Περί του μη μνησικακείν

4' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Οταν οι δημοκρατικοί υπό τον Θρασύβουλο μπήκαν στην Αθήνα το 404 π.Χ. και κατέλυσαν την τυραννία των Τριάκοντα, η Εκκλησία του Δήμου εξέδωσε το περίφημο «περί του μη μνησικακείν» ψήφισμα. Κατ’ αρχάς να επισημάνω τη χρήση του απαρεμφάτου το οποίο, όπως λέει η Ρομιγί, βοήθησε τη δημιουργία αφηρημένης σκέψης παρά τοις Ελλησι, δυνατότητα που στερήθηκε η δική μας γλώσσα από την κατάργησή του. Πώς θα το λέγαμε σήμερα; «Διάταγμα για να μη μνησικακούμε»; Ή μήπως «περί του να μη μνησικακούμε» όπως ο σοφός που απεφάνθη ότι δεν θα λέγεται πια «Εφημερίς της Κυβερνήσεως» αλλά «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», διατηρώντας το προνόμιο της τρίτης κλίσεως για την κυβέρνηση, όχι όμως και για την εφημερίδα της. Τέλος πάντων. Επειδή, κατά την ανατολίτικη συνήθειά μας, ό,τι απαιτεί κόπο για να το εκφράσουμε απλώς δεν μας απασχολεί, εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να μνησικακούμε με ή χωρίς απαρέμφατο.

Επί της ουσίας τώρα. Το διάταγμα ήταν στην πραγματικότητα χορήγηση αμνηστίας στους συνεργάτες της τυραννίας. Η λογική ήταν απλή και πραγματιστική. Η Αθήνα είχε ηττηθεί κατά κράτος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Εχοντας χάσει ένα σημαντικό τμήμα του ανδρικού της πληθυσμού μαζί με την ηγεμονία της, πτωχευμένη, είχε παραδοθεί στην εξουσία των Τριάκοντα Τυράννων οι οποίοι, με επικεφαλής τον Κριτία, είχαν πολιτευθεί σαν να ήθελαν να εκδικηθούν την ίδια τους την πόλη. Οπως γράφει ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του, στους λίγους μήνες που κράτησε η τυραννία πρόλαβε να φονεύσει τόσους Αθηναίους όσοι δεν είχαν πέσει στα τελευταία δέκα χρόνια του πολέμου. Διαβάζοντας Λυσία, διαπιστώνεις τον κυνισμό της εξουσίας που λεηλατούσε περιουσίες και ανθρώπινες ζωές.

Ο Κριτίας και οι συν αυτώ, μεταξύ τους και ο ωραίος πλατωνικός Χαρμίδης, όντως πολιτεύθηκαν σαν εκδικητές. Λες και την εξουσία στην πόλη την ασκούσε το φάντασμα του πατέρα του Αμλετ. Αριστοκράτες ήθελαν να εκδικηθούν τη δημοκρατία. Ως γνωστόν, σε αντίθεση με τη γαλλική, η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία δεν καρατόμησε τους αριστοκράτες. Τους έστειλε όμως να σκοτωθούν σε έναν πόλεμο τον οποίον οι ίδιοι δεν ήθελαν, παρ’ όλ’ αυτά τον υπηρέτησαν με όλη τη δύναμη του πατριωτισμού τους. Ο Κριτίας συμπεριφέρθηκε σαν να ήθελε να πάρει το αίμα τους πίσω. Δεν ήταν «πολιτικός». Δεν τον ενδιέφερε η επιβίωση της πόλης.

Και εδώ εμφανίζεται το διάταγμα «περί του μη μνησικακείν». Η δημοκρατική Αθήνα αποφασίζει να σταματήσει τον κύκλο του αίματος. Η σκέψη είναι απλή, το επαναλαμβάνω: χάθηκαν τόσοι από εμάς στον πόλεμο, χάθηκαν τόσοι από εμάς στη βραχύβια πλην όμως πλούσια σε συγκομιδή νεκρών τυραννία, αν εμείς τώρα βαλθούμε να εξοντώσουμε και τους συνεργάτες της τυραννίας, τότε στη θέση της πόλης θα μείνει το φάντασμα της πόλης. Ας σημειωθεί ότι όταν εξεδόθη το διάταγμα ή, για την ακρίβεια, το «έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω», ο Κριτίας και οι συν αυτώ είχαν υποχωρήσει και οχυρωθεί στην Ελευσίνα, άρα μπορούσαν ακόμη να απειλήσουν την πόλη. Από την αμνηστία εξηρούντο οι φυσικοί αυτουργοί εγκλημάτων και οι Τριάκοντα εννοείται.

Επεισόδιο, από τα πιο ενδιαφέροντα της αθηναϊκής Ιστορίας, που μου έρχεται πάντα στον νου όποτε ακούω ή διαβάζω πως η εμφύλια σύγκρουση είναι μέσα στο αίμα του ελληνισμού, ένα από τα αναλλοίωτα κύτταρα της ιστορικής μας ύπαρξης, με άλλα λόγια στοιχείο της ιδιοπροσωπείας μας. Επειδή πιστεύω δε πως η ουσιοκρατία είναι το θεμέλιο της ενιαίας σκέψης, ας πω μόνον πως εκτός από την «αιματολογικώς» δεδομένη τάση για εμφύλιο σπαραγμό, οι Ελληνες, τότε που δεν τα είχαν χάσει τελείως, είχαν επινοήσει και τρόπους για να την αντιμετωπίσουν.

Από μιαν άποψη η ιστορία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, η ιστορία της μεταπολίτευσης με άλλα λόγια, είναι μια επανάληψη αυτής της Ιστορίας. Σχηματοποιώ κατ’ ανάγκην. Η δημοκρατία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντλούσε την ορμή της από τη δυνατότητα του «μη μνησικακείν». Εκλεισε οριστικά τις μετεμφυλιακές διώξεις της Αριστεράς και, μη στέλνοντας στο απόσπασμα τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, προσπάθησε να αποτρέψει την αναπαραγωγή της μνησικακίας. Ο σοσιαλιστής ηγεμών που τον διαδέχθηκε αξιοποίησε το υπόβαθρο της μνησικακίας για να εγκαθιδρύσει το καθεστώς του.

Μετέτρεψε τη δημοκρατία σε ένα είδος κοινοβουλευτικού εμφυλίου, αυτόν που προσπάθησε να καταργήσει ο Κωνσταντίνος Σημίτης όταν ανέλαβε να μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, κοινώς να το εντάξει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο οικοδομείται στη νοοτροπία του «περί του μη μνησικακείν». Να σημειώσω εδώ ότι σε όλη αυτή την περίοδο το λάβαρο της μνησικακίας το κρατούσαν όρθιο οι τρομοκράτες και όσοι από τους «ριζοσπάστες» αριστερούς τούς υποστήριζαν. Και δεν ήσαν λίγοι.

Εκτοτε μεσολάβησαν η νεοκαραμανλική αδράνεια, η συνεπαγόμενη πτώχευση, τα μνημόνια, η αποτυχία τους, η διόγκωση της Χρυσής Αυγής και η πολιτική τερατογένεση της κυβέρνησης των Συριζανέλ. Σε ιστορική κλίμακα τίποτε το σπουδαίο, στο μικροκλίμα όμως όπου ζούμε όλοι, η καταστροφή της χώρας. Μια καταστροφή που οφείλεται κατά μείζονα λόγο στο έλλειμμα πολιτικής πρότασης το οποίο καλύφθηκε με την επανενεργοποίηση της μνησικακίας. Η «ελπίδα» που ήρθε μετά τις περυσινές εκλογές στην πραγματικότητα ήταν η κολακεία της μνησικακίας. Μνησικακία απέναντι στην Ευρώπη, μνησικακία απέναντι στη δημοκρατία και στους θεσμούς της. Το αποτέλεσμα είναι μια χώρα που δεν εμπιστεύεται πια τον εαυτό της, έλλειμμα που κανένα διάταγμα δεν μπορεί να θεραπεύσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή