεν είναι αυτός ο κωµικός που αντιλαµβάνεται την οµορφιά περισσότερο απ’ όλους, στα κείµενα, στη µουσική, στα κτίρια, στον έρωτα. Και η αγωνία του δεν είναι µόνο ότι είναι ανάξιός της, αλλά ότι το σύµπαν είναι πολύ µικρό και άσχηµο γι’ αυτήν. Γίνεται λοιπόν σταδιακά εµµονικός µε το θάνατο, τις αρρώστιες, αργότερα το φόνο και το ηθικό χάος.

∆εν έχω ακούσει πιο ωραίες µουσικές, δεν έχω δει πιο ωραία διαµερίσµατα, δεν έχω αισθανθεί αλλού τη γυναικεία οµορφιά όσο στον Γούντι. Και ταυτοχρόνως δεν έχω απελπιστεί ποτέ περισσότερο για το πεπερασµένο αυτής της οµορφιάς. Τι άλλο ζητάµε από την Τέχνη, αν όχι την οµορφιά και την αλήθεια; Στον Αλεν δείχνεται το ένα και λέγεται το άλλο µε τον πιο σκληρό, µε τον θεϊκό τρόπο.

Ρούλα Γεωργακοπούλου

δηµοσιογράφος, συγγραφέας

«Την ηµέρα που  ανακάλυψα ότι  ο “Ζέλιγκ” είµαι εγώ»

Ζηλεύω µια φίλη µου που πριν από καµιά τριανταριά χρόνια είδε τυχαία τον Γούντι Αλεν στη Νέα Υόρκη. Ηταν και οι δυο τους από τους πολύ πρωινούς που είχαν πάει να δουν µια έκθεση στο MoMA. Εγώ τον συνάντησα, περίπου την ίδια χρονική περίοδο, σ’ ένα σινεµά ή µάλλον στην Κινηµατογραφική Λέσχη της Καλαµάτας. Είχα δει όλες τις ταινίες του µέχρι τότε και κάτι µου έλεγε ότι εµείς οι δυο µια µέρα θα γίνουµε ζευγάρι. Το ασπρόµαυρο «Ζέλιγκ», όµως, ήταν για µένα κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Το παρακολούθησα σχεδόν όρθια, χτυπούσα τα χέρια µου, φώναζα, γελούσα σαν να µην είχα γελάσει ποτέ στη ζωή µου.

Εν τω µεταξύ, στη γεµάτη αίθουσα βουβαµάρα. Κανείς δεν γέλαγε, κανείς δεν συµµετείχε, ορισµένοι µάλιστα είχαν αρχίσει να αγχώνονται και να δυσανασχετούν. Θα µε ρωτήσεις πώς το κατάλαβα. Και βέβαια το κατάλαβα, γιατί απλούστατα ο Ζέλιγκ ήµουν εγώ – και αυτά που γράφουν οι κριτικοί για τον «άνθρωπο-χαµαιλέοντα» είναι, κατά τη γνώµη µου, βλακείες. Ο Ζέλιγκ, δηλαδή κάποιοι από εµάς, είναι ένα κράµα σαρωτικού φόβου, ανέκφραστης επιθετικότητας και τροµερής παρατηρητικότητας. Στην επικράτεια των Εβραίων γίνεται Εβραίος, στην επικράτεια των ναζί γίνεται ναζί, στην επικράτεια των χοντρών γίνεται χοντρός και στην επικράτεια των µυγών περπατάει ανάποδα στο ταβάνι. Ολα µπορεί να τα υποδυθεί ο φοβισµένος άνθρωπος για  να εξουδετερώσει τις απειλές, φανταστικές ή πραγµατικές, αλλά το µεγαλύτερό του κατόρθωµα  είναι η ευκολία µε την οποία θυσιάζει την ταυτότητά του προκειµένου να καταλάβει τι στο καλό συµβαίνει εδώ γύρω. 

Το άλλο που µε έκανε να γελάσω πολύ ήταν η σκηνή όπου ο Ζέλιγκ, µισοθεραπευµένος πια, δοκιµάζει να πει επιτέλους τα πρώτα του «Οχι», πλακώνοντας µε ένα σκουπόξυλο τους ψυχοθεραπευτές του που ήρθαν να παρακολουθήσουν την πρόοδό του. Σε όσους το έχω κάνει ζητώ, µε καθυστέρηση πολλών ετών, συγγνώµη.

 

Χρήστος Α. Χωµενίδης

συγγραφέας

«Από το Μανχάταν  του Γούντι στην Κυψέλη  του ’70 και του ’80»

Η περίπτωση του Γούντι Αλεν έχει τις ρίζες της στη σχολή των Εβραίων της ανατολικής ακτής. Των πληθυσµών που µετανάστευσαν από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη στην Αµερική διωγµένοι από τα πογκρόµ άλλοτε του τσάρου και άλλοτε του Χίτλερ. Που έφεραν το πνεύµα και τη γλώσσα τους -ο µέγας συγγραφέας Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, βραβείο Νοµπέλ 1978, έγραφε πάντα στα Γίντις-, που συναλλάχθηκαν αµέσως, πλην αναµείχθηκαν πολύ διστακτικά µε τους χριστιανούς γείτονές τους. Στον ίδιο αστερισµό µε τον Γούντι Αλεν ανήκουν ο Σάουλ Μπέλοου και ο Φίλιπ Ροθ.

Γιατί µας άγγιξε τόσο πολύ, από παιδιά, εκείνος ο κοντός κοκκινοµάλλης, ο οποίος ενδηµεί στη Νέα Υόρκη και άλλοτε στήνει φαρσικές ληστείες -µε τους υπαλλήλους της τράπεζας να διορθώνουν την ορθογραφία του στο απειλητικό του σηµείωµα-, άλλοτε ροµαντζάρει στις γέφυρες του ποταµού Χάντσον, άλλοτε γίνεται ο άνθρωπος-χαµαιλέων στο ιδιοφυές, µισοξεχασµένο «Ζέλιγκ»;

Σύµφωνοι, το ταλέντο είναι οικουµενικό – ο θάνατος σε όλα τα µήκη και τα πλάτη ξεγελιέται µε τα ίδια µέσα: τον έρωτα, το γέλιο και την τέχνη.

Υπάρχει, πιστεύω, ένας επιπλέον λόγος: η Αθήνα, οι γειτονιές του κέντρου, το Παγκράτι και η Κυψέλη, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 είχαν κάτι το απροσδόκητα νεοϋορκέζικο. Τα µικροσκοπικά µανάβικα και τα ψιλικατζίδικα-Εβγες, που έµεναν έως τα µεσάνυχτα ανοιχτά και πουλούσαν τα πάντα, από κολόνιες «Μυρτώ» µέχρι πασχαλινές στρακαστρούκες. Τα πιτσιρίκια που έπαιζαν στα αδιέξοδα στενά γύρω από την πλατεία Βικτωρίας. Οι κοστουµαρισµένοι γέροι στα παγκάκια του Πεδίου του Αρεως και οι φοιτήτριες µε τις µίνι φούστες που µπαινόβγαιναν στους κινηµατογράφους αγκαζέ µε τα αγόρια τους. Τα κλασικά «αµέρικαν» µπαρ, το Ορεβουάρ στην Πατησίων, το Γκάλαξι στη Σταδίου, το 17 στη Βουκουρεστίου. Το ραδιόφωνο που µετέδιδε σαπουνόπερες, οι φαντασµαγορικές επιθεωρήσεις στα θερινά της λεωφόρου Αλεξάνδρας – γρανίτα φράουλα στο ποτήρι και ηµίγυµνες χορεύτριες να λικνίζονται µε σάµπα, ρούµπα και τσα-τσά…

Στην παραπάνω ατµόσφαιρα µπορούσες άνετα να φανταστείς τη φιγούρα του Γούντι Αλεν ως παρατηρητή χαµένου µες στο πλήθος, µα κατά βάθος ενορχηστρωτή της ανθρώπινης κωµωδίας.

Οι εποχές άλλαξαν. Ο Γούντι Αλεν κινηµατογραφεί πια σε ξένες για εκείνον πόλεις. Εχει γυρίσει ουσιαστικά την πλάτη στη γενέθλια γη του, η οποία τον τίµησε λιγότερο, πιο χλιαρά, από τη γηραιά Ευρώπη. Εµείς, ακόµη εδώ, υπό τον αδυσώπητο αττικό ήλιο, ψάχνουµε τρόπους για να κάνουµε τα θραύσµατα των µύθων µας µυθολογία. Για να πλάσουµε το δικό µας Μανχάταν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή