Αποψη: Πώς η χρηματοπιστωτική κρίση οδηγεί σε πολιτική μόλυνση

Αποψη: Πώς η χρηματοπιστωτική κρίση οδηγεί σε πολιτική μόλυνση

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα τελευταία δεδομένα στην Ευρωζώνη, μετά τις εκλογές στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2015, δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοι» είναι διχασμένοι. Οι θέσεις της Ελλάδας για το bailout, τα μέτρα λιτότητας αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους διαφέρουν από αυτές τις Κύπρου και της Ισπανίας (που προηγουμένως φαίνονταν να είναι στενοί σύμμαχοι της Ελλάδας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης). Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό, για να μπορούν να λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της Ευρωζώνης, να υπάρχει ομοιογένεια απόψεων και σύγκλιση ως συμμαχία και όχι το αντίθετο. Η διαφοροποίηση οικονομικών πολιτικών δημιουργεί ανησυχία για το μέλλον της νομισματικής ένωσης και δείχνει έντονη αμφισβήτηση σε ένα όλο και πιο αδύναμο ευρώ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αποδυνάμωσης είναι το «φλερτ» της Ελλάδας με τις BRICs και οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο περί Brexit. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωζώνη στερείται καλού πολιτικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος.

Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την τρέχουσα κατάσταση στο εσωτερικό της Ε.Ε. λέγοντας ότι χαρακτηρίζεται από έντονη αδυναμία συναίνεσης και έλλειψη σύγκλισης απόψεων. Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι η χρηματοπιστωτική μόλυνση μετατρέπεται σε πολιτική. Οι διαπραγματεύσεις, αν και σε αυτό το στάδιο φαίνεται να είναι σε θετικό κλίμα, είναι πλέον περισσότερο πολιτικό ζήτημα παρά οικονομικό/τεχνοκρατικό. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το νέο πρόγραμμα της Ελλάδας χαρακτηρίζονται θετικές όταν ολοκληρώνονται έγκαιρα, γρήγορα και αποτελεσματικά (αυτό δείχνει μία ισχυρή Ευρωζώνη, η οποία είναι ευέλικτη και αντιδρά άμεσα ώστε να αντιμετωπίσει κρίσιμα οικονομικά ζητήματα που μπορούν αποτρέψουν μία νέα οικονομική κρίση). Σε διαφορετική περίπτωση, όπως στην Ελλάδα το 2015, η κυβέρνηση προσπαθεί μέσω της διαπραγμάτευσης να κερδίσει όχι μόνο χρόνο για την εύρεση βιώσιμης λύσης, αλλά και να επιχειρήσει την «υποχώρηση» της σκληρής στάσης των Θεσμών, και όλα αυτά υπό τον φόβο μιας νέας διάχυσης της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη.

Ωστόσο, μέχρι την ολοκλήρωση της συμφωνίας για το νέο πρόγραμμα της Ελλάδας, δημιουργήθηκε σοβαρή οικονομική ασφυξία με την έλλειψη ρευστότητας και τον έλεγχο κεφαλαιακής ροής (capital controls) στην ελληνική αγορά, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να χρεοκοπήσουν και τον ιδιωτικό τομέα να βουλιάζει ακόμα περισσότερο. Αυτή η περίπλοκη κατάσταση οδήγησε σε πολύμηνη στασιμότητα, η οποία μόνο καλό δεν κάνει. Από την άλλη, η Ελλάδα εγκλωβίστηκε στην επιδίωξή της να οδηγηθεί στην ανάπτυξη (έπειτα από πολυετή ύφεση) και δεν επιθυμεί τη συνέχεια της αυστηρής λιτότητας και των εισπρακτικών μέτρων, σε αντίθεση με το ΔΝΤ και τις θέσεις της Γερμανίας.

Είναι σαφές ότι η αποτυχία εύρεσης βιώσιμης λύσης και η συνεπακόλουθη ρήξη μεταξύ δανειστών και Ελλάδας θα οδηγήσουν σε νέα ισχυρά σοκ στις αγορές, των οποίων το μέγεθος και ο αντίκτυπος είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί η ΕΚΤ και ο Μάριο Ντράγκι να κρατήσουν τη διάχυση της κρίσης σταθερή, χωρίς να επεκταθεί σε Ιταλία, Ισπανία και γιατί όχι και σε Γαλλία. Η Ε.Ε. ίσως έχει προετοιμαστεί για ένα ενδεχόμενο Grexit, το οποίο μπορεί και να είναι διαχειρίσιμο, παρ’ όλα αυτά η πολιτική διάχυση της κρίσης στις προαναφερόμενες χώρες είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που μία χώρα έχει στραμμένα τα βλέμματα των αγορών και των οίκων αξιολόγησης πάνω της, όπως η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια.

Η περίπτωση της πολιτικής μόλυνσης θεωρείται ότι είναι η έξαρση του πολιτικού φόβου, δηλαδή της πολιτικής διάσπασης ή του κινδύνου. Κατά συνέπεια, η πολιτική μόλυνση θεωρείται ότι είναι μια κατάσταση κατά την οποία, δυνητικά, κράτη-μέλη θα δυσκολευτούν να βρουν συμμάχους στην Ευρωζώνη, προκειμένου να διαπραγματευτούν βασικά θέματα των δικών τους συμφερόντων. Πιο συγκεκριμένα, χώρες οι οποίες θεωρούνταν σύμμαχοι της Ελλάδας σε θέματα διαπραγματεύσεων θα διαφοροποιήσουν την άποψή τους λόγω της πολιτικής μόλυνσης (με γενεσιουργό χώρα την Ελλάδα), για να αποφύγουν παρόμοιο διάλογο (και διχασμό) στο εσωτερικό της δικής τους χώρας (για παράδειγμα, αν η πολιτική μέτρων λιτότητας είναι αυτή που χρειάζεται η Ευρωζώνη για να βγει από την κρίση χρέους). Προφανώς, ισχυρές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, έχουν ήδη διαφοροποιηθεί από την Ελλάδα στο πλαίσιο προσέγγισης για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης.

Για να βελτιωθεί το κλίμα, απαιτείται πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Η σταθερότητα επιτυγχάνεται όταν υπάρχει τελική συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους στην Ευρωζώνη. Πιθανές λάθος αποφάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αχαρτογράφητα μονοπάτια και πολιτική μόλυνση λόγω του φόβου που πηγάζει από τη χρηματοπιστωτική κρίση, με κύρια αιτία την οικονομική αστάθεια στην Ελλάδα. Η αδυναμία σύγκλισης απόψεων στο εσωτερικό της Ελλάδας μπορεί να μας αφήσει χωρίς συμμάχους στην Ευρωζώνη. Για παράδειγμα, εκεί που είχαμε δέκα φίλιες χώρες στο Eurogroup να καταλήξουμε με τρεις, ενώ ο κίνδυνος για Grexit να συνεχίσει να αυξάνεται. Κράτη-μέλη που επιθυμούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα θα αναγκαστούν να χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και του καλού οικονομικού κλίματος εντός της Ευρωζώνης.

Τέλος, η πολιτική μόλυνση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για το σύνολο της Ευρωζώνης. Προφανώς, η Ευρωζώνη, στην παρούσα μορφή της, μπορεί να διαχειριστεί μικρής έκτασης κρίσεις, όπως στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Πορτογαλία. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι, ενώ η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε δημοψήφισμα με σκοπό να διασφαλίσει ένα δυνατό χαρτί στη διαπραγμάτευση, τα συνεπακόλουθα capital controls είχαν σημαντικό αντίκτυπο μόνο στο εσωτερικό της χώρας (τοπικά). Αυτό δείχνει ότι η ΕΚΤ και ο Μάριο Ντράγκι μπορούν και ελέγχουν τη διάχυση της κρίσης σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πολιτική αβεβαιότητα εντός της Ευρωζώνης παραμένει. Ωστόσο, τι θα γίνονταν αν συνέβαινε ένα οικονομικό γεγονός στην Ιταλία, στην Ισπανία ή ακόμα και στη Γαλλία; Σε αυτή την περίπτωση, τα μεγέθη είναι τεράστια (ποσοστό του χρέους), και μια ενδεχόμενη κρίση θα οδηγούσε σε πιστωτικά γεγονότα πολύ μεγαλύτερα ακόμα και από αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών το 2008.

* Ο κ. Αριστείδης Σάμιτας είναι αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος ΜΒΑ.

** Ο κ. Ηλίας Καμπούρης είναι ερευνητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή