Το «σύνδρομο Αιρμπάς»

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​ρόσφατες ειδήσεις σχετικά με τη μετατροπή της περιοχής του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού σε συνδυασμό σκουπιδότοπου και καταυλισμού προσφύγων αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κεντρικής παθογένειας της Μεταπολίτευσης, που θα μπορούσε να ονομαστεί «σύνδρομο Αιρμπάς».

Οταν πριν από μερικά χρόνια ιδιωτικοποιήθηκε η Ολυμπιακή, τέσσερα μεγάλα αεροσκάφη της, που εκτελούσαν διηπειρωτικές πτήσεις και παρέμειναν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, παροπλίστηκαν. Η πρόθεση ήταν να πουληθούν και τα χρήματα της πώλησης να μειώσουν κάπως το κόστος της χρόνιας προβληματικής λειτουργίας της εταιρείας αυτής και της ακριβής της ιδιωτικοποίησης. Κάποια στιγμή, το 2012, ανακοινώθηκε πως εντοπίστηκε αγοραστής, ονόματι Apollo Aviation Group (εταιρεία που ανήκε σε κάποιο fund, το οποίο είχε δανειοδοτηθεί από τη γνωστή Proton Bank). Μάλιστα, η Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων αποφάσισε την πώληση των αεροσκαφών έναντι 31 εκατομμυρίων ευρώ. Το ποσό αυτό ήταν μικρό αλλά τα αεροπλάνα ήταν ήδη παλιά και παρωχημένης τεχνολογίας, ενώ η κρίση είχε ήδη ξεσπάσει για τα καλά. Με το που ανακοινώθηκε η πώληση, ξέσπασαν αντιδράσεις. Τα ΜΜΕ έκαναν λόγο για πώληση «κοψοχρονιά», ουσιαστικά δηλαδή για απάτη. Ακολούθησαν οι συνδικαλιστές της πρώην Ολυμπιακής με ανακοινώσεις που μιλούσαν για εξαιρετικά χαμηλή τιμή πώλησης. Διαβάζοντας τις δηλώσεις των συνδικαλιστών σχηματίζει κανείς την εντύπωση πως θεωρούν ότι την αξία ενός αγαθού τη θέτει αποκλειστικά ο πωλητής και όχι η αγορά. Τελικά η πώληση δεν προχώρησε, αλλά επειδή η αποτυχία της πώλησης, αντίθετα με την ανακοίνωσή της, δεν αποτέλεσε είδηση, δεν κατάφερα να εντοπίσω γιατί ακριβώς. Τα παροπλισμένα Αιρμπάς εξακολουθούν να κοσμούν με την παρουσία τους το αεροδρόμιο.

Ολα αυτά μπορεί να τα βρει κανείς σε σχετικά δημοσιεύματα της εποχής. Προφανώς υπάρχουν πολύ περισσότερα στοιχεία για την υπόθεση αυτή, αλλά είναι σαφές πως προέκυψε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία με υποψήφιους αγοραστές των οποίων η φερεγγυότητα αμφισβητήθηκε από τον σύμβουλο του ελληνικού Δημοσίου, με εναλλαγές συμβούλων και αποτιμητών και πολλά άλλα εμπόδια. Εννοείται πως όσο καθυστερούσε η διαδικασία, τόσο έπεφτε η τιμή των αεροσκαφών, ενώ την ίδια στιγμή το Δημόσιο ζημιωνόταν με 100.000 ευρώ τον μήνα για το μηνιαίο μίσθωμα στάθμευσης των αεροσκαφών στο αεροδρόμιο.

Αλλά, όπως φαίνεται, η ανάγκη της πώλησης δεν ήταν τόσο επιτακτική που να οδηγήσει στις απαραίτητες αποφάσεις. Ηταν με άλλα λόγια προτιμότερο για τους πάντες να παραμείνουν απούλητα τα αεροπλάνα αυτά. Για τους πάντες, εννοείται, εκτός από τους ιδιοκτήτες του, την ελληνική κοινωνία που πληρώνει ακόμη το κόστος.

Ιδού λοιπόν μαζεμένα όλα τα στοιχεία της παθογένειας αυτής. Αρχικά παρουσιάζεται ένα πρόβλημα που απαιτεί συγκεκριμένη λύση. Κάποια στιγμή, και μετά από επανειλημμένες καθυστερήσεις, αποφασίζεται να ξεκινήσει η διαδικασία της εξεύρεσης λύσης και παίρνει μπρος με βραδύτατους ρυθμούς η δημόσια μηχανή. Εκδίδονται υπουργικές αποφάσεις, δημιουργούνται ειδικές επιτροπές, προσλαμβάνονται εξωτερικοί σύμβουλοι. Κυριαρχεί η έλλειψη βασικών γνώσεων και παραστάσεων για τη λειτουργία της αγοράς, μαζί με μια σαθρή αλλά σταθερή πίστη σε εξωπραγματικές λύσεις. Εκεί προκύπτει και ο γνωστός νομικίστικος κυκεώνας, ώστε, υποτίθεται, να αποτραπεί ο κίνδυνος της διαφθοράς. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως ακριβώς το αντίθετο. Εκστρατείες ψιθύρων και κατηγοριών στα ΜΜΕ, μηνύσεις και δικαστικές προσφυγές υπονομεύουν τη διαδικασία. Καθώς δεν υφίσταται πραγματική ερευνητική δημοσιογραφία, είναι αδύνατο να καταλάβει ο πολίτης τι συμβαίνει, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί στην καλύτερη περίπτωση η υποψία και στη χειρότερη η οργανωμένη παραπληροφόρηση.

Αν τελικά ξεπεραστούν τα εμπόδια αυτά, ξεσπάει η συνδικαλιστική καταιγίδα (πάντα με υποστήριξη της εκάστοτε αντιπολίτευσης) και ακολουθούν οι κατηγορίες περί ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας με όπλο το γνωστό αριστερόστροφο λεξιλόγιο που χρωματίζει τον δημόσιο βίο της Μεταπολίτευσης. Εκεί εμπλέκονται και διάφοροι «χρήσιμοι ηλίθιοι», πρόεδροι σωματείων, δήμαρχοι εμπλεκόμενων περιοχών, οι οποίοι μπλοκάρουν με τη σειρά τους τις λύσεις, οδηγώντας σε νέες εμπλοκές και καθυστερήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα είναι, αν όχι η ακύρωση της διαδικασίας, η απαξίωσή της. Οι σοβαροί επενδυτές συνήθως απογοητεύονται και αποχωρούν, ενώ παραμένουν μόνο τα λαμόγια. Το κόστος το χρεώνεται η κοινωνία. Κανείς δεν λογοδοτεί και κανένα δίδαγμα δεν εξάγεται. Τις ιστορίες αυτές τις καταπίνει, τελικά, το μαύρο σκοτάδι και οι τραγικές τους συνέπειες ξεχνιούνται, με αποτέλεσμα η κοινωνία να καταλήγει είτε σε ένα κυνικό «τίποτα δεν μπορεί να γίνει» ή στο γνωστό μοτίβο του «όλοι (συνήθως οι ξένοι) συνωμοτούν εναντίον της Ελλάδας». Τα σχετικά παραδείγματα είναι δεκάδες.

Πώς μπορεί να αλλάξει όλο αυτό; Ενα πρώτο βήμα είναι η ανάπτυξη μιας σοβαρής και αξιόπιστης ερευνητικής δημοσιογραφίας που θα παράγει σοβαρή και τεκμηριωμένη πληροφόρηση και θα βοηθά την κοινωνία στον καταλογισμό των ευθυνών. Ενα δεύτερο βήμα είναι ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που θα περιορίζει τον νομικό φορμαλισμό και θα επιταχύνει τις διαδικασίες με γνώμονα τα κριτήρια που θέτει η πραγματικότητα. Και τα δύο βήματα φαντάζουν σήμερα ακατόρθωτα, σχεδόν ουτοπικά. Δεν είναι όμως.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή