Το «κρυφό» χρέος ύψους 14,52 δισ. ευρώ

Το «κρυφό» χρέος ύψους 14,52 δισ. ευρώ

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε λιγότερο από δύο μήνες, λίγο μετά το Πάσχα δηλαδή, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους θα κληθεί να πληρώσει 250 εκατ. ευρώ για μια υποχρέωση που ανέλαβε πριν από 12 χρόνια με διυπουργική απόφαση: την εγγύηση ομολόγου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (OΣE), που εκδόθηκε με ανάδοχο την ABN Amro τον Μάιο του 2004. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιβάρυνση του Δημοσίου είναι κλάσμα μόνον του συνόλου των ανεξόφλητων εγγυημένων υπολοίπων. Υποχρεώσεων δηλαδή δεκάδων δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά και ορισμένων ιδιωτικών –των τραπεζών εξαιρουμένων–, το σύνολο των οποίων ανέρχεται στα 14,522 δισ. ευρώ και τις οποίες έχει εγγυηθεί το Δημόσιο. Περίπου το ένα τρίτο αυτού του ποσού αφορά τον ΟΣΕ. Το ομολογιακό δάνειο των 250 εκατ. που λήγει τον επόμενο μήνα εκδόθηκε το 2004 υπό το αγγλικό δίκαιο και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να κουρευτεί στο πλαίσιο του PSI τον Φεβρουάριο του 2012. Η γενική συνέλευση των ομολογιούχων, που συγκλήθηκε γι’ αυτό τον σκοπό, την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, απέρριψε την πρόταση ανταλλαγής με νέα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Προσετέθη έτσι στις υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου, καθώς, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ο ΟΣΕ δεν διαθέτει ούτε καν μέρος του ποσού που απαιτείται για την εξόφληση του ομολόγου στις 24 Μαΐου φέτος.ho

Οπως άλλωστε δεν θα διαθέτει τα 450 εκατ. που απαιτούνται για την εξόφληση ενός άλλου ανάλογου ομολόγου, του XS0215169706, που φέρει και αυτό την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και ωριμάζει τον Μάρτιο του 2017, το οποίο εκδόθηκε το 2005 επίσης υπό αλλοδαπό δίκαιο. Ούτε για ένα άλλο αξίας 160 εκατ. ευρώ (ISIN XS0160208772), που λήγει αργότερα το 2017, αλλά και πολλών ακόμα.

Συνολικά τα εγγυημένα από το ελληνικό Δημόσιο ομολογιακά δάνεια του ΟΣΕ, σε ευρώ και άλλα νομίσματα, ανέρχονται στα 4,588 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Από αυτά, κάποια περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου κατά τη διαδικασία του PSI, αλλά αρκετά τα κατέχουν ιδιώτες επενδυτές ομολογιούχοι, οι οποίοι δεν είχαν δεχτεί τους όρους της ανταλλαγής του PSI, προστατευμένοι γαρ από το αλλοδαπό δίκαιο αυτών των χρεογράφων. Σημειώνεται πως πολλοί από τους σημερινούς κατόχους ομολόγων του ΟΣΕ τα έχουν αποκτήσει σε κλάσμα της ονομαστικής τους αξίας, αλλά θα αποζημιωθούν στο ολόκληρο. Ηταν ακόμα περισσότερα όμως τα ομολογιακά χρέη του ΟΣΕ. Μόνον κατά το 2015 εξοφλήθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο υποχρεώσεις ύψους 1,473 δισ. ευρώ, μέσω των προβλεπόμενων από τον προϋπολογισμό καταπτώσεων εγγυήσεων του Δημοσίου. Ο λογαριασμός των καταπτώσεων δεν αφορά βέβαια μόνον τον ΟΣΕ.

Μεγάλη επιβάρυνση

Το 2015 καλύφθηκαν από το Δημόσιο και άλλες εγγυημένες υποχρεώσεις φορέων, εντός και εκτός γενικής κυβέρνησης, ανεβάζοντας τη συνολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού στα 1,677 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ (Δελτίο Δημόσιου Χρέους αρ. 80, Δεκέμβριος 2015). Ποσό που πλησιάζει δηλαδή το δημοσιονομικό κενό, ύψους 1,8 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) της διετίας 2017-2018 για την κάλυψη του οποίου αναζητούνται αυτές τις μέρες μέτρα, ως επί το πλείστον από πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις. Ανάλογου ύψους καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου αναμένονται και για φέτος.

Ο Ελληνας φορολογούμενος δηλαδή επιβαρύνεται με δισεκατομμύρια ευρώ για να καλυφθούν χρέη κρατικών επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών. Δάνεια που έχουν αντλήσει φορείς εντός και εκτός γενικής κυβέρνησης με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και τα οποία δεν προσμετρούνται στο δημόσιο χρέος. Γι’ αυτό και αποκαλούνται συχνά και «κρυφό χρέος». Ομως τα χρέη αυτά, όταν οι φορείς αδυνατούν να τα αποπληρώσουν –κάτι που δεν αφορά όλους τους λήπτες των εγγυήσεων– πληρώνονται από το Δημόσιο. Μάλιστα, προϋπολογίζεται σχετική δαπάνη ετησίως, η οποία πάντως συνήθως προκύπτει χαμηλότερη από αυτή που τελικά πραγματοποιείται.

Κέρδη από τις τράπεζες

Διαφορετική εντελώς περίπτωση από αυτή των εγγυήσεων σε φορείς εντός και εκτός γενικής κυβέρνησης, δηλαδή προς δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, τα νομικά πρόσωπα, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές, είναι αυτή των εγγυήσεων προς τις τράπεζες. Αυτές οι υποχρεώσεις εξυπηρετούνται κανονικά ενώ το Δημόσιο αποκομίζει και κέρδος, σημειώνουν οικονομολόγοι. Οι εγγυήσεις προς τα πιστωτικά ιδρύματα δόθηκαν στο πλαίσιο υλοποίησης και επέκτασης του Ν. 3723/2008 (Πυλώνας ΙΙ) και του Ν. 3845/2010 (ELA). Από αυτές τις εγγυήσεις, μέσω προμηθειών, το κράτος έχει εισπράξει άνω των 4 δισ. ευρώ την περίοδο 2008-2014, ενισχύοντας ουσιαστικά τα έσοδα του προϋπολογισμού. Πρόκειται για μερίσματα, προμήθειες και αμοιβές που έχουν καταβάλει οι εγχώριες τράπεζες στο ελληνικό Δημόσιο ως αντάλλαγμα στη βοήθεια που τους έχει δοθεί από την πολιτεία τόσο σε ρευστότητα όσο και σε κεφάλαια. Οι εγγυήσεις υπό φυσιολογικές συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας μπορεί να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό μέσο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής συντελώντας στην οικονομική μεγέθυνση και πρόοδο της χώρας. Είναι όμως και το μοναδικό αναπτυξιακό εργαλείο που έχει στη διάθεσή του το κράτος ώστε να παρέχει ρευστότητα στην οικονομία χωρίς την άμεση επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

3,2 δισ. η «ζημία» από χρέη φυσικών προσώπων

Πέραν του ΟΣΕ, που είναι αδιαμφισβήτητα ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» των ανεξόφλητων υπολοίπων των δημοσίων επιχειρήσεων που έχει εγγυηθεί το ελληνικό Δημόσιο, πολλές γνωστές και λιγότερο γνωστές επιχειρήσεις του Δημοσίου έχουν χρηματοδοτηθεί με αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για φορείς εντός Γενικής Κυβέρνησης, όπως κρατικές επιχειρήσεις, δημόσιοι οργανισμοί και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, και φορείς εκτός Γενικής Κυβέρνησης, όπως ΔΕΚΟ αλλά και εγγυήσεις φυσικών προσώπων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Ετσι, το 2015 το Δημόσιο πλήρωσε 83,86 εκατ. ευρώ για χρέος της εταιρείας «Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα» (ΕΑΣ), που είχε εγγυηθεί και άλλα 36,63 εκατ. για χρέος της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ). Επίσης, κατέβαλε 4,63 εκατ. για όφειλες της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) και 21,59 εκατ. για τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΟΜΜΑ). Αλλα 16,20 εκατ. εκταμιεύθηκαν για την αποπληρωμή χρεών του Οργανισμού Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος (ΟΔΙΕ) και κάποια μικρότερα ποσά για επιχειρήσεις όπως η Μεταλλουργική Βιομηχανία Ηπείρου και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ). Τα εγγυημένα υπόλοιπα των παραπάνω εταιρειών παραμένουν ακόμα διόλου ευκαταφρόνητα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, βέβαια, το γεγονός πως επιπλέον 31,03 εκατ. καταβλήθηκαν για καταπτώσεις εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και 6,3 εκατ. σε πληγέντες φυσικών καταστροφών. Να σημειωθεί πως οι εγγυήσεις του Δημοσίου για χρέη φυσικών προσώπων, ιδιωτικές επιχειρήσεις και πληγέντες φυσικών καταστροφών αθροίζονται στα 3,2 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων το μισό περίπου αντιστοιχεί στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Ανω των 10.000 ιδιωτικών επιχειρήσεων έχουν αντλήσει χρηματοδοτήσεις με εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των εγγυήσεων είναι ασφαλώς σύννομη, έχει γίνει για αναπτυξιακούς σκοπούς και εξυπηρετείται, αν και η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει και εδώ προβλήματα. Οπως προκύπτει όμως, ένας μικρός αριθμός τους διερευνάται από τη Δικαιοσύνη για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξασφάλισε τις εγγυήσεις αυτές. Το ζήτημα είναι γνωστό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, που έχει ανοίξει άλλωστε και σχετικό φάκελο για παράνομες επιδοτήσεις.

Η χάραξη πολιτικής εγγυήσεων του Δημοσίου όταν γίνεται σωστά και προσανατολίζεται στην κάλυψη δανείων που χρηματοδοτούν νέες, σύγχρονες επιχειρηματικές δραστηριότητες και επενδυτικά προγράμματα μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη, εκτιμούν οικονομολόγοι. Για αυτό, άλλωστε, και θεσπίστηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ομως η κατάχρησή της εμπεριέχει και δυσμενείς επιπτώσεις, όταν καλείται ο φορολογούμενος να πληρώσει χρέη που ενδεχομένως δεν έπρεπε ποτέ να επιτραπεί να δημιουργηθούν.

Πάντως, στη λίστα με το εγγυημένο από το Δημόσιο ανεξόφλητο υπόλοιπο δημοσίων οργανισμών περιλαμβάνονται και έσοδα. Εσοδα από προμήθειες εγγυήσεων, που μοιάζουν όμως με σταγόνα στον ωκεανό των καταπτώσεων. Ετσι πέρυσι, ενώ έγιναν πληρωμές καταπτώσεων συνολικού ύψους 1,677 δισ., το Δημόσιο εισέπραξε και 52,95 εκατομμύρια από προμήθειες. Από την Αττικό Μετρό –για την οποία είχε εγγυηθεί ποσά ύψους 2,07 δισ. χωρίς να έχουν καταπέσει οι εγγυήσεις– εισέπραξε 15,49 εκατ. Από την ΕΤΑΔ, που έχει σύνολο εγγυήσεων 158 εκατ., εισέπραξε προμήθειες 1,35 εκατ., και από τη ΔΕΗ –για την οποία το ανεξόφλητο εγγυημένο από το Δημόσιο υπόλοιπο υποχρεώσεων της ανέρχεται στα 2,076 δισ. χωρίς να έχουν καταπέσει εγγυήσεις– εισέπραξε 22,34 εκατ. Ο ΑΔΜΗΕ, με υπόλοιπο 153 εκατ. και χωρίς καταπτώσεις το 2015, πλήρωσε προμήθειες 1,65 εκατ. και ο ΔΕΣΦΑ, με υπόλοιπο 242 εκατ., κατέβαλε 2,18 εκατ.

Η πρακτική των εγγυήσεων του Δημοσίου δεν είναι ελληνική πατέντα. Είναι διεθνής. Η κατάχρησή της όμως είναι ελληνικό χαρακτηριστικό. Αν και το ύψος τους ως ποσοστού του ΑΕΠ υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και προσεγγίζει το 10% του ΑΕΠ, η κατάσταση παραμένει διαχειρίσιμη μέσω των προϋπολογισθέντων ετησίως καταπτώσεων.

Η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της στο παρελθόν. Επί δεκαετίες, τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου χορηγούνταν σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της οικονομίας, όχι πάντα με ορθολογικά επιχειρηματικά κριτήρια, για την άσκηση δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980, σημειώθηκε μια εκρηκτική αύξηση στα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών και των αγροτικών συνεταιρισμών, με αποτέλεσμα το ανεξόφλητο εγγυημένο από το Δημόσιο υπόλοιπο να ανέλθει στο 26% του ΑΕΠ το 1989, ενώ, εκείνη τη χρονιά, χορηγήθηκαν νέες εγγυήσεις ύψους 6% του ΑΕΠ. Τα επόμενα 4 χρόνια, περίπου οι μισές κατέπεσαν, λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησής τους, επιβαρύνοντας άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή