«Μοιάζει, αλλά δεν είναι το ίδιο»

«Μοιάζει, αλλά δεν είναι το ίδιο»

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, δήλωσε πρόσφατα πως οι διαπραγματεύσεις με το «κουαρτέτο» θα καταλήξουν σε δύο κείμενα. Το ένα θα είναι η συμφωνία με τους τρεις ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ το άλλο θα αφορά το ΔΝΤ. Καταλήγοντας, υπογράμμισε πως θα πρόκειται για δύο κείμενα «τα οποία θα μοιάζουν, αλλά δεν θα είναι τα ίδια».

Χωρίς μάλλον να το καταλάβει ο ίδιος, ο κ. Τσακαλώτος μας πρόσφερε μια έμμεση αλλά συγχρόνως σαφή και ολοκληρωμένη περιγραφή της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, αλλά και της βαθύτερης ουσίας της. Πράγματι, πάρα πολλά πράγματα στην Ελλάδα φαίνεται να μοιάζουν με κάτι άλλο, αλλά δεν είναι το ίδιο.

Και πρώτα πρώτα η συμφωνία με τους δανειστές: θα μοιάζει με συμφωνία χωρίς να είναι. Πρόκειται, όπως φαίνεται, για ένα είδος προσύμφωνου που, όπως ανέφερε ο υπουργός, δεν θα «ξεκλειδώσει» την εκταμίευση της δόσης, καθώς η Γερμανία και οι άλλες χώρες θέτουν ως προϋπόθεση για την έγκριση χρηματοδότησης τη συμφωνία με το ΔΝΤ. Το ίδιο συμβαίνει και με ολόκληρο το σόου της διαπραγμάτευσης: όπως και η περυσινή «περήφανη» εκδοχή της, θυμίζει πανωλεθρία με ιαχές θριάμβου, αφού η αποδοχή νέων επώδυνων μέτρων δεν συνοδεύεται από κάποιο άξιο λόγου αντάλλαγμα, είτε πρόκειται για κάποια απομείωση του χρέους, είτε για κάτι αντίστοιχο.

Η ίδια λογική χαρακτηρίζει σχεδόν τα πάντα. Η οικονομία μας μοιάζει καπιταλιστική, αλλά δεν είναι, όπως δείχνουν οι άπειροι κρατικοί περιορισμοί με αποκορύφωμα τους κεφαλαιακούς ελέγχους. Το ίδιο ισχύει και για τα πανεπιστήμια.

Εχουν όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των πραγματικών πανεπιστημίων, αλλά δεν είναι ακριβώς τα ίδια, όπως εύκολα μπορεί να πιστοποιήσει  όποιος έχει περάσει από αυτά.

Η τάση αυτή δεν αφορά μόνο την πολιτική και το κράτος, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Τελευταία μας αρέσει πολύ να αυτοπεριγραφόμαστε ως μια ανοιχτή και φιλόξενη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες κοινωνία, τη στιγμή που τα ξενοφοβικά μας αντανακλαστικά είναι ιδιαίτερα ισχυρά, όπως δείχνει πλήθος μελετών. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τη σχέση μας με τους ξένους εν γένει. Μας αρέσει να φανταζόμαστε τους εαυτούς μας αποκλειστικά ως θύματα, τη στιγμή που συχνά λειτουργούμε ως θύτες. Και βέβαια, θεωρούμε πως μοιάζουμε με τους πιο προοδευτικούς λαούς, αλλά μάλλον δεν είμαστε το ίδιο. Τελικά η Ελλάδα μοιάζει με μια ευρωπαϊκή κοινωνία χωρίς να είναι ακριβώς κάτι τέτοιο. Και ο κίνδυνος είναι μεγάλος το επίπεδο διαβίωσής μας να ξεφύγει μόνιμα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ολα αυτά συγκλίνουν με μια άλλη σπουδαία δήλωση της πρόσφατης επικαιρότητας. Πρόκειται για τη διακήρυξη του Γιαν Φαμπρ που είπε ότι του αρέσει η Ελλάδα, γιατί είναι μια «σχεδόν σύγχρονη χώρα» και έτσι την αντιμετωπίζει. ΄Η, όπως θα έλεγε και ο Τσακαλώτος, η Ελλάδα μοιάζει με μια σύγχρονη χώρα αλλά δεν είναι το ίδιο.

Πέρα όμως από την κωμικοτραγική διάσταση του θέματος, υπάρχει και μια διαφορετική πλευρά.

Ολα αυτά τα χρόνια της κρίσης, δεν έλειψαν οι στιγμές που θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει την πορεία της χώρας με αυτή της Αργεντινής το 2001. Παρότι όμως μοιάζουμε σε πολλά με κάποιες λατινοαμερικανικές χώρες, δεν είμαστε το ίδιο. Το ίδιο ισχύει και με την προϊούσα «μπαχαλοποίηση» στην οποία έχει οδηγήσει η προσφυγική κρίση. Με κάμποσους μετανάστες να κλείνουν δρόμους και να επιδιώκουν να επιβάλουν τη δική τους «τάξη», η Ελλάδα έχει αρχίσει τελευταία να θυμίζει τις τριτοκοσμικές εκείνες χώρες στις οποίες το κρατικό μονοπώλιο της βίας έχει υποχωρήσει για τα καλά, ένα Αφγανιστάν εν τη γενέσει του. Αλλά φυσικά δεν βρισκόμαστε εκεί.

Η Χρυσή Αυγή μπορεί να θυμίζει βέβαια τους Γερμανούς ναζί του Μεσοπολέμου, αλλά δεν είναι παρά μια χλωμή απομίμησή τους, ενώ παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, η ΕΣΗΕΑ δεν είναι παρά μια καρικατούρα του υπουργείου Αλήθειας του Οργουελ. Ούτε αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΕΑΜ που φαντασιώνονται κάποια μάλλον αστοιχείωτα στελέχη και οπαδοί του, όπως βέβαια δεν ήταν η εκλογική του επικράτηση κάποιου είδους ιστορική ρεβάνς για την ήττα του ΚΚΕ το 1944 ή το 1949.

Συμπερασματικά, τα τελευταία χρόνια κινούμαστε σε ένα μεταίχμιο που φαινόταν πως είχαμε εγκαταλείψει πριν από αρκετές δεκαετίες: ανάμεσα δηλαδή στην ανάπτυξη και την υπανάπτυξη, την πρόοδο και την καθυστέρηση.

Πραγματικά είναι δύσκολο να πει κανείς πού ακριβώς θα βρεθούμε όταν τα πράγματα κατασταλάξουν, με τι δηλαδή θα μοιάσουμε περισσότερο: με μια χώρα που επιδιώκει με συστηματικό αγώνα και προσπάθεια να γίνει σύγχρονη, έστω και αν δεν τα καταφέρνει πάντοτε; Ή με μια χώρα όπου η επιδίωξη της νεωτερικότητας και της προκοπής δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κοροϊδία και μια αυταπάτη; Και οι δύο αυτές εκδοχές ικανοποιούν την περιγραφή μιας «σχεδόν σύγχρονης» χώρας, που μοιάζει τέτοια, αλλά δεν είναι. Ομως η απόσταση που τις χωρίζει είναι τεράστια.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας  είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή