Το κλείσιμο της ψαλίδας

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θάρρος λαοί, η αντοχή να μη σας λείψει, /και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή! /Πάνω εκεί, πέρ’ απ’ των άστρων τη σκηνή, /ένας θεός στέκει τρανός και θ’ ανταμείψει.

Ωδή στη Χαρά (μετ. Θ. Σταύρου)

Σιλερ

​​​​ Θεός δίνει τις πιο σημαντικές του εντολές μέσα από τη σιωπή του», εξηγεί κάποιος ήρωας του Αρθουρ Μίλερ. Ο Ελληνας πρωθυπουργός δίνει τις δικές του μέσα από οίστρους μεγαλοστομίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η αναποτελεσματικότητα είναι θλιβερή. Ωστόσο, ενώ πολλοί χάνουν την όρεξή τους να ξαναψηφίσουν σε εκλογές, ελάχιστοι χάνουν την όρεξη να προσεύχονται. Ολως παραδόξως, αυτό ευνοεί μια κυβέρνηση που αγωνίζεται να ανορθώσει τον καταρρέοντα καπιταλισμό της χώρας με αντιλήψεις ακραιφνούς κολεκτιβισμού, αφού οι προσευχές συνδυάζονται ιδεωδώς με το θαυματουργικό στοιχείο της μαρξιστικής εσχατολογίας.

Ετσι κι αλλιώς, στα περίφημα «Χειρόγραφα του 1844», ο νεαρός Μαρξ διέβλεπε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας κοινωνίας όπου «η αγάπη θα μπορεί να ανταλλαγεί μόνο με αγάπη, η εμπιστοσύνη μόνο με εμπιστοσύνη». Εν ονόματι αυτής της άκρως θεολογικής υπόσχεσης, για ένα βασίλειο τέλειας δικαιοσύνης, θυσίασαν τη ζωή τους γενιές ριζοσπαστών ιδεαλιστών, ενώ οι υπονομευτές σχισματικοί υπέστησαν απηνείς διώξεις. Με το να ερμηνεύουν και τον πιο βάναυσο απολυταρχισμό ως αναγκαίο μεταβατικό στάδιο της πάλης των τάξεων, πλήθη ανδρών και γυναικών με αγαθές προθέσεις βρέθηκαν να υπηρετούν την ασιατική δικτατορία του Στάλιν κι αρκετοί, μέχρι σήμερα, ορκίζονται στα ερείπιά της. Αποδεικνύοντας πως το μεσσιανικό όραμα της Αριστεράς δεν το αναχαιτίζουν ούτε οι πιο έγκυρες μαρτυρίες για ένα αστυνομικό κράτος με στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως αυτά αφορούν μόνο την κομμουνιστική Αριστερά. Αλλά αντίθετα με ό,τι πιστέψαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα περί αδογμάτιστου σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, χωρίς θεολογικά ερείσματα, δεν ευδοκίμησαν στην Ελλάδα. Οταν ένας υπουργός Εργασίας δηλώνει «κομμουνιστής», που πιστεύει «σ’ έναν διαφορετικό κόσμο», ή όταν ένας υπουργός Παιδείας κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις με αναφορές στον Λένιν, δεν βλέπω πού βρίσκεται η εγκατάλειψη του σωτηριακού οράματος και η αποδοχή του πλουραλισμού μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κι όταν κυβερνητικά στελέχη όπως ο κ. Σκουρλέτης, ο κ. Φάμελλος ή ο κ. Παππάς κατακεραυνώνουν πολιτικούς αντιπάλους με δηλώσεις του είδους: «Τέρμα πλέον η διαπλοκή, ξεχάστε λαδώματα και υποταγή στο κεφάλαιο», φοβάται κανείς μήπως, μέσα σε τέτοια έξαρση δικαιοφροσύνης, προσθέσουν: «Τέρμα πλέον οι εκλογές, ξεχάστε το Κοινοβούλιο και την ελευθερία του Τύπου, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη».

Πίσω από μια επίφαση σοσιαλδημοκρατίας, ο σταλινισμός μένει ανόθευτος. Μόνη διαφορά είναι ότι οι Μπολσεβίκοι διέθεταν τη στυγνότητα να μετατρέψουν το μοναστήρι της Οπτινα σε μουσείο Ντοστογιέφσκι, ενώ οι δικοί μας ούτε τη διάκριση θρησκειολογίας – κατήχησης δεν τολμούν να εισηγηθούν στα σχολεία. Το «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» ακυρώνεται στο «κατ’ οικονομίαν» πνεύμα της ορθοδοξίας και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής Αριστεράς.

Ευλόγως, λοιπόν, εκείνο στο οποίο εξαντλείται η ζέση της κυβέρνησης είναι το περιλάλητο «κλείσιμο της ψαλίδας». Της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών πρώτα απ’ όλα, εξαλείφοντας με την ευκαιρία και το αμάρτημα του φθόνου, αφού οι πάντες θα είναι φτωχοί, αλλά και της ψαλίδας μεταξύ μορφωμένων και αγραμμάτων, αφού όλοι θα μιλούν με τσιτάτα του Λένιν. Κυρίως, όμως, η «πρώτη φορά Αριστερά» πασχίζει να κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα σε ό,τι εκείνη εύχεται και ό,τι στ’ αλήθεια συμβαίνει.

Χαρακτηριστικός ο κ. Μάρδας, που μεμφόταν τα ΜΜΕ επειδή δεν έχουν δημιουργήσει «κλίμα ενθουσιασμού» στην περίθαλψη των προσφύγων, ώστε «νέοι από όλες τις χώρες να έρθουν να βοηθήσουν και να μετατραπεί μια μειονεκτική θέση σε πλεονέκτημα». Δηλαδή, εντελώς σταλινικά, όλα είναι θέμα βολονταρισμού (όπως κάποτε η συγκομιδή ζαχαροκάλαμου στην Κούβα, από ενθουσιώδεις ανά τον κόσμο νεαρούς κομμουνιστές) και το μόνο που απαιτείται είναι «μηχανικοί ψυχών». Ακόμη πιο χαρακτηριστική η κ. Φωτίου, έδειξε περιχαρής για το προσφυγικό πρόβλημα, εκτιμώντας ότι «ο ελληνικός λαός γράφει Ιστορία αυτή τη στιγμή, με το να φροντίζει τόσους δυστυχείς μέσα σε συνθήκες κρίσης». Για τους εθελοντές της Ειδομένης και άλλων περιοχών αυτό είναι αλήθεια, αλλά για μια κυβέρνηση το σημαντικό είναι να βγάλει τον λαό από την κρίση, όχι να τον δοξάσει σε αγώνες αυταπάρνησης.

Ο,τι πιο χαρακτηριστικό, πάντως, είναι η μετά το Πάσχα και την Ανάσταση «εκτόξευση της ελληνικής οικονομίας», την οποία ο πρωθυπουργός την εξαγγέλλει εν μέσω καταβαραθρώσεων. Θυμίζει πόσο κοντά στον θρίαμβο υποτίθεται πως έφτανε ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1930, αφού η εξαθλίωση των συνθηκών ζωής και η ζοφερή αστυνομοκρατία «επιβεβαίωναν» ότι η αντίδραση έδινε πια τις τελευταίες μάχες της, λίγο πριν ψυχορραγήσει οριστικά. Ακριβώς όπως οι περίοδοι ανομίας, λεηλασιών και σφαγών ερμηνεύονταν από τους χιλιαστές του Μεσαίωνα ως προοίμιο της Δευτέρας Παρουσίας και έλευσης του ενάρετου Κριτή.

Με το να διατηρεί τη βουλησιαρχία από την παράδοση του Διαφωτισμού, μα και τη βεβαιότητα του ιστορικού πεπρωμένου από την παράδοση του μεσσιανισμού, η ψαλίδα που προ πολλού έχει κλείσει η «πρώτη φορά Αριστερά» είναι εκείνη μεταξύ λογικής και παραφροσύνης.

* Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή