Πρώτη κυβέρνηση Ενώσεως Κέντρου

Πρώτη κυβέρνηση Ενώσεως Κέντρου

7' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 και η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Γεώργιο Παπανδρέου από τον βασιλιά Παύλο, τρεις ημέρες αργότερα, επανέφεραν το Κέντρο στην εξουσία, έντεκα χρόνια μετά τη συντριπτική νίκη του στρατάρχη Παπάγου το 1952. Με μια πρώτη ματιά, η εξέλιξη αυτή παρέπεμπε σε σχετική ομαλοποίηση της ελληνικής πολιτικής ζωής: η Ενωσις Κέντρου ήταν ένα αστικό κόμμα, που διέθετε ηγεσία υψηλής ποιότητας: Γ. Παπανδρέου, Σ. Βενιζέλος, Κ. Μητσοτάκης, Γ. Μαύρος, κ.ά. Η ενοποίηση των δυνάμεων του παλαιοβενιζελικού χώρου το 1961 –για πρώτη φορά μετά τις εκλογές του 1920– τούς επέτρεψε να διεκδικήσουν την εξουσία από τη νέα Δεξιά που είχε αναδυθεί μετά το 1952 και ιδίως μετά το 1956. Χαρακτηριζόμενη από ορμητική ρητορεία, και προβάλλοντας τους βασικούς στόχους της ανάπτυξης και της ένταξης στη Δύση, η Ενωσις Κέντρου καλείτο να συνεχίσει –και να επεκτείνει σε νέους τομείς– την ανοδική πορεία της χώρας. Αλλωστε, η ανάπτυξη μιας ολόκληρης κοινωνίας δεν μπορούσε να βασίζεται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός και μόνον κυβερνητικού επιτελείου – της ΕΡΕ υπό τον Κ. Καραμανλή. Επρεπε να βασίζεται στην εναλλαγή στην εξουσία κομμάτων που θα συνέκλιναν σε τούτη τη βασική στόχευση.

Απέναντι στη νέα Κεντροδεξιά του Καραμανλή έπρεπε να υπάρχει μια εναλλακτική δύναμη –του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς (;)– που θα διασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις της προόδου της χώρας: συνέχεια, εναλλαγή, ανανέωση.

Συγκρότηση ταυτότητας με βάση το παρελθόν

Υπήρχαν, όμως, προβλήματα στην ανάδυση της νέας πολιτικής δύναμης, τα οποία έμελλαν να υποθηκεύσουν το εγχείρημά της. Η Ενωσις Κέντρου καλείτο να καλύψει το κρίσιμο πεδίο μεταξύ της δημοκρατικής Δεξιάς και της Ακρας Αριστεράς· με άλλα λόγια, να αναδυθεί ως δύναμη της «κεντρο-αριστεράς». Αλλά ο συγκεκριμένος χώρος –η Κεντροαριστερά– είχε υποστεί πανωλεθρία στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, όταν οποιαδήποτε σοσιαλιστική επίκληση είχε χάσει τη γοητεία της, επειδή οι υποστηρικτές του «υπαρκτού» σοσιαλισμού είχαν συμπαρασύρει τους πάντες στην εχθρότητα εναντίον παρόμοιων ιδεών. Από την Ελλάδα, επιπλέον, έλειπε μια σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα με λαϊκά ερείσματα. Τέλος, το βασικό πρόβλημα του νέου κόμματος ήταν η διατήρηση της ενότητάς του. Οι εσωτερικές του αντιπαλότητες ήταν τόσο μεγάλες, ώστε πολύ συχνά στη δεκαετία του 1950 οι κεντρώοι ηγέτες βρίσκονταν, και ψυχολογικά ακόμη, πιο κοντά στον Καραμανλή, παρά μεταξύ τους.

Στο σημείο αυτό εντοπιζόταν ένα σημαντικό πρόβλημα στη συγκρότηση της ταυτότητας του κόμματος, ήδη από το 1961. Συγκεκριμένα, δεν δημιουργήθηκε γύρω από έναν στιβαρό ιδεολογικό κορμό και μια θεμελιώδη στοχοθεσία για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά γύρω από τη συναισθηματικά φορτισμένη διαχείριση στερεοτύπων του παρελθόντος. Αδυνατώντας –λόγω των πολλών εσωτερικών διαφωνιών, που συχνά ήταν προσωπικού χαρακτήρα– να προωθήσει μια συνεκτική πρόταση διακυβέρνησης, η βασική ταυτότητα της Ενώσεως Κέντρου διαμορφώθηκε πάνω στην επίκληση του βενιζελικού παρελθόντος, και εν πολλοίς μέσω της επιστροφής σε σύμβολα και σε ρητορείες του Εθνικού Διχασμού, που ήταν μεν δημοφιλή σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης (άρα αντιμετώπιζαν βραχυπρόθεσμα το πρόβλημα της ενότητας), αλλά δεν αντιστοιχούσαν στα προβλήματα της Ελλάδας του 1960. Για να δοθούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα, η καταγγελία των εκλογών του 1961 έγινε με τη χρήση μιας φράσης –«βία και νοθεία»– που είχε αυτούσια χρησιμοποιηθεί από τον βενιζελικό χώρο για να καταγγελθεί το αποτέλεσμα του όντως νόθου δημοψηφίσματος του 1935, κάτι που μπορεί εμείς να έχουμε ξεχάσει σήμερα, αλλά ήταν μια φράση ικανή να κινητοποιήσει τις βενιζελογενείς μάζες που είχαν βιώσει το 1935 μόλις 25 χρόνια πριν (και με το πρόσθετο πρόβλημα ότι, όπως αργότερα αποδείχθηκε, η ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου γνώριζε εκ των προτέρων το σχέδιο για βία στις εκλογές του 1961, το οποίο εκ των υστέρων κατήγγειλε…). Το 1962-63, στην κορύφωση του «ανένδοτου», τα φιλικά προς την Ενωση Κέντρου έντυπα, ακόμη και τα υψηλής ποιότητας, δημοσίευαν στις πρώτες σελίδες τους «ιστορικά» αναγνώσματα για τον Εθνικό Διχασμό, προσπαθώντας εμφανώς να καλλιεργήσουν έναν κομματικό πατριωτισμό εδρασμένο στις μνήμες του. Η χρήση της φράσης «δημοκρατική παράταξη» παρέπεμπε ακριβώς στον Εθνικό Διχασμό του μεσοπολέμου, όταν συγκρούονταν οι οπαδοί της αβασίλευτης και της βασιλευομένης δημοκρατίας. Επιπλέον, τούτο γεννούσε πρόσθετα προβλήματα πολιτικής κουλτούρας: ο κεντρώος χώρος ισχυριζόταν, έμμεσα αλλά ξεκάθαρα, ότι δημοκρατία στην Ελλάδα υπήρχε μόνον όταν κυβερνούσε αυτός· και ήταν μία περίεργη δημοκρατία αυτή που είχε ένα μόνο δημοκρατικό κόμμα… Πιεσμένη να προστατεύσει την πολύτιμη (και επισφαλή) ενότητά της, η Ενωσις Κέντρου του 1961-63 είχε αναπτύξει την ταυτότητά της όχι θετικά –με βάση μια σαφή αναπτυξιακή ατζέντα κεντροαριστερής κατεύθυνσης– αλλά αρνητικά: ως αντιδεξιό σύνδρομο εδρασμένο σε επίκληση καταστάσεων του παρελθόντος, επίκληση που, όπως έμελλε να αποδειχθεί, κινδύνευε να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Η ανάληψη της εξουσίας από τον Γ. Παπανδρέου

Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γ. Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1963, ήταν ανακούφιση για τον χώρο. Αλλά η Ενωσις Κέντρου δεν διέθετε αυτοδύναμη πλειοψηφία, και τούτο μπορούσε να δημιουργήσει αυτό που πάντα ήταν το μείζον της πρόβλημα: εσωκομματικές διαμάχες. Πλειοψηφία από τη Βουλή του 1963 θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνον εάν ένα μέρος των βουλευτών της ΕΡΕ δεχόταν να στηρίξει την κυβέρνηση. Ωστόσο ο πιθανότερος ηγέτης μιας τέτοιας «κεντρο-δεξιάς» κυβέρνησης δεν θα ήταν ο Παπανδρέου, αλλά ο Σ. Βενιζέλος, ο οποίος δεν είχε διαρρήξει τις σχέσεις του με την ΕΡΕ στον ίδιο βαθμό με τον ηγέτη του «ανένδοτου». Με απλούστερα λόγια: Ο Γ. Παπανδρέου ήταν υποχρεωμένος να οδηγήσει εκ νέου τη χώρα σε εκλογές – όχι για να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που θεωρούσε αναγκαίο για τη χώρα, αλλά για να προστατέψει τη θέση του έναντι του ενδοπαραταξιακού του αντιπάλου. Για μία ακόμη φορά το μείζον πρόβλημα του κόμματος ήταν εσωτερικό.

Αυτό καθόρισε τις εξελίξεις. Εξαρτημένος από τη στήριξη του Στέμματος, ο Γ. Παπανδρέου διόρισε έναν υπουργό Εθνικής Αμύνης –τον θεωρούμενο «τοποτηρητή των Ανακτόρων», στρατηγό ε.α. Δ. Παπανικολόπουλο– και τον Δεκέμβριο ουσιαστικά παραχώρησε τον στρατό στον έλεγχο των Ανακτόρων σε αντάλλαγμα για τη διάλυση της Βουλής, την οποία χρειαζόταν άμεσα (για να προστατευθεί από τον Βενιζέλο…). Επιπλέον, η πρώτη κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου χαρακτηρίστηκε από ένα σημαντικό θεσμικό ατόπημα. Ενώ είχε την υποχρέωση, αν μη τι άλλο, λόγω συνταγματικού εθίμου, να εμφανιστεί στη Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης μέσα σε 15 ημέρες, έκανε πάνω από 40 ημέρες για να το πράξει: από τις 6 Νοεμβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τον διορισμό του στην πρωθυπουργία το 1955, ο Καραμανλής είχε εμφανιστεί στη Βουλή μέσα σε μία εβδομάδα. Και όμως, το 1963 αυτή η συνταγματική ανάγκη παραβιάστηκε, και μάλιστα με την ανοχή του Στέμματος. Ηταν ένα ακόμη από τα soft πραξικοπήματα, με τα οποία, από τον Ιούνιο του 1963, ο βασιλιάς Παύλος απομάκρυνε τον Καραμανλή από την εξουσία.

«45 ημέρες» με καταιγισμό προεκλογικών παροχών

Ωστόσο δεν γινόταν αλλιώς: Η κυβέρνηση έπρεπε να παραμείνει, έστω αντισυνταγματικά, στην εξουσία, για να κάνει παροχές, με στόχο να εξασφαλίσει τη νίκη στις νέες εκλογές. Και σε αυτές τις «45 ημέρες» ήταν που, όπως έγραψε αργότερα ο Γεώργιος Ράλλης, έγιναν «απίστευτα πράγματα». Ενδεικτική αναφορά: Αναστολή της δίωξης οφειλετών αγροτών και επανάληψη της δανειοδότησής τους από την Αγροτική Τράπεζα, και αναστολή των κατεδαφίσεων των εκτός σχεδίου κτισμάτων (11 Νοεμβρίου). Αύξηση της δανειοδότησης των αγροτών (15 Νοεμβρίου). Εξαγγελία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, με το σύνθημα «δωρεάν παιδεία για όλους» (16 Νοεμβρίου), και με σχόλιο της «Ελευθερίας»: «Καταργεί τας εισαγωγικάς εξετάσεις και τον περιωρισμένον αριθμόν εισακτέων εις τας Ανωτάτας Σχολάς».

Εναρξη επαφής του πρωθυπουργού με τον λαό, 20 Νοεμβρίου («Ελευθερία»: «Εκατοντάδες πολιτών “ανοίγουν την καρδιά” των εις τον κ. Γ. Παπανδρέου»). Ευνοϊκή ρύθμιση των αγροτικών χρεών και μείωση του επιτοκίου των δανείων προς τους αγρότες (27 Νοεμβρίου). Αύξηση των συντάξεων των υγειονομικών του ΤΣΑΥ (6 Δεκεμβρίου). Διορισμός 1.828 εκπαιδευτικών και απόφαση για εισαγωγή, πέραν του αριθμού των εισακτέων, 297 επιλαχόντων υποψηφίων στην ΑΣΟΕΕ και 515 επιλαχόντων στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς (9 Δεκεμβρίου). Αναστολή ενταλμάτων προσωποκράτησης αγροτών για χρέη (12 Δεκεμβρίου).

Μείωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (13 Δεκεμβρίου). Εξαγγελία (κατά την «Ελευθερία»: «Εν μέσω παραληρούντος από ενθουσιασμόν και δακρύοντος από συγκίνησιν ακροατηρίου») της κατάργησης της εισφοράς στον ΟΓΑ (14 Δεκεμβρίου). Αύξηση των συντάξεων του ΙΚΑ από 6 έως 12% (17 Δεκεμβρίου).

Τέλος, πρέπει να αναφερθούν οι προεκλογικές παροχές κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της 20ής Δεκεμβρίου: μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά 10-15%, αύξηση κατά 5% των βασικών μισθών όλων των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, αύξηση κατά 5% των συντάξεων του Δημοσίου, διπλασιασμός (!) των βασικών μισθών των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων που εξομοιώνονταν μισθολογικά με αυτούς (πλην των βουλευτών), πρόσθετες μισθολογικές παροχές (πέραν της γενικής αύξησης του βασικού μισθού) προς τους εκπαιδευτικούς καθώς και τους άνδρες της Αγροφυλακής και των Σωμάτων Ασφαλείας.

Πράγματι, ο Γ. Παπανδρέου θριάμβευσε στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964· θα ήταν δύσκολο, με τέτοιες εξαγγελίες, να μη θριαμβεύσει. Επιπλέον, μετά την οικονομική ανάπτυξη και τη στιβαρή διαχείριση του Καραμανλή, είχε και τα χρήματα για να τις κάνει, χωρίς να διακυβεύσει την πορεία της οικονομίας.

Αλλά η ελληνική Κεντροαριστερά γεννιόταν με μεγάλα προβλήματα – στην πράξη, σε μεγάλο βαθμό γεννιόταν αυτοαναιρεμένη. Δεν της έλειπαν τα στελέχη που θα μπορούσαν να εκπονήσουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Ωστόσο το μείζον πρόβλημα της διατήρησης της χαλαρής της ενότητας και η ανάγκη της ηγεσίας για βραχυπρόθεσμη επίλυσή του δημιουργούσαν άλλες προτεραιότητες. Με τον τρόπο αυτόν, η Ενωσις Κέντρου δεν διέθετε θετική, στιβαρή σοσιαλδημοκρατική (ή «αριστερή φιλελεύθερη») ταυτότητα. Βασιζόταν σε δύο στοιχεία: το αντιδεξιό σύνδρομο και την πολιτική των παροχών. Δεν ήταν καλή βάση για το μέλλον της.

* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή