Η κ. Ασημένια έγινε «μαμά» των δημοσιογράφων στην Ειδομένη

Η κ. Ασημένια έγινε «μαμά» των δημοσιογράφων στην Ειδομένη

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το που πέφτει το σούρουπο στην Ειδομένη, οι φορητοί υπολογιστές και τα… ποτήρια παίρνουν φωτιά στο ταβερνάκι της Ασημένιας. Ενας ένας, οι φωτορεπόρτερς και οι δημοσιογράφοι καταφθάνουν κατάκοποι και αγχωμένοι στο «διεθνές κέντρο Τύπου», για να μεταδώσουν εικόνες και ρεπορτάζ. Αμερικανοί, Γερμανοί, Σέρβοι, Παλαιστίνιοι, Ελληνες, Γότθοι, Οστρογότθοι, γυναίκες, άντρες, οι «φυλές του Ισραήλ» όλες, «νηστεύoντες και μη νηστεύoντες» (μέρες που έρχονται), γύρω από τα τραπέζια και τα… πολύπριζα.

Το international press center εδρεύει σ’ ένα μικρό γραφικό χωριό ονόματι Πλαγιά, στην πλαγιά ενός καταπράσινου λόφου, λίγα χιλιόμετρα από τον καταυλισμό της Ειδομένης, και από εκεί ενημερώνεται όλος ο πλανήτης.

Μέχρι να πλήξει την Ειδομένη ο προσφυγικός Αρμαγεδδώνας, το ταβερνείο της Ασημένιας πάσχιζε να επιβιώσει σε μια φτωχή κοινωνία που εξασφαλίζει τον επιούσιο από λίγα στρέμματα καπνού, αμπελιών και ηλιόσπορων. «Τα καλά χωράφια τα πήραν οι Ειδομενίτες», λέει με μια δόση αντιπαλότητας, που συναντάει κανείς παντού μεταξύ γειτόνων στην ύπαιθρο. Το παρέλαβε ως καφενείο από τον πατέρα της, που έφτιαχνε «κανένα τηγανητό αυγό ή τηγανιά με κρεμμύδι», αναβάθμισε κάπως την κουζίνα, μπας και «σκαλώσει και κανένας περαστικός», και περίμενε να βγάλει τα έξοδα από τα Σαββατοκύριακα. Μέχρι που την ανακάλυψε η «μισητή φυλή» των ανθρώπων των ΜΜΕ που κατέφθαναν στην Ειδομένη από κάθε γωνιά της Γης και της «κατέλαβαν» τα μαγαζί.

Τα πάντα άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η ταβέρνα γέμισε πολύπριζα, μπήκε Wi-Fi, στα τραπέζια ανάκατα με μουσακάδες, σουτζουκάκια, τζατζίκια, κ.λπ., τα laptops δούλευαν ακατάπαυστα μέχρι τα ξημερώματα και η 57χρονη Ασημένια έπρεπε να διαχειριστεί όλους αυτούς τους απίστευτους τύπους. Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά σύντομα έγινε και η «μαμά» τους. Εχει βραδιάσει για τα καλά, και στην είσοδο του ταβερνείου κάνει την εμφάνισή του φορτωμένος με μηχανές ένας πανύψηλος Σέρβος φωτορεπόρτερ, ο Μάρκο. «Hello, μαμά», τη χαιρετάει. «Γεια σου, Γαϊτάνο», λέει, αποκαλώντας τον με το όνομα του γνωστού Ελληνα αοιδού, λόγω εκπληκτικής ομοιότητας. Υστερα από λίγο μπαίνει ένας Ισπανός εικονολήπτης, ο Μιγκέλ. «Καλώς το τρελοκομείο, μάζεψε, βρε, το παντελόνι σου…», του λέει γελώντας ενώ υποδέχεται κόβοντας ντοματοσαλάτα έναν γκριζομάλλη βετεράνο Αμερικανό φωτογράφο, λέγοντάς του «παππού, άργησες απόψε…».

Κάπως έτσι κυλάει η μέρα και η νύχτα για την Ασημένια και την εκλεκτή πελατεία της. Είναι βράδια που «πιάνουν» τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, και τότε αποκαμωμένη εκείνη μισοκοιμάται στην καρέκλα και οι δημοσιογράφοι, με τη βοήθεια και της γράπας, «ροχαλίζουν» μπρούμυτα στο τραπέζι. Ξέρει τι φαγητό αρέσει στον καθένα και, όταν δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τα «τσάτρα πάτρα» αγγλικά της, επιστρατεύει τον Κώστα, Ελληνα φωτορεπόρτερ σε ρόλο διερμηνέα, ενώ έχει προσλάβει και μια Αλβανίδα γειτόνισσα ως σερβιτόρο και για τα σκόρπια ιταλικά που λέει ότι γνωρίζει.

Η συνταγή της επιτυχίας

Κατέφθασαν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, άνθρωποι των ΜΜΕ από πέρυσι την Ειδομένη. Κατέγραψαν και μετέδωσαν στην υφήλιο συγκλονιστικές εικόνες και ρεπορτάζ από το δράμα των προσφύγων. Η ταβέρνα της «μαμάς Ασημένιας» ήταν για πολλούς από αυτούς ένα καθημερινό επαγγελματικό αποκούμπι, το «γραφείο» τους, το «κέντρο Τύπου», αλλά και η βαλβίδα εκτόνωσης της καθημερινής έντασης. «Οπου και να πας στον κόσμο, τι θέλεις; Ενα χαμόγελο και έναν καλό λόγο. Εγώ μαζί μ’ όλα αυτά τους δίνω και καλό φαγητό», απαντάει γελώντας στην ερώτησή μας για το ποια είναι η συνταγή με την οποία κάνει να περνούν καλά τόσοι και τόσο «δύσκολοι» άνθρωποι, όπως θεωρούνται οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, ειδικά όσοι περνούν μια ολόκληρη ζωή στα περιπετειώδη ρεπορτάζ.

Καθώς το ενδιαφέρον για την Ειδομένη αρχίζει να πέφτει στο «χρηματιστήριο» της παγκόσμιας δημοσιότητας και ένας ένας οι «πελάτες» της Ασημένιας αρχίζουν να φεύγουν, η ίδια δεν κρύβει τη στεναχώρια της, που δεν εκπορεύεται από το ότι θα μειωθεί ο τζίρος της. «Αχ βρε, σας συνήθισα και με συνηθίσατε και εσείς, θα με θυμάστε μια ζωή», μονολογεί. Και εκτός από το ότι, όπως λέει, «το έχω να γίνομαι αγαπητή στους ανθρώπους», η Ασημένια είναι και γενναιόδωρη. Οχι μόνο γιατί κερνούσε τους πάντες, αλλά βοηθούσε και όσους δημοσιογράφους δυσκολεύονταν. Οπως, για παράδειγμα, έναν Σύριο, τον Αμαρ, που έφτασε στην Ειδομένη ως πρόσφυγας και τον χρησιμοποιούσαν οι δημοσιογράφοι ως διερμηνέα. Ο Αμαρ έτρωγε και έπινε δωρεάν στην Ασημένια, η οποία, όταν έφυγε, του έδωσε και ένα καλό χαρτζιλίκι. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή