Αλ. Πανσέληνος: Δεν ήθελα να μετανιώσω για το πρώτο βιβλίο μου

Αλ. Πανσέληνος: Δεν ήθελα να μετανιώσω για το πρώτο βιβλίο μου

5' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Πασχίζω και ιδροκοπώ για κάτι που κανείς δεν μου ζήτησε!». Από την πρώτη φράση του νέου βιβλίου τού Αλέξη Πανσέληνου «Η κρυφή πόρτα», ο κεντρικός ήρωας, ένας μεσήλικας διαζευγμένος μεταφραστής, ατυχήσας συγγραφέας, πρόωρος συνταξιούχος του Δημοσίου που ζει με την αγωνία της μείωσης της σύνταξης και των καθυστερήσεων πληρωμής από τον εκδότη, δηλώνει τον εαυτό του: Είναι ένας απογοητευμένος, μονήρης άνθρωπος, αποσυρμένος στον ασφυκτικό μικρόκοσμό του σαν τίποτε από όσα συμβαίνουν γύρω του να μην τον αφορά. Ομως γύρω του συμβαίνουν πολλά, πράγματα που δεν παραβλέπονται. Καθώς το βιβλίο εκτυλίσσεται στο παρόν, η Αθήνα ζει μια περίοδο βαθιάς κρίσης, ανακατατάξεων, αβεβαιότητας, συγκρούσεων, θυμού. Αλλά ο κύριος Ευγένιος, τύπος απολιτικός, προτιμά να απέχει από τα γεγονότα. Παρόλο που οι εξελίξεις τον στριμώχνουν, μένει σπίτι, διαφυλάσσει τις εμμονές του και προστατεύει τη ρουτίνα του μέχρι τη στιγμή που η πραγματικότητα –παλιές αμαρτίες, καινούργιες επιθυμίες– εισβάλλει στο διαμέρισμά του από μια αόρατη είσοδο.

Αυτό το διαμέρισμα που περιγράφεται στο βιβλίο –δευτεραγωνιστής στην ιστορία δίπλα στον Ευγένιο– βρίσκεται όντως στην οδό Ασκληπιού, ψηλά, στον πέμπτο όροφο. Ηταν το σπίτι της μητέρας του συγγραφέα που κληροδότησε στον γιο της μετά θάνατον, εκεί όπου συγκατοίκησε μαζί της κάποια περίοδο της ζωής του ακριβώς όπως και ο ήρωάς του. Και σε αυτό το σπίτι εξακολουθεί να επιστρέφει ο Αλέξης Πανσέληνος όποτε βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Ολο και συχνότερα δηλαδή, επειδή τον γοητεύει ξανά η παλιά του γειτονιά, το ίδιο φως, η ατμόσφαιρα του παρελθόντος που διατηρείται, η τωρινή ζωντάνια της περιοχής. Καθισμένος άνετα στον καναπέ για τη συνέντευξη ανάβει την πίπα του –χρόνιος και αμετανόητος καπνιστής, πιστός ακόμη και στη μάρκα του καπνού του–, «Να, εδώ», λέει, «φαντάζομαι την πόρτα της Ιστορίας» και δείχνει τον τοίχο στο πλάι, «και αυτό είναι το επιπλάκι μπαγιού με το οποίο ο Ευγένιος προσπαθεί να κρατήσει έξω από τη ζωή του τη γειτόνισσά του».

Ολα τον θυμίζουν

Στην «Κρυφή πόρτα» πολλά θυμίζουν τον συγγραφέα: το σπίτι, η περιοχή, ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας, ένας άνθρωπος των γραμμάτων που πλήττεται από την κρίση, η εποχή και οι συνθήκες, ακόμη και κάποια πρόσωπα της γειτονιάς που μπαίνουν στην αφήγηση. «Πάντα ένας συγγραφέας βρίσκεται μέσα στα βιβλία του», λέει, «αλλά βεβαίως ο Ευγένιος είναι ένας χαρακτήρας, δεν είμαι εγώ. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτή είναι η ιστορία της σχέσης ενός ηλικιωμένου άντρα και μιας νεαρής γυναίκας. Επειδή όμως εντάσσεται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, από το καλοκαίρι του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει το βιβλίο και ως μια συμβολοποιημένη αφήγηση που μιλάει για τον άνθρωπο και τις συνέπειες των πράξεων, των παραλείψεων και των κρυφών λαθών του, τα οποία κάποια στιγμή αναγκάζεται να πληρώσει. Η εξωτερική ατμόσφαιρα συνταιριάζεται έτσι με την εξέλιξη της ιστορίας.

Η σύγχυση της εποχής και η συνεχής καταβύθιση σε εδάφη όλο και πιο αβέβαια βρίσκεται σε αναλογία με την ψυχική κατάσταση του ήρωα που εγκαταλείπεται σταδιακά σε έναν απειλητικό έρωτα». Είναι άραγε όλοι οι ασύμμετροι έρωτες, όπως ο συγκεκριμένος λόγω διαφοράς ηλικίας, καταδικασμένοι; «Αντιθέτως, η προσωπική μου θέση είναι απολύτως επιτρεπτική απέναντί τους. Αλλωστε ο ίδιος σε δεύτερο γάμο έχω παντρευτεί μία γυναίκα πολλά χρόνια νεότερή μου. Δεν έχω ταμπού σε αυτά και δεν πιστεύω ότι υπάρχει ηλικία στον έρωτα».

Το συγκεκριμένο είναι το δέκατο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου, 34 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες με σκύλους». Ηταν τότε περίπου σαράντα ετών, δικηγόρος όπως και οι γονείς του, ο Ασημάκης και η Εφη Πανσέληνου, αριστεροί διανοούμενοι και οι δύο, συγγραφείς, πολιτικοποιημένα και δραστήρια μέλη της περίφημης γενιάς του ’30. «Ημουν ένας συγγραφέας που παρίστανε τον δικηγόρο», λέει ο ίδιος για τον εαυτό του.

Υψηλά πρότυπα

«Τη νύχτα, μετά το γραφείο, έγραφα με συνέπεια και τακτικότητα επί χρόνια. Ως συγγραφέας ξεκίνησα μικρός, ως εκδοθείς συγγραφέας καθυστέρησα. Αλλά είχα υψηλά πρότυπα και την απαίτηση να μη μετανιώσω για το πρώτο μου βιβλίο. Ηθελα να βάλω το πόδι μου στο νερό σιγά σιγά, από τα ρηχά. Εγραφα και κρατούσα τις σελίδες στο συρτάρι, άλλες φορές τελείωνα την ιστορία, άλλες την παρατούσα. Η μητέρα μου επέμενε: “Μάθε να βάζεις τελεία, να ολοκληρώνεις την προσπάθεια”. Ημουν τελειομανής. Τελειοθήρας επίσης ήταν ο πατέρας μου. Τον έβλεπα που έγραφε και πετούσε σελίδες, τις έπαιρνα από το καλάθι και απορούσα γιατί δεν του άρεσαν. Αυτές ήταν οι διάφορες πειθαρχίες στις οποίες μπήκα από πολύ νωρίς. Ωστόσο κάποια στιγμή, με τα χρόνια, η ατμόσφαιρα γύρω από το γράψιμο άρχισε να γίνεται πνιγηρή. Συνέχιζα να γράφω, αλλά τα κείμενα μου φαινόντουσαν όλο και πιο αδιάφορα, δεν μου άρεσαν πλέον. Κατάλαβα ότι έπρεπε να τολμήσω, να εκδώσω. Δεν ήταν εύκολο».

Ωστόσο ήδη από το πρώτο του βιβλίο έκανε αίσθηση και ευχαριστημένος ο Ασημάκης Πανσέληνος άκουγε τους φίλους του συγγραφείς να τον συγχαίρουν για τον γιο του κατά την τακτική πρωινή του βόλτα για καφέ από τον «Κέδρο». «Καμάρωνε βεβαίως, αλλά ο ίδιος είχε πολλές επιφυλάξεις για το βιβλίο, τον σόκαρε ο έντονος ερωτισμός, η απελευθερωμένη γλώσσα. Αυτή ήταν μια ντροπαλή γενιά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρέμενε αδρανής ερωτικά. Ηταν “άτακτοι” όσο και οι κατοπινοί, αλλά προτιμούσαν να κρατούν αυτό το μέρος της ζωής τους προσωπικό και προστατευμένο. Οταν ο Εμπειρίκος ερχόταν στο σπίτι μας και διάβαζε στην παρέα τα ποιήματά του, κυλιόντουσαν κάτω από τα γέλια. Εκείνοι γελούσαν, και αυτός συνέχιζε να διαβάζει σοβαρός ως ιεροψάλτης». Αραγε όταν γράφει, νιώθει καμιά φορά το βάρος της σκιάς των γονιών του πίσω του; «Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τους δείξω τα βιβλία μου. Αν ζούσαν ακόμη, νομίζω ότι τα γούστα τους θα είχαν προσαρμοστεί. Αλλωστε ο πατέρας μου είχε φοβερό χιούμορ. Κάποτε, μετά το ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση, τον ρώτησαν: “Αλήθεια Ασημάκη, πιστεύεις ότι ο κομμουνισμός είναι ένα πολίτευμα που μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα;”, “Βεβαίως” είπε, “αλλά εγώ τότε θα φύγω”».

«Καθώς μεγαλώνετε γράφετε πιο εύκολα, ή πιο δύσκολα», ρωτάω πριν κλείσουμε τη συνέντευξη. «Πιο δύσκολα», απαντά. «Παρεμβαίνουν τα προηγούμενα βιβλία, παρεμβαίνει η δική μου προσωπική ανάγκη να πω κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Ομως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να προσπαθώ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση για μένα από το να γράφω».

​​Το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Η κρυφή πόρτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή