Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν πολιτικοί εγκληματίες

Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν πολιτικοί εγκληματίες

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Τετάρτη, μιλώντας σε επιτροπή της Βουλής, ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι «στις φυλακές της χώρας δεν υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι». Mε αυτά τα λόγια, απαντούσε σε ορισμένους βουλευτές της συμπολίτευσης, οι οποίοι υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή στην κατηγορία αυτή ανήκουν, αν όχι οι κ. Γιωτόπουλος και Κουφοντίνας, τουλάχιστον αρκετοί από τους άλλους καταδικασμένους για τρομοκρατική δράση. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο κ. Παρασκευόπουλος έσπευσε πάντως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι, «επιστημονικά», «η έννοια του πολιτικού κρατουμένου είναι χρήσιμη». Και τούτο, όπως δήλωσε, όταν χρησιμοποιείται για «ελαφρά εγκλήματα με πολιτικοοικονομικό σκεπτικό» και για «πράξεις που γίνονται π.χ. σε διαδηλώσεις, στην προσπάθεια προάσπισης μεγάλου εθνικού συμφέροντος· όχι για πράξεις κάποιων που φτάνουν στο σημείο να πετούν βόμβες».

Δίχως άλλο, μετά το περιστατικό με τον κ. Παν. Λάμπρου, η δήλωση αυτή του υπουργού Δικαιοσύνης βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Είναι ως εκ τούτου ορθή. Το δεύτερο σκέλος της, εντούτοις, προκαλεί αρκετά ερωτήματα. Διότι, στις δημοκρατίες δεν είναι διόλου προφανές ότι μπορούν να υπάρξουν πολιτικοί εγκληματίες.

Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης, στη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Αναγνωρίζοντας «ευγενή» κίνητρα στους πολιτικούς αντιπάλους των τότε κυβερνώντων που διέπρατταν αξιόποινες πράξεις, αρκετά Συντάγματα της εποχής προέβλεψαν την ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους σε σχέση με τους κοινούς εγκληματίες. Με αυτό τον τρόπο, οι συντάκτες των σχετικών διατάξεων, στη μεταβατική εκείνη περίοδο του περάσματος από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία, θέλησαν να δώσουν κάποια δείγματα φιλελευθερισμού, όχι τόσο από ανθρωπιστική ευαισθησία όσο για να κατοχυρώσουν καλύτερα τη θέση της φθίνουσας βασιλείας. Η απαγόρευση της θανατικής ποινής για τους πολιτικούς εγκληματίες ήταν το πιο απτό δείγμα της τάσης αυτής. Η θέσπιση πάντως των εν λόγω ρυθμίσεων είχε τότε συμβολικό κυρίως περιεχόμενο. Διότι κανένα Σύνταγμα δεν όριζε ποιοι είναι οι πολιτικοί εγκληματίες.

Κάτι ανάλογο συνέβη και σε μας. Εμπνεόμενο από διάταξη της γαλλικής Χάρτας του 1830, το Σύνταγμα του 1844 προέβλεψε ότι «τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό των ενόρκων». Το Σύνταγμα του 1864, εξάλλου, έθεσε ανώτατο όριο στην προφυλάκιση των πολιτικών εγκληματιών (σε μιαν εποχή που για τους κοινούς αυτή μπορούσε να παραταθεί επ’ αόριστον) και απαγόρευσε την επιβολή σε αυτούς της θανατικής ποινής. Το ίδιο Σύνταγμα, τέλος, όρισε ότι αμνηστία μπορεί να δοθεί μόνο για πολιτικά εγκλήματα.

Οι διατάξεις αυτές αποτέλεσαν έκτοτε τον κορμό του ιδιαίτερου καθεστώτος που επιφύλαξαν τα Συντάγματά μας στους πολιτικούς εγκληματίες. Στη χώρα μας πάντως δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ. Διότι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν (με εξαίρεση τη χορήγηση αμνηστίας), ούτε τα δικαστήρια ούτε οι εκάστοτε κυβερνώντες αναγνώρισαν ποτέ επισήμως σε οποιονδήποτε την ιδιότητα του πολιτικού εγκληματία. Αναφέρομαι τόσο στις δικτατορικές όσο και στις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, οι οποίες –όλες χωρίς εξαίρεση από τότε– αντιμετώπιζαν τους αντιπάλους τους που παραβίαζαν τον νόμο ως κοινούς εγκληματίες. Και αυτό είτε επρόκειτο για βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς (στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού) είτε για κομμουνιστές (μετά τον Εμφύλιο), είτε για ακροδεξιούς φασίστες και νεοναζί πιο πρόσφατα. Παρ’ όλ’ αυτά, αν και δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, οι σχετικές διατάξεις επιβίωσαν ώς τις μέρες μας, γιατί κανένας δεν τόλμησε να τις καταργήσει. Μία από αυτές μάλιστα, η παράγραφος 1 του άρθρου 97 του ισχύοντος Συντάγματος (που υπάγει τα πολιτικά εγκλήματα στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια) εξακολουθεί να προκαλεί δυσεπίλυτα ερμηνευτικά ζητήματα.

Αντίθετα, με πρώτη τη Γαλλία, όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν εισαγάγει παρόμοιες διατάξεις παλαιότερα, τις κατάργησαν. Διότι την επαύριο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την πανηγυρική αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κρίθηκε ότι ο στρεφόμενος κατά της δημοκρατίας με αξιόποινες πράξεις και προπάντων με χρήση βίας δεν δικαιούται ούτε και αξίζει προνομιακή μεταχείριση. Θα πρέπει, αντίθετα, να αντιμετωπίζεται ως κοινός εγκληματίας. Δεν αναφέρομαι σε αυταρχικά καθεστώτα ούτε σε δικτατορίες, που δεν νομιμοποιούνται βέβαια να αξιώνουν από τους πολίτες να σέβονται τον νόμο. Δεν εννοώ ούτε τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες στις πρώην αποικίες ούτε το επίσημα κατοχυρωμένο δικαίωμα αντίστασης εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία (βλ. το άρθρο 120 παρ. 4 του δικού μας Συντάγματος). Αναφέρομαι απεναντίας στις συνταγματικά ώριμες δημοκρατίες, που προστατεύουν την ελεύθερη έκφραση όλων των απόψεων, σέβονται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και είναι προσηλωμένες στις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου.

Στην Ελλάδα των Μνημονίων, πέρα από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, υποστηρικτές της χρήσης της βίας στην πολιτική αντιπαράθεση βρίσκει κανείς και στο ένα και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν βέβαια οι μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι, έστω και καθυστερημένα, ορθά λογοδοτούν στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματά τους. Ανήκουν όμως επίσης και πολλοί αντιεξουσιαστές που, με βίαιες ενέργειες, κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε μεγάλες διαδηλώσεις, στα πανεπιστήμια και αλλού. Αν και σε ιδεολογικό επίπεδο άβυσσος χωρίζει τους μεν από τους δε, ηθικοπολιτικά έχουν ένα κοινό σημείο: όχι μόνο αποφεύγουν να καταδικάσουν τη βία ως μέσο πολιτικού αγώνα, αλλά αντίθετα την ενθαρρύνουν, προσβλέποντας και οι δυο σε ένα σκοτεινό πολίτευμα, στηριζόμενο είτε στον ερεβώδη μύθο του ναζισμού, είτε στην αναρχική και την κομμουνιστική ουτοπία. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, παρά τις μεγάλες διαφορές που έχουν σε κίνητρα και στόχους, η δράση τους εμπίπτει στο πεδίο του κοινού ποινικού δικαίου.

Οπως εδώ και χρόνια υποστηρίζω, θα πρέπει πολιτικά μεν να καταδικάζονται απερίφραστα, ποινικά δε να αντιμετωπίζονται ως μέλη εγκληματικών οργανώσεων.

Η δήλωση, επομένως, του Νίκου Παρασκευόπουλου ότι δεν υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα είναι ορθή. Αντίθετα, είναι λάθος να υποστηρίζει –και μάλιστα υπό τη θεσμική ιδιότητά του– ότι η έννοια του «πολιτικού κρατούμενου» θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να είναι «χρήσιμη» για την αντιμετώπιση μικροπαραβατών, σε διαδηλώσεις κ.λπ. Διότι, όπως ως καθηγητής του ποινικού δικαίου ασφαλώς γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, είναι διαφορετικό πράγμα η (εύλογη) αναγνώριση πολιτικών κινήτρων σε νέους και ιδίως σε παιδιά ως ελαφρυντικών για τη μείωση της ποινής τους σύμφωνα με το άρθρο 84 ΠΚ, από την καθιέρωση ενός ιδιαίτερου είδους «ευγενών εγκληματιών», στους οποίους η έννομη τάξη επιφυλάσσει εκ προοιμίου ευνοϊκότερη μεταχείριση. Στις δημοκρατίες, τέτοιοι εγκληματίες δεν υπάρχουν.

* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή